Εδώ και πολλούς μήνες οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο είναι ταχύτατες και πολυεπίπεδες. Η ουσιαστική επανενεργοποίηση των Αμερικανών στην περιοχή, με το βλέμμα τους στραμμένο στην «επιστροφή» της Ρωσίας και στην ανάσχεση της ιρανικής επιρροής, αλλά και οι προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί για νέες ανακαλύψεις κοιτασμάτων φυσικού αερίου (καθώς και κατασκευής μεγαλεπήβολων αγωγών, όπως ο East Med) έχουν προσδώσει νέα διάσταση στους σχεδιασμούς που διαμορφώνονται. Η δε συμμετοχή της Ελλάδας στα τριμερή σχήματα με Κύπρο και Ισραήλ (κυρίως) και Κύπρο και Αίγυπτο (δευτερευόντως), παράλληλα με την πραγματοποίηση του 1ου Ελληνοαμερικανικού Στρατηγικού Διαλόγου, «έχει φουσκώσει την αυτοπεποίθηση» όσων στην Αθήνα θεωρούν ότι ο συνδυασμός αυτών των εξελίξεων θα οδηγήσει στον πλήρη παραγκωνισμό της Τουρκίας από τα τεκταινόμενα στην ευρύτερη περιοχή. Πρόκειται, όπως σημειώνουν οι πλέον έμπειροι παρατηρητές, για φαντασίωση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ιδιαίτερα επικίνδυνες ατραπούς, από τη στιγμή μάλιστα που η γειτονική χώρα έχει μετατραπεί σε απολύτως απρόβλεπτη μεταβλητή.
Ο απρόβλεπτος
παράγοντας Τραμπ
Η εν λόγω άποψη καθίσταται δε πιο ριψοκίνδυνη από τη στιγμή που γίνεται καθημερινά όλο και εμφανέστερο ότι καμία δυτική χώρα, πόσω μάλλον η Ελλάδα, δεν μπορεί να έχει την παραμικρή εμπιστοσύνη στις αποφάσεις ενός ανθρώπου όπως ο Ντόναλντ Τραμπ. Ο αμερικανός πρόεδρος αποδεικνύει καθημερινά ότι δύναται, ανά πάσα στιγμή, να αποφασίσει πέραν κάθε λογικής ή εισήγησης των επιτελών του. Σε αυτό το πλαίσιο, η υπεραισιοδοξία ορισμένων στην Αθήνα ότι η σημερινή συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες καλύπτει τα ελληνικά νώτα σε περίπτωση ελληνοτουρκικού επεισοδίου στην Ανατολική Μεσόγειο ή στο Αιγαίο πρέπει να αντιμετωπιστεί με σοβαρό σκεπτικισμό.
Οι πρόσφατες αποφάσεις του αμερικανού προέδρου για αποχώρηση των στρατευμάτων από τη Συρία (κίνηση που εμφανώς ικανοποίησε τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον οποίο ο κ. Τραμπ είχε προηγουμένως τηλεφωνική επικοινωνία), αλλά και η εισήγηση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για πώληση του αντιπυραυλικού συστήματος Patriot στην Αγκυρα, ώστε να αποτραπεί η αγορά των S-400 από τη Ρωσία, θα έπρεπε ήδη να ηχούν ως καμπανάκι στα αφτιά όσων αιθεροβατούν – πόσω μάλλον που, παρά τα επίμονα αιτήματα της Αθήνας, η Ουάσιγκτον δεν έχει ακόμη συνδράμει στο βασικότερο «θέλω» του Πολεμικού Ναυτικού: την παραχώρηση δύο πλοίων επιφανείας που θα διευκολύνουν την προβολή ισχύος του στην Ανατολική Μεσόγειο. Το βαθύτερο πρόβλημα, που αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο από την παραίτηση του υπουργού Αμυνας Τζέιμς Μάτις, είναι ότι δεν είναι σίγουρο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες του Τραμπ θα είναι διατεθειμένες να παρέμβουν σε περίπτωση κρίσης και δη υπέρ των ελληνικών συμφερόντων.
