Σταν Γκρίνμπεργκ. Οι περισσότεροι ξέρουν απλώς το όνομα του, δεν είναι άνθρωπος της δημοσιότητας. Γύρω του έχει χτιστεί ένας μύθος τόσο από αυτούς που τον συμπαθούν όσο και από όσους τον μισούν, και υπάρχουν πολλοί και στις δύο κατηγορίες. Πρόκειται για τον αθέατο αμερικανό σύμβουλο στρατηγικής και αναλυτή δημοσκοπήσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος τον οδήγησε από μια μεγάλη νίκη σε έναν θρίαμβο.
Στις εκλογές του 2019 η διαφορά της ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν 8,32 μονάδες (39,85% έναντι 31,53%). Το 2023 μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης με απανωτές κρίσεις και ένα θεσμικό σκάνδαλο παρακολουθήσεων, η διαφορά της ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ αυξήθηκε στις 20,72 μονάδες (40,79% έναντι 20,07). Οι πέριξ του Μεγάρου Μαξίμου λένε ότι ο Μητσοτάκης δεν τον εμπιστεύεται απλώς. Πίνει νερό στο όνομά του ανθρώπου που στη χώρα του τον έχουν χαρακτηρίσει «Ρόμπερτ Ντε Νίρο των πολιτικών αναλυτών».
Για το εγχώριο πολιτικομιντιακό σύστημα είναι ο «αρχιτέκτονας» της νίκης, που την έχτισε τούβλο-τούβλο με τα υλικά που ξεσκαρτάριζε από τις δημοσκοπήσεις και τα focus groups (ομάδες εστίασης). Το 2019 στα δημοσιεύματα υπήρχε μόνο η σκιά του, σε αυτές τις εκλογές έγινε «ο Σταν», μια νύξη οικειότητας από την οποία δανείζονταν κύρος οι κάθε λογής μαντεψιές για το εκλογικό αποτέλεσμα.
Η πρόβλεψη και το πελατολόγιο
Τα ποσοστά που διακινούσε το Μέγαρο Μαξίμου ήταν μετριοπαθή. Η καραμέλα που πιπίλιζαν διάφοροι την τελευταία εβδομάδα πριν από τις εκλογές, όχι χωρίς δόση καχυποψίας, ήταν «ο Σταν λέει ότι η βάση της ΝΔ είναι το 36%». Ο Σταν, όμως, έβλεπε το ποσοστό της να ξεκινάει από 4, και επαληθεύτηκε στο τέλος με το 40,79% της κάλπης. Ποιος να πίστευε τη διαφορά των 20 μονάδων από τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και αν το άκουγε από το στόμα του Σταν Γκρίνμπεργκ; Ο Μητσοτάκης, όταν ρωτήθηκε πρόσφατα αν περίμενε αυτό το αποτέλεσμα, απάντησε «με το χέρι στην καρδιά απαντώ ευθαρσώς όχι».
Ο Γκρίνμπεργκ δεν είναι ένας ακόμα δημοσκόπος-αναλυτής, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, προτιμά να δηλώνει επιχειρηματίας. Είναι μια παγκόσμιας κλάσης προσωπικότητα, με εντυπωσιακό πελατολόγιο: Μπιλ Κλίντον, Αλ Γκορ, Τόνι Μπλερ, Νέλσον Μαντέλα, Εχούντ Μπαράκ και άλλοι γνωστοί ηγέτες διαφόρων χωρών, αλλά και πρόσωπα ισχύος και γαλαζοαίματοι που δεν θα μαθευτεί ποτέ ότι ζήτησαν τις συμβουλές του.
