Να πάρουμε τη μεγάλη εικόνα. Εκείνη με τους αριθμούς που δεν λένε ψέματα.
Την εβδομάδα που μας πέρασε, οι εμβολιασμένοι καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στη χώρα μας (μία, δύο ή/και τρεις δόσεις) έφτασαν τα 7,2 εκατομμύρια.
Είναι το 67,3% του συνολικού πληθυσμού ή το 76,9% των ενηλίκων.
Πρώτο συμπέρασμα. Το εμβολιαστικό πρόγραμμα έχει καταφανώς επιτύχει μια πολύ υψηλή επίδοση. Αυτό τιμά και όσους το οργάνωσαν και όσους έσπευσαν να εμβολιαστούν.
Αλλά όπως φαίνεται η επίδοση αυτή δεν είναι αρκετή. Διότι την ίδια στιγμή υπολογίζεται ότι έχουμε περίπου 1,8 εκατομμύρια ανεμβολίαστους ενηλίκους. Από τους οποίους οι 490.000 είναι άνω των 60 ετών, συνεπώς πιο ευάλωτοι.
Δεν είναι λίγοι. Μιλάμε για το 20-23% των ενηλίκων. Είναι μια ισχυρή μειοψηφία αλλά πάντως μειοψηφία.
Αυτό το ποσοστό καταγράφουν λίγο ή πολύ όλες οι δημοσκοπήσεις. Με μία διευκρίνιση: ότι καταγράφουν επίσης πως ένα 9-12% από τους ανεμβολίαστους ενηλίκους δηλώνει ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να εμβολιαστεί.
Θα λέγαμε ότι αυτός είναι ο σκληρός πυρήνας των «αρνητών» ή των «αντιεμβολιαστών». Δεν ξέρω αν είναι βλακεία, πείσμα ή και τα δύο.
Αυτοί οι αριθμοί περιγράφουν ταυτοχρόνως και έναν νέο διχασμό. Δεν ξαφνιάζει: οι διχασμοί στην Ελλάδα είναι κάτι σαν εθνικό σπορ.
Αλλά με μία διαφορά. Στους παλαιότερους διχασμούς μπορούσες να είσαι φανατικός βασιλόφρων, κομμουνιστής ή ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης τους φρονήματός σου σε όσους δεν το συμμερίζονταν.
Στην περίπτωση της πανδημίας, ο κορωνοϊός μεταδίδεται και κάνει κακό.
Θα μπορούσαμε να μείνουμε σε αυτές τις παρατηρήσεις αν ο νέος διχασμός δεν είχε πάρει πολιτικά χαρακτηριστικά.
Τα απέκτησε όταν η αντιπολίτευση διαπίστωσε πως η διαχείριση της πανδημίας λειτουργεί υπέρ της κυβέρνησης. Αποφάσισε λοιπόν να αντιπολιτευτεί την πανδημία, άρα και τη διαχείρισή της.
Αλλοτε δεν υπήρχαν εμβόλια, άλλοτε λείπουν οι ΜΕΘ, άλλοτε συντάσσονται με κάτι ανεκδιήγητους συνδικαλιστές που χρησιμοποιούν την πανδημία υπέρ των διεκδικήσεών τους, άλλοτε φταίει η κυβέρνηση για εκείνους που δεν εμβολιάζονται, άλλοτε θέλουν κι άλλοτε δεν θέλουν περιοριστικά μέτρα.
Ακόμη και στο επίπεδο της οικονομίας είχαν προαναγγείλει μια καταστροφή που δεν ήλθε, ούτε φαίνεται στον ορίζοντα.
Εχουν καταφανώς ποντάρει στην κοινωνική τραγωδία. Και όσο καθυστερεί ή όσο δεν προκύπτει, καταλαμβάνονται από ένα είδος πεισματικής παράκρουσης.
Στα αναγνώσματα των ημερών θα συνιστούσα την ανεπανάληπτη «ανοιχτή επιστολή καταπέλτη του Γιάνη Βαρουφάκη στον Πρωθυπουργό». Σε άλλη εκδοχή θα ήταν και νούμερο στο «Δελφινάριο».
Ετσι είναι όμως η δημοκρατία. Η αντιπολίτευση έκανε μια πολιτική επιλογή. Διάλεξε στρατόπεδο στον νέο διχασμό.
Μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί αλλά ήταν δικαίωμά της και απομένει να δούμε πού θα την οδηγήσει στον εκλογικό ορίζοντα.
Αυτό όμως που μάλλον δεν έχει υπολογίσει είναι η μεγάλη εικόνα. Οι αριθμοί.
Το 77% των ενήλικων εμβολιασμένων όχι μόνο επέλεξε και αυτό στρατόπεδο αλλά νομίμως διεκδικεί την προστασία του από εκείνους που απειλούν την υγεία και την κανονικότητα της ζωής του.
