Εχει περάσει μισή ώρα από τα μεσάνυχτα. Ο Αλέξανδρος Κιτροέφ δεν ενδιαφέρεται πολύ για το περασμένο της ώρας καθώς έχει έρθει σκοπίμως αργά στο Tom’s Diner του Μανχάταν, με στόχο να μιλήσει στους Ελληνες ιδιοκτήτες του.
Το εστιατόριο της οικογένειας Ζούλη απο την Κάσο είναι γνωστό στους πάντες στην περιοχή από την πασίγνωστη τηλεοπτική σειρά «Seinfeld», οπότε είναι καλύτερα, εάν θέλεις να μιλήσεις ήρεμα με τους ιδιοκτήτες του, να επιλέξεις τις ώρες κατά τις οποίες η ένταση μειώνεται. Ο ιστορικός και ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου κάθεται ήδη στον πάγκο του μπαρ, βγάζει το μπλοκ του και ετοιμάζεται να πάρει συνέντευξη από τους δυο κασιώτες άνδρες για τις ανάγκες του νέου βιβλίου του.
Εκείνη τη στιγμή χτυπάει δυνατά το γυάλινο τζάμι του μαγαζιού. Ενας ψηλός, άστεγος μαύρος, μια χαρακτηριστική ψηλή φιγούρα, από εκείνους που φορούν δυο παλτό για να προστατευτούν από το κρύο, στέκεται έξω από το μαγαζί. Παρότι ο ίδιος ξαφνιάζεται (και μάλλον αναρωτιέται «τι είναι, ένα επόμενο επεισόδιο από το «Seinfeld»;») ο ένας εκ των ιδιοκτητών τού ανοίγει την πόρτα, φέρνει μέσα τον άνδρα, του δίνει μια θέση σε ένα τραπέζι και του σερβίρει σούπα χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη.
«Το αφεντικό μου με είχε μάθει καμιά δεκαριά λέξεις, αλλά βασικά ήξερα το μενού. Πήγαινε ο πελάτης να μου πιάσει κουβέντα, γρι δεν καταλάβαινα, χαμογελούσα και έκανα πως βιαζόμουνα. Σιγά-σιγά έμαθα και τα αγγλικά κουτσά-στραβά» – Ελληνας Εστιατορας από τη Νέα Υόρκη
«Την επομένη το πρωί, στη συνάντηση alumni (συνάντηση αποφοίτων) του Πανεπιστημίου Columbia που γίνεται δίπλα στο ίδιο μαγαζί, ο έλληνας ιδιοκτήτης του Tom’s Diner χαιρετάει σχεδόν τους πάντες, τους χτυπάει με τον ίδιο τρόπο στον ώμο. Τον ρώτησα πώς τους ήξερε όλους αυτούς και αυτός χαμογέλασε εγκάρδια λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο…». Ο κ. Κιτροέφ διηγείται καθισμένος πλέον σε ένα «ελληνικό» καφέ στο Παγκράτι και αναλύοντας τα αποτελέσματα της έρευνάς του για τους Ελληνες και τα εστιατόριά τους στην Αμερική. Ισως λιγότερο… ελληνικό, καθώς στην αμερικανική γη έχει διατηρηθεί εκείνο το είδος της ζεστασιάς, της φιλοξενίας και της «ελληνικότητας» που δεν συναντάς πια στη χώρα μας.
Στο συμπέρασμα αυτό, ο ομότιμος καθηγητής Ιστορίας στο Haverford της Φιλαδέλφειας χαμογελάει. «Δεν ξέρω αν είναι χαραγμένο στο DNA μας το γονίδιο της φιλοξενίας όπως πιστεύουμε, ίσως μάλιστα όχι» λέει. «Ακούμε ότι οι αρχαίοι Ελληνες ήταν φιλόξενοι, ότι η Καινή Διαθήκη μιλάει για τη φιλοξενία, ο Καζαντζάκης μιλάει για τη φιλοξενία, οπότε το πιστεύουμε ότι έτσι πρέπει να είμαστε». «Κάτι σαν το brand μας» σχολιάζω για να τον προκαλέσω, ωστόσο ανταπαντάει πολύ φυσικά «ναι, μπορείς να το πεις έτσι…».