O μύθος του γεννήθηκε έπειτα από τη σαρωτική επικράτηση του Κλίντον στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, το 1993. Ηταν η πρώτη νίκη των Δημοκρατικών από το 1976, με τον μεγαλύτερο αριθμό εκλεκτόρων από 1964 επί Λίντον Τζόνσον. Μια ιστορική στιγμή που δεν άφησε ασυγκίνητο ούτε το Χόλιγουντ. Στις ταινίες «The War Room» και «The American President», ο κινηματογραφικός δημοσκόπος είναι ένας κοντός, διοπτροφόρος Εβραίος, με φουντωτά μαλλιά, εμπνευσμένος από το παρουσιαστικό του Γκρίνμπεργκ, ο οποίος είναι απορροφημένος από τα νούμερα.
Ανθρωπος των ιδεών
Ο Στάνλεϊ Μπέρναρντ Γκρίνμπεργκ, ωστόσο, δεν είναι μόνο ο άνθρωπος των αριθμών και των στατιστικών, είναι κυρίως των ιδεών. Γεννημένος τον Μάιο του 1945, ο 78χρονος σήμερα δημοσκόπος-αναλυτής πέρασε μέσα από το καμίνι της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας. Οποιος, εκτός ΗΠΑ, διάβασε το «Αμερικανικό Ειδύλλιο» του Φίλιπ Ροθ, μπορεί να καταλάβει καλύτερα ποιας τεκτονικής εποχής είναι παράγωγο.
Γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια, αλλά όταν έγινε πέντε ετών η οικογένειά του μετακόμισε στην Ουάσιγκτον, σε μια συνοικία αμιγώς μαύρων κατοίκων, με τα σημερινά δεδομένα σε ένα γκέτο, εξαιτίας των περιορισμένων οικονομικών τους. «Ούτε φανταζόμουν εκείνη την εποχή ότι αυτή η πόλη έχει και εύπορες γειτονιές, στις οποίες θα ζούσα ως ενήλικος» γράφει σε κάποιο από τα βιβλία του. Και μάλιστα ως ενήλικος με ακριβά γούστα, όπως προδίδει και η αδυναμία του για τα σπάνια κρασιά.
Τότε, ίσχυε ακόμα ο φυλετικός διαχωρισμός στα σχολεία της Ουάσιγκτον και ο Σταν φοιτούσε σε σχολείο λευκών, αλλά οι φίλοι του ήταν τα μαύρα παιδιά της γειτονιάς του, μέχρι που το Ανώτατο Δικαστήριο κατήργησε ως αντισυνταγματικό αυτόν τον ρατσιστικό νόμο και οι δύο σχολικοί πληθυσμοί αναμείχθηκαν. Ο παππούς του δαπάνησε όλα τα χρήματα της οικογένειας στην προσπάθειά του να φέρει στις ΗΠΑ από τη Ρωσία εβραίους συγγενείς και φίλους για να γλιτώσουν από τις ναζιστικές θηριωδίες.
Ο πατέρας του και ο εθελοντισμός
Ο πατέρας του ήταν ένας αυτοδίδακτος μηχανικός, που λόγω οικονομικής στενότητας παρακολούθησε μόνο το νυχτερινό σχολείο και δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει πτυχίο πανεπιστημίου. Χαρισματικός στα μαθηματικά και στις πατέντες, εργάστηκε στην American Instrument Company, η οποία κατασκεύαζε συσκευές ακριβείας για την αμυντική βιομηχανία, γεγονός που επέτρεψε στην οικογένειά του να μετακομίσει σε μια μεσοαστική γειτονιά.
Το καλοκαίρι πριν φοιτήσει στο πανεπιστήμιο, ο Γκρίνμπεργκ εργάστηκε σε ένα παράρτημα της εταιρείας που εργαζόταν ο πατέρας του στο Μέριλαντ και εκεί έγινε εθελοντής στην Εθνική Ενωση για την Πρόοδο των Εγχρωμων Ατόμων (NAACP), που τότε οργάνωνε τη μεγάλη φιλειρηνική πορεία των 250.000 λευκών και μαύρων πολιτών προς την Ουάσιγκτον, με επικεφαλής τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (28 Αυγούστου 1963).
