Επειτα από μια μακρά περίοδο «εκκωφαντικής», όπως λέει ο ίδιος, σιωπής, ο πανεπιστημιακός και διανοούμενος Κωνσταντίνος Τσουκαλάς μοιράζεται σκέψεις και συναισθήματα για την Αριστερά, τη δυστοπική «κανονικότητα» και τις «αιχμαλωσίες» της πολιτικής. «Η Αριστερά», λέει, «δεν είναι τα πρόσωπα που κάθε τόσο μοιάζουν να είναι κατώτερα των περιστάσεων».

Ποιος είναι ο πρώτος θεωρητικός που σας έρχεται στον νου ως ερμηνευτικό εργαλείο για όσα συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ;

«Σε ποιον θεωρητικό να αναφερθώ; Oλο και περισσότερο πείθομαι ότι η ιστορία προχωρά δίχως να δίνει λογαριασμό στους θεωρητικούς ερμηνευτές της. Στο βάθος, ο ανθρωπιστής Καντ, ο λογοκράτης Εγελος, ο αισιόδοξος Μαρξ και ο απαισιόδοξος Βέμπερ πίστεψαν στην αυτονομία ενός «αντικειμενικά» διιστορικού λόγου. Η αξιοπιστία όμως ενός τέτοιου λόγου έχει πλέον ανεπιστρεπτί τρωθεί. Στο μυαλό έρχονται τα λόγια ενός ποιητή, του Γ. Χ. Οντεν. «Δεν υπάρχει πια τίποτα που να είναι τόσο φριχτό ή τόσο ανόητο ώστε να μην είναι δυνατόν να συμβεί». Εχω την αίσθηση ότι η μελαγχολική αυτή διαπίστωση αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στους κόλπους όσων συμμερίζονται τις αφετηριακές αξίες της οποιασδήποτε Αριστεράς».

Υπάρχει χώρος για αυτοκριτική σε αυτή τη θεώρηση;

«Σήμερα δεινοπαθούν όσοι προσπαθούν να νοηματοδοτήσουν τον παραλογισμό που σημαδεύει τον κόσμο μας. Μέσα σε αυτή τη δυστοπία, η Αριστερά, ιστορικό προϊόν ενός ρεαλιστικού ρομαντισμού, καλείται σήμερα να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Να αρθρώσει έναν λόγο πειστικό στα επίμονα ερωτήματα που μένουν αναπάντητα: «What’s Left», «What’s Right», «What for». Οσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, η σχέση του με μια αυτοκριτική στάση μοιάζει να είναι υπέρποτε παγιδευμένη. Σαν τον Κάλιμπαν του Οσκαρ Ουάιλντ, αρνείται να κοιτάξει τον εαυτό τoυ στον καθρέφτη. Αναζητώντας αδύνατες ισορροπίες ανάμεσα σε έναν παρωχημένο ενδοσκοπικό ρομαντισμό και σε έναν ιδιοτελή μετα-πραγματισμό, χάνει την επαφή του με μια διαρκώς εξελισσόμενη πραγματικότητα».

Εστω και για πολύ σύντομο διάστημα, υπήρξατε βουλευτής Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ. Ας πάμε λοιπόν από τη θεωρία στο βίωμα…

«Ο εκ των υστέρων απολογισμός αφήνει στην πραγματικότητα δυσανάγνωστες, και εν πολλοίς ακατάτακτες, τις επιλογές μας. Η σιωπή που έχω επιλέξει να κρατήσω μέχρι τώρα είναι μια ομιλούσα σιωπή. Μια εκκωφαντική, ίσως, σιωπή. Κάθε αυτοβιογραφική αναφορά είναι και μια προδοσία της αλήθειας. Το μέλημα της προστασίας εαυτού υφέρπει σε κάθε αυτοβιογραφικό εγχείρημα. Δεν ξεφεύγεις από αυτή την παγίδα. Κουβαλώντας σήμερα το βάρος του χρόνου στους ώμους μου θα πω ότι η «πρώτη φορά Αριστερά» ήταν για μένα ένα στοίχημα. Μπορεί τώρα «η πρώτη φορά Αριστερά» να υπονομεύεται από χλεύη, ειρωνεία, ή και θυμωμένη αποστασιοποίηση, όμως εκείνη την εποχή με έφερνε σε επαφή με τη χαμένη αισιοδοξία της νεότητάς μου. «Αν δεν πιστέψεις στο εκ πρώτης όψεως αδύνατο πώς θα προσβλέψεις στην έλευση εκείνου-που-δεν-υπάρχει-ακόμα;». Mε άλλα λόγια, το βραχύ εκείνο διάστημα που διάλεξα να παραμείνω στη Βουλή, ερχόμουν ανερυθρίαστα σε επαφή με τη λογοκριμένη επιθυμία μου να ενδώσω στην πίστη μιας ουτοπίας».

