Συνθήκη της Λωζάννης δημιούργησε μια διατηρήσιμη ισορροπία στο εδαφικό καθεστώς μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τόσο στη Θράκη όσο και στο Αιγαίο. Παράλληλα όμως αποτέλεσε τομή στη διαδικασία εθνικού διαχωρισμού των πληθυσμών που είχε εγκαινιαστεί από τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913. Το υπόβαθρο της σύμβασης της ανταλλαγής των πληθυσμών, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Μαΐου 1923, ήταν σύνθετο. Επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων, καθώς ήδη εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη είχαν πάρει τον δρόμο προς την Ελλάδα ως συνέπεια της στρατιωτικής νίκης των τούρκων εθνικιστών τον Αύγουστο του 1922. Η διαδικασία αυτή ήταν προφανώς μη αναστρέψιμη, διαμορφωνόταν πραγματική κατάσταση επί του πεδίου και κανείς δεν μπορούσε να αναμένει ότι οι νικητές Τούρκοι θα αποδέχονταν επιστροφή των Ελλήνων στις εστίες τους.
Η ανταλλαγή προέκυπτε όμως και από μια επιλογή πολιτικής την οποία συμμερίζονταν για ποικίλους λόγους τόσο οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής – η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία – όσο και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι – η Ελλάδα και η Τουρκία. Από την οπτική των Μεγάλων Δυνάμεων ο εθνοτικός διαχωρισμός των πληθυσμών φαινόταν να είναι μια αναγκαία επιλογή προκειμένου να περιοριστούν ή και να εξαλειφθούν εστίες τριβών που προκαλούνταν ή κλιμακώνονταν από μειονοτικά ζητήματα. Εξάλλου, οι μειονότητες έδειχναν «καταδικασμένες» στον νέο πολιτικό χάρτη που διαμορφωνόταν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν, μετά τη διάλυση της Αυστρο-ουγγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το υπόδειγμα του έθνους-κράτους υποκαθιστούσε αυτό της πολυεθνικής αυτοκρατορίας.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος