Οι τελευταίες ημέρες κάθε χρονιάς προσφέρονται για απολογισμό όσων πέρασαν και για αποφάσεις σχετικά με όσα έρχονται. Το 2022 οι συνέπειες της παράνομης ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία ήρθαν να διαδεχτούν την πανδημία. Απέναντι σε μία ακόμα εξωγενή κρίση και παρά τις δυσκολίες, η Ελλάδα στάθηκε για μία ακόμα φορά στα πόδια της, αλλά και στο ύψος της. Και το πέτυχε χάρη στην υπομονή και την επιμονή των πολιτών, αλλά και χάρη στην πολιτική και τη στήριξη της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Θα λέγαμε λοιπόν ότι μέσα από τη συμφωνία αλήθειας που έχει κάνει με τους πολίτες ήδη από το 2016, η Ελλάδα προχωρά μπροστά. Καθώς όμως το 2023 είναι χρονιά εκλογών, κάθε πολίτης θα κληθεί να πάρει μια σημαντική απόφαση. Μια απόφαση που θα επηρεάσει όχι μόνο τα επόμενα τέσσερα χρόνια, αλλά το μέλλον όλων μας. Πώς θα αποφασίσουν όμως οι πολίτες; Η απάντηση, όσο και αν φαίνεται στερεοτυπική, είναι ότι θα αποφασίσουν συγκρίνοντας. Η διαφορά με τις προηγούμενες φορές, όμως, είναι ότι τώρα θα συγκρίνουν όχι μόνο δύο κυβερνητικά προγράμματα, αλλά κυρίως πεπραγμένα. Θα συγκρίνουν ύστερα από πολλά χρόνια έναν εν ενεργεία και έναν πρώην πρωθυπουργό. Και θα συγκρίνουν αντίστοιχα από τη μία πλευρά ουσιαστικές παρεμβάσεις και από την άλλη θεωρίες – και, μάλιστα, επικίνδυνες και επιζήμιες, όπως εκείνες του 2015.
Θα συγκρίνουν τις πάνω από 150.000 θέσεις εργασίας που άνοιξαν μέσα σε μόλις έναν χρόνο και το ιστορικό χαμηλό δωδεκαετίας στην ανεργία, η οποία μειώθηκε κατά 6 μονάδες από το 2019, με το αδιέξοδο της προηγούμενης περιόδου. Τον κατώτατο μισθό, ο οποίος αυξήθηκε κατά 9,7% μέσα σε έναν χρόνο, με τις αποδοχές της προηγούμενης τετραετίας που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν πολύ χαμηλότερες. Τον χρόνο εκκαθάρισης των συντάξεων, που τώρα αποδίδονται σε 60 ημέρες, ενώ πριν απαιτούνταν τρία ή τέσσερα χρόνια. Θα συγκρίνουν τους πάνω από 50 φόρους που μείωσε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τους 27 φόρους που αύξησε ή επέβαλε η κυβέρνηση Τσίπρα. Τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού και λειτουργικού ψηφιακού κράτους, που διευκολύνει καθημερινά τη ζωή των πολιτών, με τη γραφειοκρατία που συντήρησε η Αριστερά. Τη μείωση του Δημόσιου Χρέους και την έξοδο της χώρας από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας με ένα αχρείαστο μνημόνιο που έκλεισε τις τράπεζες και μας πήγε πίσω στο 2010.
Και τέλος, οι πολίτες θα αποφασίσουν συγκρίνοντας προοπτικές: μια Ελλάδα ισχυρή, σταθερή και εξωστρεφή, που πρωτοστατεί στις διεθνείς εξελίξεις, ή μια Ελλάδα στα όρια της χρεοκοπίας, που διεκδικεί τον ρόλο του επιτήδειου ουδέτερου. Και από αυτή τη σύγκριση θα βγει ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα στις κάλπες: ότι κανείς δεν θέλει να ζήσει «δεύτερη φορά τη συμφορά». Είναι, λοιπόν, η αλήθεια που το 2023 θα οδηγήσει σε μια ακόμα ισχυρότερη εντολή διακυβέρνησης στη Νέα Δημοκρατία και στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ο κ. Παύλος Μαρινάκης είναι γραμματέας της Πολιτικής Επιτροπής της ΝΔ.