Πώς όμως έχει επηρεάσει η ιδεολογία του Ερντογάν την πραγματική πολιτική του; Είναι ξεκάθαρο ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ακολουθεί σήμερα μια μεγαλοϊδεατική πολιτική με εμφανές ισλαμικό ιδεολογικό υπόβαθρο. Ο αντιδυτικισμός είναι εμφανής και συνδυάζεται με ένα αφήγημα ανάδειξης των παραδοσιακών αξιών του Ισλάμ, όπως η αδελφότητα και η καλοσύνη, το οποίο ο τούρκος ηγέτης προέβαλε και κατά τη διάρκεια της κρίσης του Μεταναστευτικού. Αλλωστε, πολύ συχνά επαναφέρει έναντι της ΕΕ και της Ελλάδας ειδικότερα την άποψη ότι, ενώ η Τουρκία φιλοξενεί τόσα εκατομμύρια μετανάστες και πρόσφυγες στο έδαφός της, εκείνες απλά θέλουν να τους… ξεφορτωθούν στην Τουρκία. Με αυτόν τον τρόπο δικαιολογεί και τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις στη Βόρεια Συρία.

Ο εκδημοκρατισμός
και η αντιπαράθεση

Σε αυτό το αφήγημα η Κωνσταντινούπολη καταλαμβάνει κομβική θέση. Ο Ερντογάν διεκδικεί για τον εαυτό του τη θέση του ηγέτη του ισλαμικού κόσμου και για τον λόγο αυτόν «προωθεί» τον εκδημοκρατισμό στα αραβικά σουνιτικά κράτη και υποστήριξε την Αραβική Ανοιξη. Ο όρος «εκδημοκρατισμός» όμως περιλαμβάνει π.χ. την επικράτηση κινημάτων όπως οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, γεγονός που εξηγεί τη σφοδρή αντιπαράθεσή του με χώρες όπως η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) καθώς και η Σαουδική Αραβία. Σήμερα, η Κωνσταντινούπολη είναι η πόλη-καταφύγιο των αράβων σουνιτών αντιφρονούντων από χώρες όπως η Αίγυπτος (όλη η ηγεσία των Αδελφών Μουσουλμάνων βρίσκεται στην πόλη), η Υεμένη, η Παλαιστίνη, το Κουβέιτ, το Σουδάν, το Ιράκ, η Συρία, η Τυνησία. Στην Κωνσταντινούπολη εδρεύουν επίσης ιδρύματα, ινστιτούτα, δεξαμενές σκέψεις και μέσα ενημέρωσης που συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα, με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους.

Δεν είναι φυσικά όλα τόσο απλά. Οπως σημειώνει μιλώντας στο «Βήμα» ο Γιαβούζ Μπαϊντάρ, ο διευθυντής της γνωστής ειδησεογραφικής ιστοσελίδας Ahval, «υπάρχουν όντως ορισμένες μουσουλμανικές χώρες που αποδέχονται την τουρκική ηγεσία. Ωστόσο, χώρες όπως το Μαρόκο και η Αλγερία, στην περιοχή του Μαγκρέμπ, δεν τη δέχονται. Είναι τουλάχιστον καχύποπτες έναντι του Ερντογάν, τον οποίο ταυτίζουν με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους». Αυτές θα πρέπει να προστεθούν σε συντηρητικά σουνιτικά κράτη όπως η τριάδα Αίγυπτος – ΗΑΕ – Σαουδική Αραβία. «Από την άλλη πλευρά», προσθέτει, «χώρες όπως το Κατάρ, η Μαλαισία, το Αζερμπαϊτζάν, η Σομαλία, το Πακιστάν και το Μπανγκλαντές βλέπουν πολύ πιο θετικά την Τουρκία, αν και οι κοινωνίες των χωρών αυτών εμφανίζονται διχασμένες».

Τα δύο μεγάλα
επικοινωνιακά όπλα

Ο κ. Ερντογάν έχει αξιοποιήσει δύο «όπλα» για την προβολή του αφηγήματός του. Το πρώτο είναι η δράση της Τουρκίας στον Οργανισμό Ισλαμικής Διάσκεψης (OIC) όπου ήλεγχε για 10 χρόνια τη Γενική Γραμματεία (2004-2014) και για τρία χρόνια την προεδρία (2016-2019), μέσα από την οποία επεδίωξε «να τροχίσει» τον ηγετικό ρόλο της Σαουδικής Αραβίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία κινείται με τη βοήθεια της Μαλαισίας, του Κατάρ, αλλά και του σιιτικού Ιράν – με τις τέσσερις χώρες να πρωταγωνιστούν στη Σύνοδο της Κουάλα Λουμπούρ τον Δεκέμβριο του 2019, που, παρά τις δημόσιες δηλώσεις, λειτουργεί ανταγωνιστικά στον OIC. Το δεύτερο όπλο είναι η γνωστή Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet). Με προϋπολογισμό που ανέρχεται σε περίπου 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ και προσωπικό άνω των 100.000 υπαλλήλων, η Diyanet δεν είναι απλά υπεύθυνη για τις εσωτερικές θρησκευτικές υποθέσεις και την ολοένα αυξανόμενη προσπάθεια για ενίσχυση της θρησκευτικής εκπαίδευσης, αλλά επεκτείνει συνεχώς την επιρροή της στο εξωτερικό με δράση σε περισσότερες από 100 χώρες και με αιχμή του δόρατος τη «διπλωματία των τεμενών», δηλαδή την κατασκευή τζαμιών σε πολλά κράτη.