Η κυβέρνηση λείπει πλέον και επισήμως σε διακοπές, όμως τα πολιτικά μέτωπα του φθινοπώρου ήδη διαφαίνονται στον ορίζοντα και αναμένεται ότι θα προξενήσουν μεγαλύτερες ή μικρότερες αγωνίες και πονοκεφάλους στο Μέγαρο Μαξίμου. Παρά τις μετεκλογικές προσπάθειες αναπτέρωσης του ηθικού και καλλιέργειας μιας αίσθησης ανασύνταξης της κυβέρνησης, η αδράνεια και οι αρρυθμίες που προκλήθηκαν από την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο και από το αποτέλεσμα της κάλπης της 9ης Ιουνίου έχουν διαμορφώσει ένα διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον.

Οι δημοσκοπήσεις του Σεπτεμβρίου

Η πρώτη αγωνία του επιτελείου του Κυριάκου Μητοστάκη εν όψει της νέας πολιτικής περιόδου εντοπίζεται στο κατά πόσο θα είναι εφικτή η ανατροπή της αίσθησης ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε τροχιά φθοράς. Το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουνίου εκ των πραγμάτων αποτελεί μια νέα αφετηριακή συνθήκη και υπό αυτό το πρίσμα η πρώτη δοκιμασία θα είναι το κύμα των δημοσκοπήσεων του Σεπτεμβρίου. Εκεί θα φανεί αν και σε ποιον βαθμό υπάρχουν δυνατότητες ώστε να αναπτυχθεί μια δυναμική η οποία θα φέρει τα ποσοστά της ΝΔ πάνω από το όριο του 30% ή έστω υψηλότερα από τα ποσοστά της κάλπης των ευρωεκλογών ή αν θα επιβεβαιωθεί η εντύπωση ότι αυτό είναι πλέον το δημοσκοπικό «ταβάνι» της για το προσεχές διάστημα.

Πέραν των επικοινωνιακών προσπαθειών και των όσων επιχείρησε να θεραπεύσει ο Πρωθυπουργός με τον ανασχηματισμό στις αρχές του καλοκαιριού, δεν υπάρχει ωστόσο κάποια ουσιαστική και ορατή βελτίωση στα κρίσιμα και καθοριστικά ζητήματα, τα οποία, όπως διαπιστώθηκε, απασχολούν και προβληματίζουν τους πολίτες. Αντιθέτως, το πρόβλημα της ακρίβειας έδειξε να επιτείνεται κατά τη θερινή περίοδο, ενώ η αδυναμία μιας συντριπτικής μερίδας πολιτών να κάνουν έστω και ολιγοήμερες διακοπές πιθανώς να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα.

Η επιστροφή στο Σύμφωνο Σταθερότητας

Υπό αυτή τη συνθήκη και εν αναμονή των πρώτων δημοσκοπήσεων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σύντομα θα αρχίσει να προετοιμάζεται για την έκτη παρουσία του στη ΔΕΘ ως Πρωθυπουργός. Η εφετινή συγκυρία παρουσιάζει όμως σημαντικές ιδιαιτερότητες και διαφορές σε σχέση με τις προηγούμενες. Κατά την επίσημη και επαναλαμβανόμενη κυβερνητική παραδοχή, δεν υπάρχουν πλέον δημοσιονομικά περιθώρια για παροχές, ενώ αναζητείται η φόρμουλα υλοποίησης των όσων ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης περιγράφουν ως «απο-επιδοματοποίηση» της οικονομικής πολιτικής.

Η καθοριστική συνθήκη για την κατάρτιση του νέου προϋπολογισμού θα είναι η επιστροφή στο στενό πλαίσιο του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας έπειτα από μία πενταετία δημοσιονομικής χαλαρότητας. Με βάση αυτά, θα πρέπει να διασφαλιστούν πρωτογενή πλεονάσματα 2,1% του ΑΕΠ για το 2024 και 2025, το χρέος να μειωθεί από το 152% στο 146%, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης θα πρέπει να κινηθεί τουλάχιστον στο επίπεδο του 2,6%, σε ένα διεθνές περιβάλλον ιδιαίτερα ρευστό και αβέβαιο. Υπό αυτούς τους όρους η κυβέρνηση θα κληθεί να λύσει μια σύνθετη εξίσωση και να τηρήσει τις δεσμεύσεις της περί:

  • Κατάργησης του τέλους επιτηδεύματος, κόστους 120 εκατ. ευρώ.
  • Μονιμοποίησης της επιστροφής του ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο, η οποία κοστολογείται στα 100 εκατ. ευρώ.
  • Παράτασης της αναστολής του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές, κόστους 20 εκατ. ευρώ.
  • Αύξησης του φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος, κόστους 15 εκατ. ευρώ.
  • Αύξησης των συντάξεων σύμφωνα με το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό, με κόστος περί τα 400 εκατ. ευρώ.

