Στα αχαρτογράφητα νερά της «γκρίζας ζώνης», συμπεριλαμβανομένης της (μη μετρήσιμης) αποχής, «παίζεται» μια κρίσιμη παράμετρος της ευρωκάλπης της 9ης Ιουνίου όσον αφορά τους συσχετισμούς δυνάμεων που θα αποτυπωθούν. Οι αναποφάσιστοι, το άκυρο / λευκό, όσοι δεν απαντούν και όσοι δηλώνουν ότι δεν θα ψηφίσουν συγκροτούν ένα «μείγμα» με ειδικό βάρος, παρότι από το σύνολο των δημοσκοπήσεων φαίνεται εδραιωμένη η διαφορά του κυβερνώντος κόμματος από τα υπόλοιπα. Ωστόσο, οι αστάθμητοι παράγοντες της «γκρίζας ζώνης» έχουν τη σημασία τους, για αυτό και βρίσκονται στο μικροσκόπιο των αναλυτών και των κομματικών επιτελών.
Η δεύτερη θέση και ο ΣΥΡΙΖΑ
Από τις πρόσφατες μετρήσεις της κοινής γνώμης δυο εβδομάδες πριν από τις ευρωεκλογές, διαφαίνονται οι παγιωμένες τάσεις στις προτιμήσεις των πολιτών αλλά και κάποιες λεπτές αποχρώσεις που δεν αποκλείουν τυχόν ανατροπές, όπως στην περίπτωση της κατάκτησης της δεύτερης θέσης. Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται σταθερά σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις να εδραιώνει τη θέση αυτή (το δείχνουν μεταξύ 13,2% και 18,3%%), ωστόσο αναλυτές εκτιμούν ότι το στοίχημα δεν έχει κριθεί, αποφεύγοντας να προδικάσουν το αποτέλεσμα αν και οι πιθανότητες είναι υπέρ της επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ.
«Δεν έχει κλειδώσει η δεύτερη θέση», υποστηρίζουν, επικαλούμενοι τα μεγαλύτερα όρια προς τα πάνω και προς τα κάτω που ανιχνεύονται για το κόμμα Κασσελάκη, το εκλογικό ακροατήριο του οποίου εμφανίζει αντιφατικά χαρακτηριστικά πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Είναι ενδεικτικό ότι μόνον οι μισοί από όσους δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ στις 9 Ιουνίου τον είχαν στηρίξει στις εθνικές εκλογές του 2023. Το υπόλοιπο μισό συγκροτείται από νέα ακροατήρια που έχει προσελκύσει ο Στέφανος Κασσελάκης και δεν συνδέονται ιδεολογικά και πολιτικά με τον «πολυμορφικό» μεταΣΥΡΙΖΑ και τα οποία κανένας αναλυτής δεν βάζει το χέρι του στη φωτιά σε τι βαθμό θα επιβεβαιώσουν τις προτιμήσεις τους στις κάλπες ή θα επιλέξουν τελικώς τις παραλίες.
Η πρωτιά της ΝΔ και οι διαρροές
Την ίδια στιγμή η «πρωτιά» της ΝΔ δεν αμφισβητείται από κανέναν δημοσκόπο. Ακόμα και στην απλή δειγματοληψία που διενεργούν, το κυβερνών κόμμα εντοπίζεται στο 30%, κάτι που με άνω του 10% αναποφάσιστους προδιαγράφει κατά τους ίδιους την εξασφάλιση του «πήχη» του 33% που έχει θέσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με ανοιχτό το έδαφος για την κατάκτηση ισχυρότερου ποσοστού (το εύρος που δίνουν οι μετρήσεις στην εκτίμηση ψήφου ξεκινά από το 30,5% και φτάνει στο 36,5%).
Ενα ερώτημα είναι προς τα πού θα διοχετευθούν οι διαρροές ψηφοφόρων από τη ΝΔ που ανιχνεύουν οι μετρήσεις στους αναποφάσιστους και την αποχή. Είναι ένα ζήτημα που ανησυχεί το Μέγαρο Μαξίμου («να βρούμε τους αναποφάσιστους, προβληματισμένους συμπολίτες μας, να τους εξηγήσουμε με απλά λόγια γιατί αυτή η κάλπη έχει τόσο μεγάλη σημασία» είπε από την Καστοριά ο κ. Μητσοτάκης). Αξίζει να σημειωθεί ότι το 39% των αναποφάσιστων προέρχεται από ψηφοφόρους της ΝΔ, το 15,3% από τον ΣΥΡΙΖΑ, το 12,4% από το ΠαΣοΚ και το 7,3% από το ΚΚΕ, ενώ με βάση τον αυτοπροσδιορισμό τους το 42,9% των αναποφάσιστων εμφανίζεται να προέρχεται από το Κέντρο και την Κεντροαριστερά.