Η δήλωση Αποστολάκη και οι φωνασκίες Καμμένου
Η μεγαλύτερη έκπληξη των τελευταίων ημερών ήταν η δημόσια δήλωση του Α/ΓΕΕΘΑ, ναυάρχου Ευάγγελου Αποστολάκη, ότι «αν οι Τούρκοι αποβιβαστούν σε βραχονησίδα, θα την ισοπεδώσουμε». Η συγκεκριμένη αποστροφή (στο πλαίσιο της ενημέρωσης των αμυντικών συντακτών την περασμένη Τετάρτη) ενός ανθρώπου που φημίζεται για τη μετριοπάθειά του φέρεται να προκάλεσε σοβαρή έκπληξη ακόμη και στο Μέγαρο Μαξίμου, με το οποίο ο ναύαρχος διατηρεί ανοικτό και ειλικρινή δίαυλο επικοινωνίας. Δεν πρέπει επίσης να λησμονείται αυτή την περίοδο ότι υπάρχουν προχωρημένες συζητήσεις για την πιθανή επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στην Κωνσταντινούπολη και για συνάντησή του με τον πρόεδρο Ερντογάν. Σύμφωνα άλλωστε με την κυβερνητική λογική, η συνεννόηση με τη σημερινή Τουρκία είναι αδύνατη αν δεν υπάρχουν επαφές – και μάλιστα ανά τακτά χρονικά διαστήματα τριών ή τεσσάρων μηνών, στο πλαίσιο είτε επισκέψεων είτε πολυμερών συναντήσεων – με τον ίδιο τον κ. Ερντογάν, ο οποίος αποτελεί την απόλυτη αρχή εξουσίας.
Επιπλέον, δεν είναι λίγοι όσοι θεωρούν ότι η δήλωση Αποστολάκη εκπορεύθηκε από ορισμένες πληροφορίες, που φέρεται να βρίσκονται στη διάθεση τόσο των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών, όσο και του ελληνικού Πενταγώνου, περί σχεδίων της Αγκυρας για την κατάληψη κάποιας βραχονησίδας. Οι πληροφορίες αυτές έφθασαν στην ελληνική πλευρά από χώρα της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου. Η απάντηση του Χουλουσί Ακάρ, υπουργού Αμυνας της Τουρκίας και τακτικού συνομιλητή της ελληνικής πλευράς, κινήθηκε στη γνωστή αυτοματοποιημένη γραμμή. «Δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε ούτε χιλιοστό στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο» είπε αναφερόμενος στην Τουρκία και στους Τουρκοκυπρίους. «Δεν τίθεται θέμα υποχώρησης. Δεν επιτρέπουμε και δεν θα επιτρέψουμε κανένα τετελεσμένο» συμπλήρωσε, μεταξύ άλλων, ο κ. Ακάρ.
Ωστόσο, οι επακόλουθες δηλώσεις του Πάνου Καμμένου ότι «θα τσακίσουμε και θα συντρίψουμε» όσους αμφισβητήσουν την εθνική μας κυριαρχία ολοκλήρωσαν το σκηνικό. Αν και είναι δύσκολο, αν όχι ανέφικτο, να συζητήσει κανείς στα σοβαρά τις δηλώσεις ενός ανθρώπου ο οποίος ένα 24ωρο νωρίτερα είχε μιλήσει, από τη Μεγίστη, περί ανακήρυξης της ΑΟΖ εντός των επομένων μηνών, η ζημιά εξακολουθεί να γίνεται, με το Μέγαρο Μαξίμου να παρακολουθεί, ανίκανο να τη σταματήσει. Αλλωστε, η πραγματοποίηση 10 υπερπτήσεων την περασμένη Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου πάνω από τα νησιωτικά συμπλέγματα Οινουσσών και Καστελλόριζου αποτέλεσε έμπρακτη ακύρωση των «πολεμοχαρών φωνασκιών» Καμμένου, σε συνδυασμό με τις 110 παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου και τις έξι εμπλοκές. Σημειώνεται ότι άλλες πέντε υπερπτήσεις είχαν πραγματοποιηθεί την περασμένη Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου. Συνολικά, μέσα σε δύο ημέρες, τα τουρκικά αεροσκάφη πραγματοποίησαν 15 υπερπτήσεις, όταν το διάστημα Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2018 είχαν γίνει 29 υπερπτήσεις!