Η κινητικότητα στην αντιπολίτευση

Στο καθαρά πολιτικό πεδίο, το επιτελείο του Μαξίμου παρακολουθεί την κινητικότητα στον χώρο της αντιπολίτευσης, η οποία ενδέχεται να διαταράξει την ιδιόμορφη συνθήκη πολιτικής μονοκρατορίας της τελευταίας πενταετίας. Η κυβερνητική φθορά σε συνδυασμό με τη συνεχή πολιτική απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ και την αναμενόμενη λήξη της εκκρεμότητας στο ζήτημα της ηγεσίας του ΠαΣοΚ αποτελούν έναν συνδυασμό παραμέτρων με πιθανώς καταλυτική επίδραση στο διάστημα που θα ακολουθήσει.

Το ενδεχόμενο να αναπτυχθεί μια διαφορετική δυναμική, ειδικώς στην περίπτωση κατά την οποία το ΠαΣοΚ υπερβεί σχετικά ομαλά την εσωτερική του διαμάχη και κατορθώσει να ανακάμψει δημοσκοπικά, είναι πιθανόν να διαμορφώσει μια νέα πολιτική συνθήκη και να μεταβάλει σε σημαντικό βαθμό τους πολιτικούς συσχετισμούς. Σε μια τέτοια περίπτωση και υπό όρους και προϋποθέσεις, εκτιμάται ότι η κυβέρνηση και το επιτελείο του Πρωθυπουργού θα αναγκαστούν σε ταχείες προσαρμογές με βάση τα νέα πολιτικά δεδομένα, δίχως τις βεβαιότητες και τη χαλαρότητα των προηγούμενων ετών, όπου απουσίαζε ο πολιτικός αντίπαλος.

Η επιλογή Τζιτζικώστα και στο βάθος… Σαμαράς

Στο φόντο όλων αυτών των πηγών προβληματισμού βρίσκεται το σοβούν μεν, αλλά υπαρκτό εσωτερικό μέτωπο στη ΝΔ. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ομάδα της δεξιάς πτέρυγας, υπό τον Αντώνη Σαμαρά και αποτελούμενη από οκτώ έως δέκα βουλευτές, αναμένει τη διαμόρφωση της νέας πολιτικής συνθήκης και τα αποτελέσματα των πρώτων δημοσκοπήσεων προκειμένου να κάνει τις επόμενες κινήσεις της. Κατά την κυρίαρχη εκτίμηση, δε, εσωκομματικό ήταν το κριτήριο της επιλογής του Απόστολου Τζιτζικώστα για τη θέση του επιτρόπου, με το βλέμμα του Πρωθυπουργού στραμμένο στην εκλογική αιμορραγία της ΝΔ προς τα δεξιά στη Βόρεια Ελλάδα.

Ο πρώην πρωθυπουργός έχει αποφύγει κάποια νέα δημόσια τοποθέτηση, παρά το σχετικά ατυχές αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, όμως είναι γνωστό ότι δεν σκοπεύει να σιωπήσει στο προσεχές διάστημα, ειδικώς αν οι μετρήσεις του φθινοπώρου επιβεβαιώσουν τη φθορά της κυβέρνησης. Στην αιχμή των όποιων παρεμβάσεων αναμένεται ότι θα βρεθούν τα εθνικά θέματα και ειδικότερα η πορεία του ελληνοτουρκικού διαλόγου, η οποία φαίνεται ότι βρίσκεται μάλλον σε αχαρτογράφητο πεδίο και δίχως ορατούς στόχους και ρεαλιστικές επιδιώξεις. Η διεθνής συγκυρία και η έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας, σε συνδυασμό με την κρίση στη Μέση Ανατολή και την προσπάθεια του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να αναδειχθεί σε παίκτη με καθοριστικό ρόλο, αλλά και οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ειδικώς αν τις κερδίσει ο Ντόναλντ Τραμπ, εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια νέα περίοδο ελληνοτουρκικής έντασης, με ό,τι θα μπορούσε αυτό να σημάνει και για την εσωτερική συζήτηση.

Παράλληλα, όσο θα πλησιάζει η περίοδος των αποφάσεων για την Προεδρία της Δημοκρατίας, θεωρείται βέβαιο ότι ο Αντώνης Σαμαράς θα διεκδικήσει ρόλο και επιρροή. Κατά πληροφορίες, οι επιδιώξεις του δεν θα αφορούν τόσο το πρόσωπό του, αλλά μάλλον την ανάδειξη της πιθανής υποψηφιότητας του Κώστα Καραμανλή για τη διαδοχή της Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Εφόσον αυτά επαληθευτούν, αναμένεται ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια νέα πραγματικότητα και πολύ διαφορετικές ανάγκες για πολιτικούς ελιγμούς και συμβιβασμούς.