Και πού χάθηκε αυτό το στοίχημα για την «κυβερνώσα Αριστερά»;

«Αρχισε να χάνεται από τη στιγμή που ο κάποτε εξωπραγματικός στόχος της εξουσίας άρχισε, δεδομένης της χρονικής συγκυρίας, να γίνεται ορατός. Ο όρος «κυβερνώσα Αριστερά» συνυφαίνεται με μια εγγενή αντίφαση. To «κυβερνάν» είναι παίγνιο εξουσίας και ως τέτοιο είναι εκτεθειμένο σε καταχρήσεις και παραλογισμούς. Η πρώτη φορά Αριστερά ενέδωσε σε μια κατώτερη των προσδοκιών, και εν πολλοίς αφελή διαχείριση μιας απροσδόκητης ανάληψης της πολιτικής εξουσίας».

Στη συνέχεια ωστόσο αυτή η Αριστερά αποδοκιμάστηκε και ως «αντιπολιτεύουσα», αν μου επιτρέπετε τον νεολογισμό…

«Η αντιπολιτεύουσα είναι ήδη μια μορφή εξουσίας εν αναμονή. Ενα είδος αναμονής μιας φαντασιακά κυβερνώσας Αριστεράς, αν μου επιτρέπετε κι έμενα έναν άλλο νεολογισμό. Με άλλα λόγια, έχω την αίσθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έμεινε αιχμάλωτος στο φάντασμα της κυβερνησιμότητας, συντηρώντας μέσα στους κόλπους του έναν εσμό ετερόκλητων ιδεολογικών πεποιθήσεων, τάσεων, επιδιώξεων, με τις μικροκομματικές ατομικές επιδιώξεις και το φάντασμα της ανακατάληψης της εξουσίας να υπονομεύει σταθερά τις όποιες ιδεολογικές της αξίες».

Δημιουργούν όλα αυτά ένα αίσθημα ματαίωσης; Εχετε την αίσθηση πως χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία για την Αριστερά ως αξιακό κώδικα και σύστημα ιδεών;

«Ενα αίσθημα ματαίωσης, θλίψης και ντροπής. Είναι στιγμές όμως που συλλογίζομαι ότι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να αφήσουμε το μέλλον σε αυτό που εξ ορισμού είναι: Aνοιχτό. Σε κάθε περίπτωση, η Αριστερά δεν είναι τα πρόσωπα που κάθε τόσο μοιάζουν να είναι κατώτερα των περιστάσεων. Δεν είναι όσοι επικαλούνται, ως μαγικό τοτέμ, το ηθικό πλεονέκτημα. Δεν είναι εργαλείο, δεν είναι εμπόρευμα προς αξιοποίηση το ηθικό πλεονέκτημα. Θα πω το αυτονόητο: Η Αριστερά είναι οι αδιάβλητες ιδέες της ισότητας και της δικαιοσύνης. Ομως αυτό δεν σημαίνει τίποτε. Ανάμεσα στην ιδέα και την πράξη πέφτουν πάντα οι σκιές, οι αδιαφάνειες και οι αμφισημίες των κινήτρων. Και χρειάζεται κόπος, μόχθος, και ανυπέρθετα αποθέματα μιας σχεδόν αδύνατης ανιδιοτέλειας για να μπορέσει η σκιά αυτή να μη γίνει βάρος, βράχος. Η μοίρα του Σίσυφου καταδιώκει τη μοίρα της Αριστεράς κάθε που πάει να σηκώσει κεφάλι από την αφάνεια και να αυτονομηθεί από τις προθέσεις των προσώπων που τη χρησιμοποιούν δίχως να την υπηρετούν».