Η πρώτη… βόλτα στον Λευκό Οίκο
Στο πανεπιστήμιο ήταν ένα πολύ δραστήριο μέλος της νεολαίας των Δημοκρατικών και συμμετείχε σε ένα συνέδριο του κόμματος, όπου γνώρισε την καλύτερη φίλη της Λούσι Τζόνσον, της μικρότερης κόρης του Λίντον Τζόνσον, του αντιπροέδρου που ορκίστηκε πρόεδρος των ΗΠΑ λίγες ώρες μετά τη δολοφονία του Τζον Κένεντι το 1963. Εκείνη η σχέση τον έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με τα ενδότερα του Λευκού Οίκου, καθώς ο τόπος συνάντησης των δύο ερωτευμένων ήταν το Σολάριουμ, μια αίθουσα στον τρίτο όροφο με εντυπωσιακή θέα στην Ουάσιγκτον, την οποία διαμόρφωσαν οι κόρες του Τζόνσον για να μελετούν και να συναντούν τους φίλους τους. Την ιστορία αυτή, τη διηγήθηκε πολλά χρόνια αργότερα στον Κλίντον, όταν περιδιάβαιναν μαζί τα δωμάτια του Λευκού Οίκου.
Ως φοιτητής συμμετείχε στις διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στο Χάρβαρντ και στο Γέιλ. Με μια ομάδα συμφοιτητών του εντάχθηκε στην καμπάνια του Ρόμπερτ Κένεντι, σε μια εποχή διχασμού, με το άστρο του γερουσιαστή Τζόζεφ Μακάρθι να ανατέλλει και μαζί του η λαίπαπα του «μακαρθισμού», ένα κυνήγι μαγισσών κατά των κομμουνιστών, που διήρκεσε μια πενταετία και καθόρισε τους ακτιβιστές της εποχής.
Στο πλαίσιο των σπουδών του ο Γκρίνμπεργκ ήρθε σε επαφή με τις μετρήσεις και τις έρευνες πεδίου, ενώ η θεωρία του Γκράμσι ότι οι εργατική τάξη αποδέχθηκε τον καπιταλισμό παρά τις ανισότητες που συνεπάγεται, διαμόρφωσε τη σκέψη του. Η ενασχόλησή του με τις μετρήσεις τον οδήγησε στις καμπάνιες Δημοκρατικών γερουσιαστών, μια εκ των οποίων ήταν η Ρόζα Ντε Λάουρο, η δεύτερη σύζυγός του, η οποία μετείχε στην αντιπροσωπεία που υποδέχθηκε τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο Κογκρέσο, πριν την ομιλία του τον Μάιο του 2022.
Η μεσαία τάξη και ο Κλίντον
Εκείνη την περίοδο ανέπτυξε την ιδέα των «Δημοκρατικών του Ρίγκαν», δηλαδή Δημοκρατικών ψηφοφόρων που ψήφιζαν τους Ρεπουμπλικάνους, επειδή ένιωθαν προδομένοι από το κόμμα τους. Το 1960 το 63% ψήφισε Κένεντι, ενώ το 1984 το 66% ψήφισε Ρίγκαν. Η κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων ανήκε στη μεσαία τάξη, που ένιωθε εγκαταλειμμένη και εξουθενωμένη, αλλά ήταν επίσης μια τάξη που δεν ανεχόταν να ζει με μηχανική υποστήριξη. Oταν ο Γκρίνμπεργκ πρότεινε σε ένα άρθρο του το αδιανόητο για εκείνη την εποχή, να εγκαταλείψει το Δημοκρατικό Κόμμα τη «δικαιωματιστική» προσέγγιση και τον «ηθικό αγνωστικισμό» του για την εργασία και την οικογένεια, δηλαδή να παλέψει για τις αξίες της μεσαίας τάξης (των «κυρ-Παντελήδων», θα λέγαμε εμείς), ο πρόεδρος του κόμματος Πολ Κιρκ τον κατέστησε περίπου persona non grata.
