Είχα την ευκαιρία την εβδομάδα που πέρασε να σχολιάσω στο tovima.gr το ρεπορτάζ του Βασίλη Λαμπρόπουλου παρομοιάζοντας ένα ένθετο στο κείμενό του «γράφημα» – της αμαρτωλής διαδρομής, του λογισμικού υποκλοπών Predator – με εκείνο το επιτραπέζιο παιχνίδι: το «Φιδάκι».

Στο «γράφημά» του, σημειωτέον, δέσποζε το όνομα του Γρηγόρη Δημητριάδη – αλλά έως εκεί.

Εδειξα λοιπόν σε λίγες γραμμές για άλλη μία φορά πώς ένα «θέμα» μπορεί να μιλά «μέσα» από τη δημοσιογραφία, «με» τη δημοσιογραφία αλλά «όχι» υποχρεωτικά ως δημοσιογραφία. Διότι παραδόξως η έρευνα του Λαμπρόπουλου είχε τη δομή μιας νουβέλας του Μπόρχες.

Αυτό όμως το «άλλο αντί άλλου», η μετατροπή δηλαδή ενός ρεπορτάζ σε λογοτέχνημα, είναι νομίζω το ίδιον των καλών δημοσιογράφων: το θέμα τους γίνεται θέμα της ιδιω(μα)τικής γραφής τους. Μια απόδειξη της ικανότητάς τους ώστε να άπτονται του «θέματος» υποσκελίζοντάς το, προτείνοντας στον αναγνώστη να συνδέσει μόνος τα βασικά σημεία του, να μηχανευτεί και να κατανοήσει εκ νέου τα βαθύτερα αίτια πίσω από το θέμα, ανάλογα με την περιπλοκή της γραφής του άρθρου που διαβάζει και το θάρρος του δημοσιογράφου να τα πει.

Αλλιώς η δημοσιογραφική πληροφορία περί του «θέματος» σκανδαλίζει μεν αλλά δεν αναδεικνύει τον τρόπο που συνδέει το «θέμα» με την κοινωνία ως θέμα και ως πολιτικό πρόβλημα.

Αυτά για τις αναγνώσεις εκ του σύνεγγυς, όπως λένε οι φιλόλογοι.

Διότι συμβαίνει και η δημοσιογραφία, εκτός όλων των άλλων, να είναι «θέμα» φιλολογικό.

Ακόμη περισσότερο, λογοτεχνικό, όπου η γλώσσα πλέον και όχι η είδηση κομίζει τη δική της αλήθεια, με εκείνη τη ρητορική περιπλοκή που παράγει είδηση από μόνη της.

Εξού όχι τόσο οι Σχολές Δημοσιογραφίας στα πανεπιστήμια όσο οι καλοί δημοσιογράφοι ως Σχολές – παλαιότερα, στο «μάρμαρο», τώρα μπροστά στην οθόνη τους αλλά όχι πίσω.

Θα ακούσω πάλι την ένσταση: «Σε ποιον απευθύνεται ένα δύσκολο κείμενο;».

Απευθύνεται στη μοίρα του κειμένου, στην περιπλάνησή του και όχι στον εκ των προτέρων προσδιορισμένο παραλήπτη του -που όταν υπάρχει, ξέρει και δεν χρειάζεται να διαβάσει το δημοσίευμα που συνήθως τον αφορά. Και τότε μεταξύ της περιπλάνησης του κειμένου και του αναγνώστη που θεωρεί τον εαυτό του «αναγνώστη», το καυτό «θέμα» του ρεπορτάζ του Λαμπρόπουλου προχθές περί των υποκλοπών βγαίνει από τα εισαγωγικά του και θεματίζει άστικτο πλέον το ήθος του συντάκτη του.

Αλλά πρέπει πρώτα ο διαμαρτυρόμενος αναγνώστης να έχει ομολογήσει πίστη στη γραφή. Να έχει γράψει ο ίδιος και να έχει καταγράψει τα απίδια που βάζει ο σάκος όσων γνωρίζουν από τα μέσα τη δουλειά: να ονομάζουν εκτός από τα πρόσωπα και τον νόμο της γλώσσας.

Ο Λέων Καραπαναγιώτης μού είχε πει μετά το μάθημά του δημοσιογραφίας που παρέδιδε καλεσμένος στο Πάντειο σε εκείνο το ποντιακό σουβλατζίδικο πίσω από το κτίριο: «Δεν γίνεσαι ψήστης, γεννιέσαι».

Εγώ εφάρμοσα το αντίθετο θέτοντας στον εαυτό μου το ερώτημα αν ο σχολιασμός της επικαιρότητας μέρα με τη μέρα συμβιβάζεται με το ύφος που αποτελεί οντότητα από την οποία προέρχεται η επικαιρότητα αυτή. Πράγμα που με υποχρεώνει εμμονικά – μέρα με τη μέρα – να θέτω τα κείμενά μου υπό την αιγίδα του ερωτήματος περί ύφους, αφήνοντας το «περί ύψους» στον Λογγίνο.