Φόβοι για το σύμπλεγμα του Καστελλόριζου
Οσα είπε ο έλληνας Α/ΓΕΕΘΑ έχουν αυτόνομη σημασία, από τη στιγμή που η σοβαρότητά του εκτιμάται από διαφορετικές πλευρές. Πέραν της σκοπιμότητας της δήλωσης Αποστολάκη, όμως, υπάρχουν δύο παρατηρήσεις στις οποίες συγκλίνουν ανώτερες διπλωματικές και στρατιωτικές πηγές με τις οποίες συνομίλησε «Το Βήμα» τις τελευταίες ημέρες. Σύμφωνα με την πρώτη, το «φάντασμα των Ιμίων» εξακολουθεί να είναι παρόν και «να στοιχειώνει» τους έλληνες στρατιωτικούς επιτελείς. Το ενδεχόμενο κατάληψης μιας από τις διάσπαρτες νησίδες ή βράχους στο Αιγαίο παραμένει ίσως το βασικότερο σενάριο επί του οποίου διαμορφώνονται πολλοί εκ των σχεδιασμών των επιτελείων. Θα αποτελούσε δε μια εξέλιξη που θα καταρράκωνε πολύ βαθιά – σύμφωνα με ορισμένους, καταλυτικά – το ελληνικό ηθικό. Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με τον βαθύτερο πυρήνα της δήλωσης Αποστολάκη. Ενα από τα σενάρια που έχουν κατά καιρούς συζητηθεί στα υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας είναι το ενδεχόμενο η Αγκυρα να προχωρήσει σε μια κίνηση «τύπου Ιμίων» – δηλαδή να αποβιβάσει κομάντος σε βραχονησίδα – όχι όμως στο Αιγαίο, αλλά στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτή την περίπτωση, όλα τα μάτια στρέφονται στο σύμπλεγμα του Καστελλόριζου και η δυσκολία απάντησης από ελληνικής πλευράς αυξάνεται.
Το σύμπλεγμα του Καστελλόριζου περιλαμβάνει 14 νησιά, νησίδες και βράχους, εκ των οποίων τρία κατοικούνται: η Μεγίστη, η Στρογγύλη και η Ρω. Μια αποβατική κίνηση της Τουρκίας σε εκείνη την περιοχή θα είχε, σύμφωνα με τις σχετικές αναλύσεις, δύο σκοπούς.
Πρώτον, η Αγκυρα θα επανέφερε δυναμικά τη «θεωρία των γκρίζων ζωνών», ενδεχομένως καταλαμβάνοντας ή και αποκλείοντας – με στρατιωτικές δυνάμεις – μια από τις βραχονησίδες που ανήκουν στο σύμπλεγμα, ίσως εκείνη που βρίσκεται στο απώτατο νοτιοανατολικό σημείο. Με τον τρόπο αυτόν, η Τουρκία θα επανελάμβανε ότι ορισμένες νησίδες ή βράχοι που δεν καταγράφονται στις διεθνείς συνθήκες (στην προκειμένη περίπτωση στη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, στις ιταλοτουρκικές συμφωνίες του 1932 και στη Συνθήκη των Παρισίων του 1947) είναι αμφισβητούμενης κυριαρχίας. Η κατάληψη ελληνικού εδάφους θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν πιθανό βομβαρδισμό και η νομιμοποίηση μιας τέτοιας κίνησης δύσκολα θα αμφισβητούνταν. Ο δε αποκλεισμός του θα εξελισσόταν λογικά σε μια νομικο-διπλωματική μάχη με αβέβαιη χρονική εξέλιξη.
Δεύτερον, η Αγκυρα εμφανίζεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για την Ανατολική Μεσόγειο παρά για το Αιγαίο στην παρούσα συγκυρία. Η ύπαρξη ενεργειακών πόρων είναι ο ξεκάθαρος λόγος, γι’ αυτό και η Τουρκία δεν επιθυμεί τον αποκλεισμό της. Η κατάληψη μιας νησίδας του απομονωμένου ελληνικού νησιωτικού συμπλέγματος «θα έσπαγε» de facto τον ενιαίο (όπως ορισμένοι θεωρούν) χώρο μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου και τις θεωρητικά εφαπτόμενες Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ) των δύο χωρών. Δεν πρέπει φυσικά να λησμονείται ότι με βάση τη διεθνή νομολογία η ελληνική θέση για το Καστελλόριζο εμφανίζει αδυναμίες που ουδεμία ελληνική ηγεσία είχε ή έχει το σθένος να παραδεχθεί. Μια de facto τουρκική κίνηση όμως θα αναδείκνυε την ευαίσθητη ισορροπία σε όλο της το μεγαλείο και το δίλημμα θα ήταν αμείλικτο.