«Η επιτυχία των Ελλήνων σε αυτόν τον τομέα οφείλεται στο ότι κατάφεραν να δώσουν μια διάσταση ζεστασιάς και κοινωνικότητας σε έναν τύπο εστιατορίου που έχει σαν βασικό σκοπό την ταχεία εξυπηρέτηση»
Εβραίοι, Ιρλανδοί, Ελληνες
Οι λέξεις «Greeks» και «diners» έγιναν συνώνυμες το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, εξηγεί ο ιστορικός, όταν πολλοί Ελληνες άρχισαν να τα αγοράζουν από εβραίους ή ιρλανδούς ιδιοκτήτες που είχαν βγάλει αρκετά χρήματα και δεν είχαν πια όρεξη για τη σκληρή δουλειά που απαιτούσαν αυτά τα εστιατόρια. Πολλά έμεναν ανοικτά όλο το 24ωρο. Ηταν δουλειά που δεν απαιτούσε γνώσεις αγγλικών πέρα από το μενού και αρκούσαν τα μέλη μιας οικογένειας για να στελεχώσουν τις βασικές θέσεις εργασίας: ο πατέρας στην κουζίνα, η μητέρα στο ταμείο, τα παιδιά σερβιτόροι.
Η ταύτιση των Ελληνοαμερικανών με το φαγητό έδωσε τροφή σε ανέκδοτα όπως «Τι κάνει ένας Ελληνας όταν συναντά έναν άλλον Ελληνα στην Αμερική; Μα, ανοίγουν εστιατόριο!»
Ετσι, από τη δεκαετία του 1950 και πέρα, όταν ξανάρχισε σιγά-σιγά η μετανάστευση από τη χώρα μας, οι Ελληνες συνέδεσαν το όνομά τους και τη φήμη τους με τον πιο χαρακτηριστικό τύπο εστιατορίου στην Αμερική, το diner ή «ντάινα» όπως τη λένε οι ίδιοι. Το diner δημιουργήθηκε για να ανταποκριθεί στις ανάγκες των χιλιάδων εργατών και υπαλλήλων στα εργοστάσια και στις επιχειρήσεις σε μια εποχή αλματώδους οικονομικής ακμής των ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα.
Αλλά στη συνέχεια, όπως εξηγεί ο κ. Κιτροέφ, έγινε θεσμός, κάτι σαν το ταβερνάκι της γειτονιάς στην Ελλάδα. Παρείχε ταχεία εξυπηρέτηση προσφέροντας μεγάλη ποικιλία πιάτων με ιδιαίτερη έμφαση στο κλασικό αμερικανικό πρωινό με αβγά, μπέικον, λουκάνικα και τηγανίτες. Η εσωτερική του διαρρύθμιση ήταν λειτουργική και θύμιζε βαγόνι τρένου με ένα μακρύ πάγκο με σκαμνιά μπροστά στην κουζίνα για τους πελάτες που ήταν μόνοι και από πίσω στερεωμένες θέσεις όπου παρέες πελατών κάθονταν αντικριστά σε τραπέζια δίπλα στο παράθυρο.
Οι «πιατάδες» που εξελίχθηκαν
Οι πρώτες γενιές Ελλήνων μεταναστών ήρθαν στην Αμερική 1890-1920 και στράφηκαν αμέσως στα εστιατόρια, εξηγεί ο κ. Κιτροέφ. «Η κουζίνα είναι αλήθεια μας χαρακτηρίζει ως λαό. Δεν μπορώ να το ερμηνεύσω πως. Ωστόσο οι Έλληνες ενσωματώθηκαν. Δεν πούλησαν υποχρεωτικά το δικό τους φαγητό, που δεν ήταν τόσο γνωστό στη χώρα. Δέχτηκαν την επιρροή της χώρας. Άλλοι λαοί για παράδειγμα δεν λειτούργησαν έτσι όπως οι Ιταλοί και οι Κινέζοι, οι οποίοι έμειναν τελικά στη χώρα με την δική τους κουζίνα».
