Οι πολιτικές συνθήκες φαντάζουν επί του παρόντος σταθερές, παρά τις μεγάλες καταστροφές του καλοκαιριού και εκείνες του φθινοπώρου και τις ευθύνες που συνήθως γεννούν και αναγκαστικά επωμίζονται οι κυβερνήσεις, όποιες και αν είναι αυτές.
Το πολιτικό τοπίο εν όψει και των αυτοδιοικητικών εκλογών μοιάζει αδιατάρακτο, ακόμη και αν παρουσιαστούν κάποιες ρηγματώσεις στην κυβερνητική πλειοψηφία. Είναι ο τοπικός τους χαρακτήρας κυρίαρχος, τα πρόσωπα παίζουν σημαντικό ρόλο και οι επιλογές των πολιτών πολλές φορές δεν ταυτίζονται με την πολιτική στράτευση.
Το πλαίσιο της πολιτικής σταθερότητας
Είναι η κατάσταση κυρίως της αντιπολίτευσης συνολικά που μεταφέρει ασφάλεια και αυτοπεποίθηση στην κυβέρνηση.
Απέναντί της είναι αλήθεια πως στέκονται κόμματα σε κρίση διαρκείας και κομματίδια χωρίς βάθος και βεβαιότητα διαχρονικής παρουσίας στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης μετά την προηγούμενη διπλή ήττα πειραματίζεται σκανδαλωδώς, εναπόθεσε τις τύχες του σε έναν άγνωστο, απαράσκευο, χωρίς εμπειρίες και κομματική θητεία νέο πολιτικό εξ Αμερικής, που κανείς δεν γνωρίζει πόσο και αν θα αντέξει την επικοινωνιακή καταιγίδα που ο ίδιος προκαλεί.
Ηδη η παρουσία του προβληματίζει και εκείνους που τον επέλεξαν, τον υποστήριξαν ή απλώς ανέχθηκαν τη διεκδίκησή του. Κατά τα φαινόμενα, το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης θα χρειαστεί αρκετό χρόνο να ανασυνταχθεί και να συγκροτήσει ξανά αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση, ικανή να αμφισβητήσει τη νεοδημοκρατική ηγεμονία.
Το ΠαΣοΚ επίσης, παρότι θα περίμενε κανείς να εκμεταλλευτεί την εσωτερική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, δεν καταφέρνει να παρέμβει αποφασιστικά στα πολιτικά πράγματα της χώρας και να δείξει ότι όντως μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις την ηγεσία της αντιπολίτευσης.
Το ΚΚΕ, που επίσης θα μπορούσε να διευρύνει την πολιτική του παρουσία, κλειστό και ιδεολογικά περιχαρακωμένο όπως είναι, δεν μπορεί να ξεφύγει από τα στενά συνδικαλιστικά πλαίσια που το ίδιο έχει ορίσει.
Πέραν αυτού ασκούνται μικρότερες, αριστερής προέλευσης, δυνάμεις, σεχταριστικές και αγκυλωμένες, χωρίς δυνατότητες επαύξησης της όποιας επιρροής τους στην ελληνική κοινωνία. Από εκεί και πέρα στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας κινούνται διάφορα ακροδεξιά και λαϊκο-εθνικιστικά σχήματα που δεν έχουν τύχη, ούτε ευνοούνται από τις ελληνικές πολιτικές παραδόσεις. Μοιάζουν με σπαράγματα μιας εκλογής, χωρίς βάθος και προοπτικές.
Με λίγα λόγια, θα έλεγε κανείς ότι βραχυπροθέσμως τουλάχιστον πρέπει να θεωρείται δεδομένη η πολιτική σταθερότητα στη χώρα. Αλλά ακόμη και να συμβούν σημεία και τέρατα, θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να καταγραφούν σοβαρές αμφισβητήσεις του υπάρχοντος πολιτικού σκηνικού. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η γενική εικόνα της οικονομίας δεν δείχνει σημάδια σοβαρών διαταραχών και έντονων αμφισβητήσεων.
Τα θετικά στοιχεία της οικονομίας
Τα δημόσια οικονομικά εξελίσσονται σύμφωνα με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού ή και καλύτερα αυτών, όπως φανερώνουν τα υψηλά φετινά πρωτογενή πλεονάσματα, η υψηλότερη ανάπτυξη από εκείνη της υπόλοιπης Ευρώπης και το άλμα των επενδύσεων που παραμένει εντυπωσιακό και ικανό να διατηρήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης σε επίπεδα καλύτερα των ανταγωνιστριών ευρωπαϊκών χωρών.
