«Pourvu que ca dure» (μακάρι να έχει διάρκεια) είχε πει η μητέρα του Ναπολέοντος με τη χαρακτηριστική κορσικανική της προφορά όταν ο γιος της στέφθηκε αυτοκράτορας της Γαλλίας – και είναι γνωστό ποιο ήταν το θλιβερό τέλος του. Την ίδια φράση, που θέτει στην ουσία ένα μεγάλο ερωτηματικό, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε και μετά τα εντυπωσιακά (από πρώτης όψεως τουλάχιστον) αποτελέσματα της πολυσυζητημένης συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν.
Διότι ενώ είναι βέβαιο ότι εξασφάλισε μια περίοδο ηρεμίας (τουλάχιστον για το εφετινό καλοκαίρι) και έθεσε έναν οδικό χάρτη για περαιτέρω διαπραγματεύσεις, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα οδηγήσει και στις λύσεις εκείνες που επιδιώκουμε εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια χωρίς αποτέλεσμα. Αλλωστε αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι η εναλλαγή περιόδων ηρεμίας και διαπραγματεύσεων, με περιόδους έντασης, προκλήσεων και κινδύνους πολεμικών επεισοδίων.
Το έχω ήδη γράψει, αλλά θα ήθελα να το επαναλάβω και πάλι, ιδιαίτερα τώρα, ότι ήδη από το 1975 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, σε μια άλλη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, είχαν συμφωνήσει για την παραπομπή της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο στη Χάγη.
Υπό την πίεση όμως του στρατιωτικού κατεστημένου, ο Ντεμιρέλ ανέκρουσε πρύμναν και επανήλθε, λίγο μετά, στην απαράδεκτη θέση για συνεκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων στο Αιγαίο. Και έκτοτε κάθε λίγα χρόνια προστίθενται και νέες τουρκικές μονομερείς διεκδικήσεις, όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Για να μη μιλήσουμε και για την Κύπρο, όπου ο Ερντογάν αρνείται κάθε διάλογο αν προηγουμένως δεν αναγνωριστεί ως ανεξάρτητο το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος, προϊόν της τουρκικής εισβολής και κατοχής. Αν όλα αυτά ανατραπούν τώρα λόγω της γνωστής άθλιας οικονομικής κατάστασης στην Τουρκία, που τον υποχρεώνει, υποτίθεται, σε μια «δυτική στροφή», που θα περιλαμβάνει και την Ελλάδα, μένει να φανεί.
Οπως θα φανεί και πού θα καταλήξει το αίτημά του για επανέναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. Διότι δυστυχώς δεν βρισκόμαστε πλέον στην εποχή του περίφημου Ελσίνκι, όπου χάθηκε τότε η μοναδική ευκαιρία για ταυτόχρονη λύση των ελληνοτουρκικών διαφορών με την εξασφάλιση της ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας. Και θα πρέπει να περιμένουμε το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, την ερχόμενη Πέμπτη, για να δούμε πού θα πάνε τα πράγματα.
Ενώ είναι αυτονόητο ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να ενθαρρύνει την ευρωπαϊκή προοοπτική της Τουρκίας. Διότι αυτό, πέρα από το ότι θα την υποχρεώσει να λειτουργήσει με βάση τα ευρωπαϊκά δημοκρατικά πρότυπα, θα την οδηγήσει να διευθετήσει και τις διαφορές της με την Ελλάδα και την Κύπρο. Καθώς δεν μπορεί να συνεχίσει να απειλεί δύο χώρες με τις οποίες υποτίθεται ότι επιθυμεί να συνεργαστεί, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικογένειας. Και ο νοών νοείτω.