Στο μεταξύ, όμως, ο Γκρίνμπεργκ που απέτυχε να εκλεγεί μόνιμος καθηγητής στο Γέιλ και έστρεψε το ενδιαφέρον του στην εταιρεία δημοσκοπήσεών του, βοήθησε τον Τζο Λίμπερμαν – μετέπειτα υποψήφιο αντιπρόεδρο του Αλ Γκορ – να εκλεγεί στη Γερουσία, το 1988, απέναντι σε έναν πολύ δημοφιλή Ρεπουμπλικανό αντίπαλο και τότε κάποιοι σκέφτηκαν ότι ίσως έχει κάτι να προσφέρει. Ανάμεσά τους ήταν και ο Μπιλ Κλίντον, ο οποίος είχε διαβάσει τρεις φορές το άρθρο του Γκρίνμπεργκ και ετοιμαζόταν να διεκδικήσει την προεδρική εκλογή, έχοντας καταλήξει από μόνος του ότι ο δρόμος για την εξουσία περνούσε μέσα από την «ξεχασμένη μεσαία τάξη». Τον κάλεσε, λοιπόν, στο επιτελείο του και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Η πρόσκληση από Μητσοτάκη
Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος ότι ο Γκρίνμπεργκ, ο οποίος στην πορεία του χρόνου έχει μετατραπεί σε απόστολο της μεσαίας τάξης, βρέθηκε στο στοιχείο του όταν ο Μητσοτάκης τον κάλεσε στο επιτελείο του το 2017, σε μια Ελλάδα διχασμένη, με μια ξεζουμισμένη από την υπερφορολόγηση μεσαία τάξη.
Αυτή ωστόσο δεν ήταν η πρώτη επαφή του με τη χώρα μας. Το 2000, η Γιάννα Αγγελοπούλου ως επικεφαλής της Επιτροπής Διεκδίκησης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας αναζητούσε έναν σύμβουλο στρατηγικής και επικοινωνίας, ο οποίος να αντιλαμβάνεται το σύνθετο διεθνές παιχνίδι των «Αθανάτων» της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Ο φίλος της Τζορτζ Στεφανόπουλος, ο οποίος ήταν επίσης στενός συνεργάτης του Κλίντον, της πρότεινε τον Γκρίνμπεργκ και εκείνη, έπειτα από την πρώτη συνάντησή τους στο Λονδίνο, όπου επίσης έχει γραφεία η εταιρεία του, τον προσέλαβε ιδιωτικά και διατήρησε τη συνεργασία τους μέχρι τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι συμβουλές του ήταν πολύτιμες, ειδικά για το διεθνές σκηνικό, αν και «καρδιογραφούσε» διαρκώς και τις διαθέσεις των ελλήνων πολιτών για τη διοργάνωση. Εκείνη την εποχή κάποιοι θεωρούσαν γραφικό τον «Αμερικανό» που ήταν αφοσιωμένος στα focus groups του, τα οποία έδειχναν ότι αντίθετα με τους πολιτικούς, ο κόσμος ήθελε την Αγγελοπούλου σε έναν ρόλο που να ασχολείται με τα προβλήματά του – η ζωή, όμως, είχε τα δικά της σχέδια. Τα επόμενα χρόνια τα ζεύγη Αγγελόπουλου και Γκρίνμπεργκ κράτησαν επαφές και έκαναν κάποιες κοινές θερινές διακοπές.
Μετά την κηδεία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο Κυριάκος έπιασε συζήτηση με το ζεύγος Αγγελόπουλου και τους ανέπτυξε τον προβληματισμό του για το πώς θα κατάφερνε να φτιάξει ένα δυνατό επιτελείο. Εκείνοι του πρότειναν αμέσως τον Γκρίνμπεργκ και έτσι «ο Αμερικανός» επέστρεψε στην Ελλάδα. Δύο χρόνια μετά απέκτησε δικό του γραφείο στο Μέγαρο Μαξίμου…