Στον ιστορικό χρόνο πώς θα τοποθετούσατε τον ΣΥΡΙΖΑ;

«Θα τον ενέτασσα στην προσπάθεια οποιασδήποτε Αριστεράς να πείσει σήμερα για τον λόγο ύπαρξής της. Σε μια εποχή που επιβάλλει στην πολιτική εξουσία να προσαρμόζεται στις υπερ-επικρατειακές συστημικές επιταγές, οι κυβερνήσεις, ως δια-κυβερνήσεις, δεν συγχωρείται πλέον να αυθαιρετούν μεταρρυθμίζοντας κατά το δοκούν τα καλώς (ή κακώς) κείμενα. Με αποτέλεσμα την προϊούσα σύγκλιση ανάμεσα στις δημόσιες και τις ατομικές στοχοθεσίες και τη δομική διαπλοκή ανάμεσα στο γενικό συμφέρον και στις ιδιωτικές σκοπιμότητες. Οι περισσότερες μείζονες αποφάσεις λαμβάνονται πια μετά από συνεργασίες, διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους de jure κατόχους της πολιτικής ισχύος και τους de facto νομείς της χρηματοπιστωτικής εξουσίας. Με άλλα λόγια, η άσκηση της πολιτικής μοιάζει πλέον να είναι αιχμάλωτη του πολιτικού χρήματος».

Από την ισχύ του οποίου δεν θα εξαιρούσατε κανέναν;

«Ναι, ισχύει για την πολιτική σε όλες τις αποχρώσεις, συμπεριλαμβανομένης και της ριζοσπαστικής (ή μη) Αριστεράς. Φέρνω στον νου μου το μακρινό 1988 όταν για πρώτη φορά είχα επινοήσει σε ένα κείμενό μου, στο «Βήμα», τον όρο «πολιτικό χρήμα». Πρόθεσή μου ήταν να αναδείξω τις ακατάλυτες σχέσεις που εξ αντικείμενου διαπλέκουν την πολιτική εξουσία με τα οικονομικά συμφέροντα. Δεν φανταζόμουν όμως τότε πόσο αυτή η διαπίστωση θα αγκάλιαζε τα επόμενα χρόνια όλο το φάσμα του πολιτικού γίγνεσθαι, συμπεριλαμβανόμενων και εκείνων που επαγγέλλονται ανατροπές. Εκείνο όμως που με τρομάζει ακόμα περισσότερο δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή η ισχύς του πολιτικού χρήματος αλλά το γεγονός ότι η ισχύς αυτή θεωρείται πλέον αναγκαία και φυσιολογική παράμετρος μιας νέας ανεπίστρεπτης κανονικότητας».

Σε αυτή την «κανονικότητα» που περιγράφετε τι θέση έχει η Αριστερά;

«Από τη μακρά και επώδυνη εφηβεία η Αριστερά πέρασε, όχι στη βίαιη, αλλά στην εκλογικευμένη προσαρμοστική ενηλικίωση. Μιαν ενηλικίωση που συχνά εργαλειοποιείται με τη διαμεσολάβηση επιτήδειων υπερφωτισμένων ή και αόρατων μεταπρατών. Το μόνο που παραμένει ακέραιο είναι η ουτοπία ενός εν εγρηγόρσει στοχασμού που θυμίζει τη μαγική σκέψη των παιδιών, των ρομαντικών και των αλαφροΐσκιωτων».

Αν λοιπόν σας ζητούσαν να γράψετε μια «σύντομη ιστορία ενός κόμματος» με ποια φράση θα ξεκινούσατε;

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κόμμα διαφορετικό. Στα μέλη του δεν συγκαταλέγονταν δημοκόποι κι αυλικοί. Ελειπε και η πλειονότητα των βιαίως κατευνασμένων ανθρώπων. Εκείνων που αρκούνται στο να σιωπούν «μιλώντας με μάτια γυάλινα για όσα δεν βλέπουν», επειδή δεν θέλουν να τα δουν. Αλλά θα σας πω και κάτι ακόμη. Μια θελκτική, αν και επιστημολογικά σαθρή, ως μη διαψεύσιμη, επιθυμία με παροτρύνει σε μια μείζονα κατάφαση: H ελπίδα δεν υπόκειται στους νόμους του γήρατος και της περιρρέουσας παρακμής. Ακάματη και άφθαρτη, επιμένει να κρατά στους κόλπους της το μυστικό μιας αειφόρας νεότητας».