Ο κ. Κιτροέφ θυμάται ότι την ιδέα για την έρευνα του την έδωσε ένας αμερικανός γερουσιαστής που είχε αυθόρμητα απαντήσει σε σχετική ερώτησή του με τη φράση: «Δεν ξέρω τίποτα για την Ελλάδα, εκτός από το εστιατόριο ενός έλληνα ψηφοφόρου μου, στο οποίο πηγαίνω συχνά…». Οπως λέει ο ίδιος, στις αρχές της εγκατάστασής τους στην Αμερική, οι Ελληνες ξεκίνησαν ως «πιατάδες» στις κουζίνες εστιατορίων μέχρι που έγιναν ιδιοκτήτες ή σεφ και σήμερα έφτασαν να φτιάχνουν πανάκριβα εστιατόρια ελληνικής κουζίνας στο Μανχάταν. Αυτή η ταύτιση των Ελληνοαμερικανών με το φαγητό έδωσε τροφή σε ανέκδοτα όπως «Τι κάνει ένας Ελληνας όταν συναντά έναν άλλον Ελληνα στην Αμερική; Μα, ανοίγουν εστιατόριο!».
Πάντως, η ενασχόληση των Ελλήνων με τα εστιατόρια στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν και παραμένει πολύμορφη και με πολλές αλλαγές μέχρι σήμερα. Αρχικά, οι πρώτοι μετανάστες άνοιξαν μικρά εστιατόρια ή μαγειρεία για να εξυπηρετήσουν τους συμπατριώτες τους. Πολύ γρήγορα όμως επεκτάθηκαν στο να προετοιμάζουν βασικά πιάτα της αμερικανικής κουζίνας προσελκύοντας μετανάστες από άλλες χώρες και αμερικανούς πελάτες.
Δουλειά και αποταμίευση
Και πώς ζούσαν οι ίδιοι; Δούλευαν και αποταμίευαν. Η οικογένεια των Κασιωτών που έχει το Tom’s Diner δουλεύει όλη την ημέρα, οι νέοι όταν φεύγουν από το μαγαζί πηγαίνουν στη Λέσχη Κασιωτών, που, όπως εξηγεί ο κ. Κιτροέφ, είναι πολύ ψηλά, στην 230ή οδό της Νέας Υόρκης, και εκεί παίζουν μανιωδώς χαρτιά, έχοντας στο μυαλό τους ότι μια μέρα θα γυρίσουν στο νησί τους να μείνουν για πάντα εκεί και να καλλιεργούν τα χωράφια τους. «Μου εξήγησαν ότι αυτά τα παιδιά δεν είχαν τίποτα» λέει ο ίδιος. «Σπίτι, δουλειά 10-12 ώρες και μετά πάνε στη χαρτοπαικτική λέσχη. Δεν βγαίνουν, ούτε συμμετέχουν στην κοινωνική ή πολιτιστική ζωή της πόλης. Φυσικά, δεν είναι όλοι έτσι».
Γιατί όμως ένας ειδικός στη μελέτη της εθνικής ταυτότητας ασχολήθηκε με αυτό το θέμα; «Μου αρέσει η κοινωνική ιστορία και κουράστηκα με την ελίτ» απαντάει με φυσικότητα. Αφού έκανε σειρά μελετών για τους Ελληνες στην Αίγυπτο, την Ορθόδοξη Εκκλησία, την δημιουργία της Αμερικανικής Ενωσης ΑΧΕΠΑ, αποφάσισε να γυρίσει στις «ρίζες» του έθνους.
Το diner των Δίδυμων Πύργων
«Η πιο εντυπωσιακή ιστορία ποια ήταν;» τον ρωτάω. «Του Κρις Παναγιώτου» απαντάει ακαριαία. Εξηγεί ότι ο πατέρας του Κρις Παναγιώτου και ο συνέταιρός του είχαν ένα diner πολύ κοντά στους Δίδυμους Πύργους. Οταν οι Πύργοι έπεσαν, εκτός των άλλων τραγικών συνεπειών της τρομοκρατικής επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, σηκώθηκε πυκνή σκόνη που επιβάρυνε πολύ την περιοχή με αποτέλεσμα η ατμόσφαιρα να είναι εξαιρετικά ανθυγιεινή και η σύσταση να είναι να μην την πλησιάζουν οι κάτοικοι πολλές ώρες. Οι δύο άνδρες όμως πήγαιναν στη δουλειά τους καθημερινά γιατί μόλις είχαν ανοίξει το εστιατόριό τους. Οι πνεύμονές τους έτσι είχαν σημαντικά επιβαρυνθεί με αποτέλεσμα, όταν ήρθε η πανδημία της COVID, να πάθουν και οι δυο πνευμονία και να πεθάνουν.