Ποιοι ταλαντεύονται και προς τα πού
Το τελευταίο εύρημα έχει την ειδική σημασία του ως προς τις ισορροπίες μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠαΣοΚ. Είναι ενδεικτικό ότι μια τάση αδιευκρίνιστης ψήφου «κεντρώας» προέλευσης εντός της ΝΔ «κοιτάζει» προς το ΠαΣοΚ (και σε πιο περιορισμένο βαθμό προς τους Δημοκράτες του Ανδρέα Λοβέρδου), εκτός εκείνης που αναζητεί βήμα έκφρασης της δυσαρέσκειάς της προς τα «δεξιά» για πρωτοβουλίες της κυβέρνησης όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών κ.λπ. Κάποιες απόπειρες καταγραφής των ποσοστών ταλάντευσης των αναποφάσιστων ψηφοφόρων (10,8%) μεταξύ των κομμάτων καταγράφουν ποσοστό 1,2% να ταλαντεύεται μεταξύ ΝΔ και ΠαΣοΚ και 1,1% μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠαΣοΚ, κάτι που δείχνει ότι η Χαριλάου Τρικούπη, εφόσον επιδείξει τα ανάλογα αντανακλαστικά και δεδομένου του εκλογικού μηχανισμού που διαθέτει, μπορεί να καρπωθεί μέρος τους (οι μετρήσεις καταγράφουν στην εκτίμηση ψήφου για το ΠαΣοΚ ένα εύρος μεταξύ 10,3% και 14,5%).
Η θεωρία της «χαλαρής ψήφου»
Το αστάθμητο μέγεθος της αποχής είναι ένα στοιχείο που μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα της κάλπης. Οι τελευταίες «καθαρές» ευρωεκλογές (που έγιναν χωρίς να διενεργούνται μαζί με άλλες εκλογές, όπως αυτοδιοικητικές, κατά το προηγούμενο του 2014 και του 2019) ήταν αυτές του 2009, ενώ είχαμε διπλές εθνικές εκλογές πριν από έναν μόλις χρόνο. Ο κίνδυνος να επιβεβαιωθεί η θεωρία της «χαλαρής ψήφου» –είτε ως επιλογή έκφρασης διαμαρτυρίας και δυσαρέσκειας είτε ως επιλογή αδιαφορίας – είναι υπαρκτός. Κάποιοι αναλυτές μάλιστα δεν αποκλείουν το ποσοστό συμμετοχής να κινηθεί λίγο κάτω από το 50%. Στις ευρωεκλογές του 2009 έλαβε μέρος το 52,5%, το 2014 το 59,3% και το 2019 το 58,6%, ενώ στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου 2023 το ποσοστό συμμετοχής έπεσε στο 53,7% από 61,7% που ήταν στις εκλογές του Μαΐου που είχαν προηγηθεί.
Η αποχή προβληματίζει εντονότερα το κυβερνών κόμμα λόγω της φθοράς που καταγράφει πρωτίστως για την ακρίβεια, για αυτό και τρέχει να καλύψει το κενό με περιοδείες του Πρωθυπουργού και κλιμακίων υπουργών και στελεχών (ο κ. Μητσοτάκης έχει χαρακτηρίσει «μεγάλο κίνδυνο για τη δημοκρατία μας σε αυτές τις ευρωεκλογές την αποχή»), και τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διενεργεί μια προσωποκεντρική καμπάνια με έντονα στοιχεία lifestyle «κολυμπώντας» στα θολά νερά ενός «αδιευκρίνιστου» εκλογικού ακροατηρίου, και λιγότερο το ΠαΣοΚ και το ΚΚΕ που διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς στις τοπικές κοινωνίες παρά τη δημοσκοπική «πίεση» που δέχονται το μεν ΠαΣοΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ που καταγράφεται σταθερά δεύτερη δύναμη, το δε ΚΚΕ από την Ελληνική Λύση που εντοπίζεται στην τέταρτη θέση «απειλώντας» το κόμμα της κομμουνιστικής Αριστεράς.