Λευκωσία, Ιούλιος 2024, Οδός Πριάμου. Ο δρόμος που έχει πάρει το όνομά του από τον βασιλιά της Τροίας ανήκει στον δήμο του Αγίου Δομετίου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου βρίσκεται ακόμη υπό κατοχή. Η οδός Πριάμου εκτείνεται σε ένα μήκος 10 χιλιομέτρων και καταλήγει σε ένα σήμα «στοπ». Στη μία του πλευρά, τα σπίτια κατοικούνται, στην άλλη όχι. Εγκαταλείφθηκαν άτακτα εκείνη τη ζοφερή μέρα του Ιουλίου του 1974, οι ένοικοι οδηγήθηκαν στην προσφυγιά. Τότε σταμάτησε ο χρόνος. Και σήμερα ο δρόμος είναι υπό την κυριαρχία των Ηνωμένων Εθνών.
Σε αυτόν τον δρόμο ζούσε η κυρία Κατερίνα, έγκυος τότε στον έβδομο μήνα. Στην «έρημη» χώρα» της οδού Πριάμου όπου σήμερα φτάνει κανείς μόνο από ένα σημείο εισόδου. Οταν κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο, το βλέμμα της ζωντανεύει. Αναζητεί το σπίτι της. Το εντοπίζει…
«Χάος, κλάματα, πανικός»
«Ακριβώς εδώ βλέπαμε τους αλεξιπτωτιστές, πέφτανε ανά δεκάδες» λέει στο «Βήμα». «Δεν καταλάβαμε τι συμβαίνει. Φώναζαν οι γείτονες «κρυφτείτε». Τρέχουμε και με τις αδερφές μου μπαίνουμε σε ένα αυτοσχέδιο κοτέτσι, προσπαθούσαμε να παραμείνουμε ψύχραιμες μέχρι να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει. Γύρω φωνές, χάος, κλάματα, πανικός… Οι άντρες στον πόλεμο, τα γυναικόπαιδα πίσω».
Στην οδό Πριάμου, στην «κατοικήσιμη πλευρά του δρόμου», έχουν μόνο μείνει μερικοί κάτοικοι. Εφυγαν κι εκείνοι το 1974 αλλά μετά επέστρεψαν όταν διαπίστωσαν πως τα δικά τους σπίτια δεν είχαν καταληφθεί. Η κυρία Κατερίνα πλησιάζει επιφυλακτικά το σπίτι της και κοιτάζει με δισταγμό από την σπασμένη τζαμένια εξώπορτα. Βλέπει τον καθρέφτη, μια καρέκλα, σκουριασμένα έπιπλα, σημάδια βεβήλωσης και εγκατάλειψης. Βουρκώνει και γυρνάει το βλέμμα αλλού. Επειτα προχωράει προς το σημείο όπου εκείνη την ημέρα κρύφτηκαν με την αδερφή της… Σταματάει και κοιτάει. Στο μυαλό της ξυπνούν όλες οι μνήμες σαν να ήταν χθες. Σιωπηλή και με αργά βήματα βαδίζει προς τα βόρεια. Εκεί συναντά την κυρία Ειρήνη. Εμενε στο απέναντι σπίτι. Ξανακάνουν τις συστάσεις καθώς έχουν να ιδωθούν 50 χρόνια.
Η κύρια Ειρήνη με τον σύζυγό της μετοίκησαν στη Βρετανία με το ξέσπασμα του πολέμου, αφήνοντας το σπίτι τους. Ωστόσο, όταν στο πέρασμα των χρόνων είδαν ότι δεν καταλήφθηκε από τους εισβολείς, αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω. Είχαν περάσει πια δύο χρόνια. «Εμείς φύγαμε στην εισβολή, γυρίσαμε, παλέψαμε να πάρουμε πίσω το σπίτι μας – δεν το πήρανε οι Τούρκοι, τα βάλαμε με τα Ηνωμένα Εθνη που είναι απέναντι. Αυτό έγινε το 1976. Δίπλα από το σπίτι μας υπήρχε φυλάκιο δικό μας. Δεν ήταν υπό τουρκική κατοχή ούτε ακριβώς στη ζώνη των Ηνωμένων Εθνών» διηγείται.