Ηταν δουλειά που δεν απαιτούσε γνώσεις αγγλικών πέρα από το μενού και αρκούσαν τα μέλη μιας οικογένειας για να στελεχώσουν τις βασικές θέσεις εργασίας
Ο Κρις Παναγιώτου στενοχωρήθηκε και έκλεισε το εστιατόριο. Ωστόσο, όπως διηγείται ο κ. Κιτροέφ, την περίοδο που ακολούθησε δημιουργήθηκαν τα κινήματα Black Lives Matter και ΜeToo. Φίλοι τού συνέστησαν να πάει να ασφαλίσει την είσοδο του εστιατορίου, καθώς στην περιοχή γίνονταν διαδηλώσεις καθημερινά και μπορούσε να σπάσει η πρόσοψή του.
«Οταν έφτασε έξω από το κλειστό εστιατόριό του, στο οποίο είχε αρκετές μέρες να πάει, ο Κρις Παναγιώτου βρήκε την πόρτα του γεμάτη από σημειώματα, αφιερώσεις και μπουκέτα με λουλούδια αφημένα στη μνήμη του πατέρα του. Ολα έλεγαν τι θαυμάσιος άνθρωπος ήταν, πόσο είχε βοηθήσει τους ανθρώπους στην περιοχή, έμοιαζε σαν τόπος θρησκευτικής κατάνυξης… Μάλιστα είχαν γράψει με κόκκινα γράμματα το όνομά του στο κυκλικό κομμάτι του πεζοδρομίου έξω από το εστιατόριο». Φυσικά αποφάσισε να ξανανοίξει το εστιατόριο, το οποίο και λειτουργεί ως σήμερα.
Οπότε ποια είναι η εικόνα που έχουν σήμερα οι Αμερικανοί για τους Ελληνες;
«Μια πάρα πολύ καλή εικόνα. Εχουμε πάρα πολύ καλή φήμη ως λαός. Φυσικά παλαιότερα υπήρχαν διακρίσεις. Αλλά όλα αυτά σταμάτησαν μετά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και πλέον έχουμε μια εξαιρετική φήμη. Οτι πήγαμε καλά!».
Και ποια είναι τελικά η συνταγή για να πας καλά;
«Στην περίπτωση των Ελλήνων, ενσωμάτωση και σκληρή δουλειά. Δεν είναι όπως, και εδώ θα χρησιμοποιήσω το παράδειγμα της Αιγύπτου, όπου έβλεπες τη διαφορά με τους πολίτες της Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, οι οποίοι ήξεραν πως ό,τι και να γίνει είχαν πίσω τους μια αυτοκρατορία να τους στηρίξει. Οι Ελληνες στο εξωτερικό είχαν μάθει να στηρίζονται στα πόδια τους, να τα βρίσκουν με τους ντόπιους και να δουλεύουν πολύ. Δουλειά, στερήσεις και φοβερή αποταμίευση. Οι πρώτες γενιές θυσιάστηκαν για τις επόμενες».
Ετσι, για πολλές ελληνοαμερικανικές οικογένειες η ιδιοκτησία ενός diner ήταν το πρώτο βήμα για την κατάκτηση του αμερικανικού ονείρου. Οπως το εστιατόριο ήταν το «πλατύσκαλο» στη κλίμακα της κοινωνικής ανόδου των Ελλήνων, για τους μετανάστες της μεταπολεμικής περιόδου η «ντάινα» έγινε ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνικής ανόδου των παιδιών τους.
Ανάμεσα στα παιδιά αυτών των ιδιοκτητών που μεγαλούργησαν είναι ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Σπύρο Αγκνιου, ο γερουσιαστής Πωλ Σαρμπάνης, ο πρώην επικεφαλής της CIA Τζορτζ Τένετ, o υπουργός Εμπορίου επί προεδρίας Νίξον, Πίτερ Πίτερσον, ο συγγραφέας Τζορτζ Πελεκάνος και η ηθοποιός Τζένιφερ Ανιστον.
