Το δυστύχημα στα Τέμπη, αυτό το αδιανόητο γεγονός της μετωπικής σύγκρουσης δύο τρένων σε ένα δίκτυο διπλής σιδηροδρομικής γραμμής που κόστισε τη ζωή σε δεκάδες ανυποψίαστους πολίτες, κυρίως νεαρής ηλικίας, λαμβάνει χαρακτηριστικά τομής στον εθνικό μας βίο. Φανέρωσε μονομιάς, με απόλυτα τραγικό τρόπο, πλήθος ελλειμμάτων, κρυμμένων κάτω από το χαλί, απομειώνοντας τα όποια αποθέματα εμπιστοσύνης απέναντι στο κράτος και τις λειτουργίες του και παρασέρνοντας σε κρίση μοναδική την κυβέρνηση, η οποία μέχρι την προηγουμένη του δυστυχήματος όδευε σχεδόν τροπαιούχος προς τις κάλπες υποσχόμενη σταθερότητα και μέλλον εγγυημένο.

Από την αυτοδυναμία στο ντέρμπι

Χωρίς αμφιβολία πια στα Τέμπη έσκασε η «φούσκα» της μεταρρύθμισης, έσπασε η βιτρίνα που επιμελώς φιλοτεχνούσε εδώ και καιρό η επικοινωνιακή ομάδα του κ. Μητσοτάκη. Και αυτόματα ετέθησαν υπό αμφισβήτηση και αίρεση οι μεγάλες προσδοκίες που καλλιεργούσαν όλο το προηγούμενο διάστημα αυτός και οι υπουργοί του.

Κοινώς η ατμόσφαιρα άλλαξε, το πολιτικό κλίμα μεταβλήθηκε άρδην και πλέον, όπως βεβαιώνουν και οι τελευταίες έρευνες των διαθέσεων της κοινής γνώμης, οδεύουμε προς τις κάλπες χωρίς ασφάλειες και βεβαιότητες, παρά με τις προοπτικές της αστάθειας και της αμφιβολίας να κυριαρχούν. Κατά τα φαινόμενα, το μοιραίο γεγονός επιδρά καταλυτικά στις επιλογές των εκλογέων, η οργή και η αγανάκτηση μπορεί να οδηγήσουν σε ενίσχυση των δυνάμεων του αντισυστημισμού και της αντιπολιτικής και η χώρα να διολισθήσει σε κατάσταση ακυβερνησίας ή σε καθεστώς βραχύβιων ασθενών κυβερνητικών σχημάτων.

Ο κίνδυνος επανάληψης των αποτελεσμάτων του 2012 δεν είναι πια αβάσιμος, με αποτέλεσμα το πολιτικό πρόβλημα να επανέρχεται δριμύτερο. Το σίγουρο είναι ότι οι εκλογές θα μοιάζουν περισσότερο με ντέρμπι. Ο στόχος της αυτοδυναμίας δεν φαίνεται πλέον επιτεύξιμος για τον κ. Μητσοτάκη και η αναζήτηση συμμάχων για μια κυβέρνηση συνεργασίας μόνο εύκολη δεν είναι, ιδιαιτέρως υπό το βάρος των συνεπειών της υπόθεσης των υποκλοπών. Οπως αντιστοίχως δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη και εύκολη μια βιώσιμη κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον κ. Τσίπρα στην περίπτωση που εξασφαλίσει την πρωτιά και αποκτήσει τον πρώτο λόγο στις διαδικασίες των διερευνητικών εντολών.

Η νέα κρίση απειλεί και τη χώρα μας

Επιβεβαιώνεται αυτό το αίσθημα αμφιβολιών και επανάκαμψης του πολιτικού προβλήματος και στις συναντήσεις που έχουν τελευταίως εγχώριοι οικονομικοί παράγοντες, επιχειρηματίες και τραπεζίτες, με εκπροσώπους των διεθνών αγορών και των διεθνών επενδυτικών οίκων. Σε αυτές κυρίαρχο είναι πλέον το ερώτημα: «Θα έχετε σταθερή, μακράς διάρκειας, κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις εκλογές ή θα περιπέσετε σε καθεστώς πολιτικής αστάθειας με βραχύβιες κυβερνήσεις, μόνο έργο των οποίων θα είναι η προπαρασκευή των επόμενων εκλογών;».