Το 2023 το πρωτογενές πλεόνασμα θα ξεπεράσει το 1,1% του ΑΕΠ, του χρόνου προβλέπεται να ανέλθει στο 2,1% του ΑΕΠ, η ανάπτυξη θα κινηθεί φέτος στη ζώνη του 2,5% όταν συνολικά στην Ευρώπη θα κινηθεί στα όρια του 0,5%. Και το δημόσιο χρέος θα υποχωρήσει φέτος στο 159% του ΑΕΠ και το 2024 στο 152% του ΑΕΠ. Και ο πληθωρισμός, που θεωρείται η μεγαλύτερη πληγή για τα λαϊκά εισοδήματα και τις φτωχότερες των τάξεων, συγκρατήθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στα επίπεδα του 2,4% και εκτιμάται ότι το 2024 μπορεί να υποχωρήσει στην ανεκτή και επιθυμητή ζώνη του 2%, αν δεν μεσολαβήσουν νέες κρίσεις, γεωπολιτικές, ενεργειακές και κλιματικές που επηρεάζουν ιδιαιτέρως τις τιμές των τροφίμων, όπως συμβαίνει με το λάδι και το ψωμί.
Επιφανείς αναλυτές όπως ο οικονομικός σύμβουλος της Alpha Bank κ. Π. Καπόπουλος επιμένουν ότι οι ελληνικές οικονομικές συνθήκες ενισχύονται από το διατηρούμενο ισχυρό επενδυτικό κλίμα και εξ αυτού του λόγου καθίστανται ανθεκτικές και ικανές να αντιμετωπίσουν τις όποιες εξωγενείς δυσκολίες.
Πρόσφατη έρευνα της ΕΥ κατέδειξε ότι τέσσερις στις δέκα ελληνικές επιχειρήσεις προβαίνουν σε επενδύσεις, ενισχυόμενες και από το διαρκώς αυξανόμενο διεθνές ενδιαφέρον για ελληνικές αξίες.
Ο φόβος καθοδικού οικονομικού κύκλου
Ο μόνος ανασχετικός της ανάπτυξης παράγοντας πηγάζει από τις ευρωπαϊκές οικονομικές συνθήκες και τη σοβαρή εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από αυτές. Στην τρέχουσα περίοδο ο ευρωπαϊκός οικονομικός κύκλος αν δεν είναι καθοδικός, σίγουρα είναι στάσιμος. Ο μέσος ευρωπαϊκός ρυθμός ανάπτυξης είναι στα όρια του 0,5% και του χρόνου δεν αναμένονται καλύτερες επιδόσεις, καθώς σημαντικές χώρες μπορεί να περιπέσουν ακόμη και σε συνθήκες ύφεσης. Η Ελλάδα συνήθως επηρεάζεται από τον ευρωπαϊκό οικονομικό κύκλο. Και αυτό γιατί οι εξαγωγές μας προς την Ευρώπη αποτελούν το 55% του συνόλου και το τουριστικό ρεύμα προέρχεται κατά περίπου 65% από την Ευρώπη.
Σε εποχές καθοδικού οικονομικού κύκλου λογικά θα επηρεαστούν αρνητικά τόσο οι εξαγωγές όσο και ο τουρισμός. Η οικονομική στασιμότητα της Ευρώπης λοιπόν συνιστά ίσως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ελληνική οικονομία την επόμενη χρονιά. Προς αντιστάθμιση του ευρωπαϊκού κινδύνου μόνο η ενίσχυση των επενδύσεων μπορεί να δώσει ουσιαστική απάντηση. Πράγμα που σημαίνει ότι η οικονομική πολιτική οφείλει πράξεις, κινήσεις και μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την ελκυστικότητα της χώρας και θα τη φέρνουν στο κέντρο της διεθνούς προσοχής.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση επένδυσε τα προηγούμενα χρόνια στις εγχώριες και ξένες ιδιωτικές επενδυτικές ευκαιρίες. Το Ταμείο Ανάπτυξης με τις διευκολύνσεις και το φθηνό χρήμα που προσφέρει σε δυνάμει επενδυτές αποτελεί έναν ισχυρό μηχανισμό, αλλά κατά τα φαινόμενα δεν αξιοποιείται στον μέγιστο βαθμό. Αν εξαιρέσει κανείς τα δάνεια προς τις μεγάλες επιχειρήσεις που τρέχουν με εντυπωσιακούς ρυθμούς, οι υπόλοιπες ζώνες όπως αυτές των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των επιδοτούμενων δημοσίων έργων χωλαίνουν πραγματικά. Και είναι ευθύνη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης να πράξει τα δέοντα και να αξιοποιήσει χωρίς καθυστέρηση το πλήθος αδιάθετων και ανεκμετάλλευτων πόρων όχι μόνο του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και των λοιπών διαρθρωτικών ταμείων, του ΕΣΠΑ συμπεριλαμβανομένου.