«Φτάνεις στην Αμερική και έχεις την πλάτη στον τοίχο… πού να γυρίσεις; Στο χωριό σου; Δεν υπήρχε δουλειά εκεί. Εδώ έβλεπες πως μπορούσες να μάθεις, βλέπαμε τους παλιότερους που είχαν ξεκινήσει στα πιάτα ή σερβιτόροι και φτάνανε να ανοίξουν το δικό τους μαγαζί» – Ιδιοκτήτης στη Βοστώνη
Πού καταλήγει αυτή η έρευνα;
«Στο ότι ο Ελληνας στο εξωτερικό δουλεύει με έναν τρόπο που δεν δουλεύει στην Ελλάδα. Στη χώρα μας δεν υπάρχουν αντίστοιχοι κανόνες ή κίνητρα, ενώ βασιλεύει η γραφειοκρατία. Ποιος ξεκινάει από πιατάς στην Ελλάδα για να φτάσει εδώ να ανοίξει μετά από κάποια χρόνια δικό του εστιατόριο; Οι ίδιοι οι Ελληνες αυτών των εστιατορίων στην ερώτηση που τους έκανα και εγώ απαντούν «δουλέψαμε πολύ, πιστεύαμε στην οικογένεια και στη θρησκεία μας, αυτή η χώρα μας έδωσε ευκαιρίες, είναι η καλύτερη χώρα στον κόσμο»».
Και σήμερα;
«Σήμερα βέβαια έχουν αλλάξει πολλά. Τα παιδιά των οικογενειών αυτών σπούδασαν, έχουν ενταχθεί στη λεγόμενη μέση τάξη, άλλαξαν περιοχές, εγκατέλειψαν τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Οι εργάτες και οι αριστεροί έχουν πια σχεδόν εκλείψει…».
Ετσι, πλέον, σταδιακά μειώνονται τα diners ελληνικής ιδιοκτησίας. Ηδη από τη δεκαετία του 1990 εκτός από τα McDonalds και τις πιτσαρίες τα diners αντιμετωπίζουν νέους ανταγωνιστές, τις αλυσίδες εστίασης όπως τα Le Pain Quotidien και τα Taco Bell. Η άνοδος στην αξία ακινήτων κάνει συμφέρουσα την πώληση για τους ιδιοκτήτες. Από την άλλη, όσοι «νταϊνεράδες» νοικιάζουν αντιμετωπίζουν αυξήσεις στο ενοικιαστήριο, εξηγεί ο ίδιος.
Και πιο σημαντικό είναι πως η νέα γενιά, που έχει τη δυνατότητα να σπουδάσει χάρη στη σκληρή δουλειά των γονιών, προτιμά επαγγέλματα με λιγότερο εντατική εργασία. Παραμένει όμως ακόμη και σήμερα ένας μεγάλος αριθμός diners στα χέρια Ελλήνων, πολλά παιδιά ιδιοκτητών έχουν αναλάβει τον εκσυγχρονισμό τους με πρωτοβουλίες όπως οι αλλαγές στο μενού ή η αναβάθμιση του εσωτερικού ντεκόρ.
Διηγήσεις της πόλης
«Έμαθα πολλά από τις συζητήσεις που έκανα με τους ιδιοκτήτες των diners» λέει ο κ. Κιτροέφ. Και θυμάται:
«Που αλλού να έπιανα δουλειά» μου είπε ένας στη Νέα Υόρκη, «δεν ήξερα τη γλώσσα, τίποτα δεν ήξερα, είχα έρθει από ένα χωριό πάνω στο βουνό στη Κεφαλονιά όπου δούλευα στα χωράφια… βρήκαν έναν από το νησί μου που είχε diner και με πήρε…άρχισα να πλένω πιάτα αλλά σε αυτά τα μαγαζιά μπορούσες σιγά σιγά να ανέβεις, μετά καθάριζα τα τραπέζια, μετά έγινα σερβιτόρος. Το αφεντικό μου είχε μάθει καμμιά δεκαριά λέξεις, αλλά βασικά ήξερα το μενού. Πήγαινε ο πελάτης να μου πιάσει κουβέντα, γρι δε καταλάβαινα, χαμογελούσα και έκανα πως βιαζόμουνα. Σιγά – σιγά έμαθα και τα αγγλικά κουτσά στραβά και έμαθα να κάνω τις δουλειές εκεί μέσα με περισσότερα λεφτά, μάγειρας για τα αυγά και τα άλλα για το μπρέκφαστ, και μετά μάγειρας κανονικός».