Μόνο που σε αυτή τη διεκδίκηση η αντιπολίτευση έχει αφήσει μόνο υπερασπιστή την κυβέρνηση.
Δεν ξέρω αν είναι σοφό. Από όσο γνωρίζω ποτέ στη δημοκρατία δεν κέρδισε κανείς με τα ¾ των ανθρώπων απέναντί του.
Και υποψιάζομαι πως ούτε τώρα είναι εύκολο να συμβεί.
Και όμως χρειάζεται!
Δεν ξέρω ποιοι θα βγουν ή δεν θα βγουν σήμερα στο ΠαΣοΚ – για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους…
Τα προγνωστικά είναι παρακινδυνευμένα σε ένα απροσδιόριστο εκλογικό σώμα και με τρεις υποψηφίους να διεκδικούν την είσοδο στον β΄ γύρο.
Το βέβαιο είναι πως ό,τι κι αν συμβεί, το ΠαΣοΚ χρειάζεται. Οχι για το παρελθόν, αλλά για το παρόν και το μέλλον. Οχι ένα ΠαΣοΚ μνημόσυνο ή επιτάφιος, αλλά ένα ΠαΣοΚ στην πρώτη γραμμή της πολιτικής.
Μόνο που για να χρειάζεται πραγματικά θα πρέπει πρώτα οι ίδιοι να αποφασίσουν ότι χρειάζεται. Κι αυτό καλείται να δείξει η σημερινή ψηφοφορία.
Τα Χριστούγεννα της Κομισιόν
Η επίτροπος ισότητας της Κομισιόν Ελενα Ντάλι (εκ Μάλτας) πήγε βλακωδώς να μας κόψει τα Χριστούγεννα.
Τέλη Δεκεμβρίου έδωσε με ένα έγγραφο τριάντα (!) σελίδων μια σειρά από «οδηγίες ισότητας» στη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Για παράδειγμα, να μην λένε «Κυρίες και Κύριοι», ούτε «Κυρίες και Δεσποινίδες», αλλά «αγαπητοί συνάδελφοι».
Η επίτροπος υπενθύμισε ότι η ευρωπαϊκή διοίκηση είναι θρησκευτικά και φυλετικά ουδέτερη – μια χαρά!…
Κι ότι λόγω ουδετερότητας βρίσκεται «σε διαρκή διάλογο με όλες τις θρησκείες και θρησκευτικές οργανώσεις» – δικαίωμά της!
Κατόπιν αυτού συνιστά να μην ευχόμαστε «Καλά Χριστούγεννα» διότι στην Ενωση δεν είμαστε όλοι χριστιανοί. Αλλά να προτιμούμε το ουδέτερο «Καλές διακοπές» ή «Ευτυχισμένες γιορτές» που περιλαμβάνει και τον μουσουλμάνο της γειτονιάς μας.
Δεν ξέρω με ποιες θρησκευτικές οργανώσεις κάνει διάλογο η Ελενα, αλλά η «θρησκευτική οργάνωση Βατικανό» πήρε ανάποδες, ξεσηκώθηκαν οι πέτρες, έβαλαν όλοι τις φωνές και τελικά αναγκάστηκε να μαζέψει πίσω τις οδηγίες.
Πολύ σωστά. Αν θέλει, μπορεί να τις εφαρμόζει σπίτι της και να εύχεται χριστουγεννιάτικα με τους συγγενείς της «Καλό καλοκαίρι» ή «Αλάχ Ακμπάρ».
Οι υπόλοιποι θα συνεχίσουμε να ευχόμαστε «Καλά Χριστούγεννα».
Οχι για λόγους αυστηρά θρησκευτικής συνείδησης (που ο καθένας δικαιούται να έχει ή να μην έχει), αλλά για λόγους πολιτισμικής παράδοσης, ταυτότητας και συνοχής. Αυτοί είμαστε τους τελευταίους πολλούς αιώνες και δεν βλέπω λόγο να αλλάξουμε.
Προφανώς δεν είμαστε όλοι χριστιανοί στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Και γι’ αυτό ο ανεκτικός πολιτισμός μας επιτρέπει σε όποιον δεν θέλει να μη γιορτάζει τα Χριστούγεννα ή να γιορτάζει τα Μωαμεθόγεννα.
Αλλά πολιτισμική ανοχή και συμβίωση δεν σημαίνει κατάργηση των ταυτοτήτων, των παραδόσεων και διαφορών. Και η θρησκεία είναι μία από αυτές.
Διαφορετικά, αν δεν διαφυλάξουμε την πολιτισμική μας ταυτότητα, τότε στο όνομα της ανοχής και της ουδετερότητας θα έχουμε υποταχθεί απλώς στην ταυτότητα του άλλου.
Και δεν βλέπω γύρω μου πολλούς εθελοντές!