Στη ρωσο-ουκρανική κρίση λόγω Κριμαίας, αρχές 2014, η Ελλάδα είχε την προεδρία της ΕΕ. Ο κίνδυνος διακοπής της ροής ρωσικού Φυσικού Αερίου (ΦΑ) προς Ελλάδα και Βουλγαρία ήταν προ των πυλών, με τον βαρύ χειμώνα σε εξέλιξη. Ως προεδρεύων του Συμβουλίου Υπουργών Ενέργειας, συναντήθηκα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Gazprom Αλεξέι Μίλερ. Μετά τη δίωρη συνάντησή μας είχε διαμορφωθεί η πρόταση να βοηθηθεί χρηματοδοτικά από την ΕΕ η τότε ουκρανική κυβέρνηση, ώστε να δώσει προκαταβολή περίπου 200 εκατ.€ στη Ρωσία, έναντι του συνολικότερου ποσού που (κατά τη Ρωσία) χρωστούσε, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος άμεσης διακοπής της ροής αερίου. Την επόμενη μέρα συγκάλεσα έκτακτη τηλεφωνική διάσκεψη των υπουργών Ενέργειας της ΕΕ-28, με την παρουσία του αρμόδιου επιτρόπου, προκειμένου να συζητήσουμε τη συγκεκριμένη πρόταση.
Στο ξεκίνημα της συζήτησης, μετά τη δική μου εισαγωγή, οι πρώτοι υπουργοί τοποθετήθηκαν θετικά. Στη συνέχεια όμως υπήρξε από συγκεκριμένη πλευρά (δεν μπορώ να γίνω πιο συγκεκριμένος) κάθετη αντίρρηση, με το επιχείρημα ότι θα έπρεπε η Ουκρανία να λύσει μόνη της το πρόβλημα. Στο εύλογο σχόλιό μου, ότι προφανώς λόγω οικονομικής αδυναμίας της Ουκρανίας αυτό δεν μπορούσε να συμβεί, η ανταπάντηση ήταν να πουλήσει το δίκτυο ΦΑ της, με αποκάλυψη ότι υπάρχουν ήδη τουλάχιστον 3 ενδιαφερόμενες ιδιωτικές εταιρείες. Την οργισμένη αντίδρασή μου, ότι θεωρώ τη συγκεκριμένη πρόταση απαράδεκτη και αρνούμαι να τη βάλω για συζήτηση, να ζητήσουμε από μια χώρα να πουλήσει σε εποχή κρίσης ένα από τα βασικότερα περιουσιακά στοιχεία του λαού της, ενώ ως ΕΕ έχουμε υποσχεθεί να τη στηρίξουμε, την αποδέχτηκε τελικά η μέγιστη πλειοψηφία των υπουργών Ενέργειας που συμμετείχαν.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.