Η φύση της δουλειάς και τα ωράρια έκαναν την εργασία εξαντλητική. Και όμως δεν το έβαζαν κάτω, παρά τη μεγάλη κούραση.
«Ναι δουλεύαμε σκληρά» μου είπε ένας ιδιοκτήτης στη Βοστώνη, και αυτός από τη Πελοπόννησο, «αλλά δεν είχαμε άλλη επιλογή. Φτάνεις στην Αμερική και έχεις τη πλάτη στο τοίχο.. που να γυρίσεις; Στο χωριό σου; Δεν υπήρχε δουλειά εκεί. Εδώ έβλεπες πως μπορούσες να μάθεις, βλέπαμε τους παλιότερους που είχαν ξεκινήσει στα πιάτα η σερβιτόροι και φτάνανε να ανοίξουν το δικό τους μαγαζί. Σου δίνει ευκαιρίες αυτή η χώρα αλλά πρέπει να δουλέψεις».
Ακόμη και οι ιδιοκτήτες, συχνά συνέταιροι, δούλευαν όσο σκληρά το προσωπικό. Ρώτησα για τα ωράρια των ιδιοκτητών. «Ωράριο; Ποιο ωράριο φίλε μου. Πετάς το ρολόι. Δεν έχει ξεκούραση. Και μάνατζερ να έχω, άμα σπάσει σωλήνας η γίνει κάποια άλλη δουλειά και είμαι σπίτι, έμενα θα πάρουν τηλέφωνο.
Η ζεστασιά και το καλαμπούρι
Ξεκάθαρα ωστόσο, λέει ο κ. Κιτροέφ, η επιτυχία των Ελλήνων σε αυτόν τον τομέα οφείλεται στο ότι κατάφεραν να δώσουν μια διάσταση ζεστασιάς και κοινωνικότητας σε έναν τύπο εστιατορίου που έχει σαν βασικό σκοπό την ταχεία εξυπηρέτηση. Ενώ πάντοτε υπάρχει η ανάγκη «να αδειάζουν» τα τραπέζια για να ανανεώνεται η πελατεία, ο έλληνας ιδιοκτήτης, μεγαλωμένος σε κωμοπόλεις ή χωριά της επαρχίας ή σε νησί, δεν μπορεί παρά να συμπεριφερθεί όπως κάνουν στην Ελλάδα στα ταβερνάκια με ένα καλωσόρισμα, ένα καλαμπούρι, ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη.
Στο σινεμά και στην τηλεόραση
Τέλος, ένας άλλος λόγος για τον οποίο δεν θα ξεχαστεί εύκολα η ταύτιση των Ελλήνων με αυτού του είδους τα εστιατόρια είναι πως σε πολλές ταινίες του Χόλιγουντ καθώς και σειρές της τηλεόρασης υπάρχουν σκηνές σε diner και κάποια από αυτά είναι ελληνικής ιδιοκτησίας: το Hector’s Diner του Danny (Διονύση) Μάνεση σε σκηνές του «Taxi Driver» του Μάρτιν Σκορσέζε, το Jackson Hole Diner των αδελφών Τζίμη και Κρις Μεσκούρη όπου γυρίστηκε σκηνή της γκανγκστερικής ταινίας «Good Fellas».
Oσο για την οικογένεια Ζούλη και το Tom’s Diner, η τραγουδίστρια Suzanne Vega έχει γράψει τραγούδι με τίτλο «Tom’s Diner» αφιερωμένο σε αυτό το εστιατόριο. Η σειρά «Saturday Night Live» είχε σκετς παιγμένα σε ένα μυθιστορηματικό diner με ονομασία Olympia Restaurant. Ηταν βασισμένο πάνω σε γνωστό κατάστημα στο Σικάγο, ιδιοκτησία της οικογένειας Σιάνη που μετανάστευσε στην Αμερική από την ορεινή Αρκαδία. Τον ιδιοκτήτη έπαιζε ο γνωστός αμερικανός ηθοποιός John Belushi.