Το σήμερα και το χθες
Καθώς διανύουμε την οδό Πριάμου, είναι σαν το σήμερα να συναντάει το χθες. Η κυρία Κατερίνα δείχνει ένα σπίτι που αναγνωρίζει: «Είναι της κυρίας Σοφίας, ο γιος της είναι αγνοούμενος και το σπίτι εγκαταλειμμένο» λέει. Ο φόβος επιστρέφει 50 χρόνια μετά, ο εφιάλτης ξυπνάει. «Μην προχωράτε πιο μέσα… Φοβάμαι… Θα μας δουν… Ισως κινδυνεύουμε… Να, εδώ σε αυτό το δωμάτιο κρυφτήκαμε… Επεφταν από παντού βόμβες από αέρος… Ηρθε και μας πήρε ένας μακρινός συγγενής, μπήκαμε 13 άτομα σε μικρό αμάξι που ήταν για δύο!» συνεχίζει καλώντας όσους βρίσκονται μαζί της να μην προχωρήσουν στη Νεκρή Ζώνη – τη ζώνη υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών. «Ελάτε πίσω, μην προχωράτε, θα μας δουν οι Τούρκοι» λέει ξανά, για να ζωντανέψει και πάλι η μνήμη: «Ηταν χαμηλοτάβανο το κοτέτσι, τρέξαμε αμέσως. Δεν ξέρω πόσα άτομα χωρέσαμε εκεί μέσα, κανείς μας δεν ήξερε τι συμβαίνει. Φοβόμουνα για το μωρό που είχα στην κοιλιά μου».
Πιο κάτω, συναντάμε τον κύριο Μιλτιάδη, που έμενε στη γειτονιά. Η κυρία Κατερίνα ξανασυστήνεται και ο κύριος Μιλτιάδης αναθαρρεί με ένα επιφώνημα ευχάριστου αιφνιδιασμού. Θυμάται και εξιστορεί… «Εμείς κρυφτήκαμε στο σπίτι, κλείσαμε τα φώτα να μη βλέπουν ότι έχει κόσμο μέσα, μετά δειλά-δειλά πήγαμε με τα πόδια στον παρακείμενο αστυνομικό σταθμό… Περάσαμε το βράδυ εκεί. Εκεί νιώθαμε μια ασφάλεια αλλά δεν μπορούσαμε να μείνουμε και την επόμενη μέρα. Ετσι γυρίσαμε στο σπίτι μας, το οποίο δεν καταλήφθηκε από τους Τούρκους. Πήραμε τα πράγματά μας και φύγαμε, το εγκαταλείψαμε. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε εκεί. Φοβόμασταν. Φύγαμε, νοικιάζαμε σε άλλες περιοχές μακριά από εδώ. Ερχόμασταν κατά καιρούς για να δούμε τι γίνεται, να δούμε αν το πήρανε τελικά το σπίτι μας. Αφού είδαμε ότι ήταν στην πλευρά που δεν πέρασε στους κατακτητές, γυρίσαμε το 1981. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου τα πήρανε τα σπίτια».
«Ζούμε με τον φόβο»
Υψώνει το χέρι του και δείχνει ένα σημείο στο απέναντι οικόπεδο. «Εκεί έκαναν χαράκωμα και περπατούσαν οι Τούρκοι. Εκεί βρισκόταν και το φυλάκιο της ΤΟΥΡΔΥΚ (σ.σ.: Τουρκική Δύναμη Κύπρου) και γι’ αυτό δεν προχώρησαν να καταλάβουν τα σπίτια μας (..). Εδώ και 43 χρόνια ζούμε με τον φόβο, αλλά εδώ είναι το σπίτι μας, εδώ είναι η περιουσία μας. Είχαμε μόλις χτίσει το σπίτι μας λίγο πριν από την εισβολή όταν αναγκαστήκαμε να φύγουμε. Οταν γυρίσαμε, το βρήκαμε σχεδόν κατεστραμμένο από τις βόμβες, το φτιάξαμε όμως πάλι σιγά σιγά».
Η ζωή των «ακριτών» συνεχίζεται με τις ίδιες εικόνες. Καθημερινά περνάνε έξω από τα σπίτια τους, στην οδό Πριάμου, αυτοκίνητα των Ηνωμένων Εθνών και κάνουν έλεγχο. «Εμείς δεν μπορούμε να περάσουμε μπροστά από την είσοδο του σπιτιού μας με το αυτοκίνητο. Μπαίνουμε από τον πίσω δρόμο. Είναι παράδοξο αυτό που ζούμε, αλλά με τα χρόνια το συνηθίσαμε».
Συγχρόνως όμως ανησυχούν για το αύριο. Τα παιδιά τους έχουν φτιάξει τις ζωές τους μακριά από την οδό Πριάμου. Οταν φύγουν οι ίδιοι, το μέρος θα εγκαταλειφθεί. Τα νέα παιδιά δεν θέλουν να μείνουν εδώ. Η κυρία Κατερίνα θέλει να γυρίσει στη νέα της ζωή, εκεί που τίποτα δεν μαρτυρά την εισβολή, την κατοχή, την καταστροφή… μέσα της όμως οι εικόνες και οι μνήμες παραμένουν ανεξίτηλες.