Το ερώτημα τίθεται μετ’ επιτάσεως και προφανώς συνδέεται με τις συνθήκες νέας αστάθειας που τείνουν να επικρατήσουν στην παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία, παρότι οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας παραμένουν θετικές και επιτρέπουν προγνώσεις για ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους του 2% και στο τρέχον εκλογικό έτος.

Ωστόσο οι πρόσφατες καταρρεύσεις αμερικανικών τραπεζών σε συνδυασμό με την επιμονή του πληθωρισμού και τις τάσεις αύξησης των επιτοκίων επαναφέρουν στο προσκήνιο μνήμες και ανησυχίες επανάκαμψης της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, υπό το βάρος της οποίας κατέρρευσε η ευάλωτη ελληνική οικονομία.

Τι λένε οι ξένοι αναλυτές για την ελληνική οικονομία

Τα ερωτήματα των ξένων αναλυτών για τις πολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα συνδέονται ακριβώς με αυτόν τον κίνδυνο. Και αυτό γιατί παρά τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών και την ευημερία των δεικτών, η Ελλάδα παραμένει εκτεθειμένη σε διεθνείς οικονομικούς κινδύνους γιατί δεν έχει ακόμη αποκτήσει τη διεκδικούμενη εδώ και χρόνια επενδυτική βαθμίδα και η πρόσβασή της στις διεθνείς αγορές παραμένει περιορισμένη. Η κυβέρνηση είχε αναδείξει σε μείζονα εθνικό στόχο την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023 και οι αρμόδιοι υπουργοί της καλλιεργούσαν την προσδοκία ότι η πλήρης επανένταξη της ελληνικής οικονομίας στο διεθνές οικονομικό σύστημα θα μπορούσε να συμβεί και εντός του πρώτου εξαμήνου του τρέχοντος έτους. Οι ξένοι οίκοι ωστόσο παραμένουν επιφυλακτικοί, τελούν εν αναμονή των εκλογικών αποτελεσμάτων και δεν θα ρισκάρουν αποφάσεις. Το κακό είναι ότι οι διεθνείς οικονομικές συνθήκες δεν είναι οι καλύτερες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δοκιμάζονται από την κατάρρευση της Silikon Valley Bank και είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι η FED, η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, ενθαρρυνόμενη και από την υποχώρηση του πληθωρισμού στο 6% τον Φεβρουάριο έσπευσε να μετριάσει την άνοδο των επιτοκίων, αναγνωρίζοντας συστημικούς κινδύνους από τις καταρρεύσεις περιφερειακών τραπεζών.

Ο πληθωρισμός και οι αγκυλώσεις της ΕΚΤ

Στην Ευρώπη ωστόσο η Κριστίν Λαγκάρντ και το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επιμένουν δογματικά στον στόχο υποχώρησης του πληθωρισμού στο 2%, θεωρώντας ότι οι καταρρεύσεις αμερικανικών τραπεζών δεν αγγίζουν το επαρκώς, κατ’ αυτούς, προστατευμένο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Δεν λαμβάνουν υπόψη τούς κινδύνους μετάδοσης της τραπεζικής κρίσης στην Ευρώπη, προσπερνούν την έντονη αμφισβήτηση της Credit Suisse από τις αγορές και έτσι θα επιμείνουν σχεδόν εμμονικά στις αυξήσεις επιτοκίων, με σκοπό, όπως λένε, τον έλεγχο των πληθωριστικών πιέσεων. Πληροφορίες από τη Φρανκφούρτη αναφέρουν ότι μέχρι τον προσεχή Σεπτέμβριο θα υπάρξουν τουλάχιστον τέσσερις απανωτές αυξήσεις επιτοκίων από την κυρία Λαγκάρντ, με αποτέλεσμα το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να προσεγγίσει και το 4,5% στις αρχές του προσεχούς φθινοπώρου.

Οι αυξήσεις γονατίζουν τα χαμηλά εισοδήματα

Και αυτό παρότι η πίεση των τιμών ενέργειας έχει περιοριστεί σημαντικά και δεν μοιάζει να αποτελεί πια μείζονα απειλή για τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Οι ευρωπαίοι κεντρικοί τραπεζίτες αξιολογούν πλέον τον δομικό πληθωρισμό, των τροφίμων κυρίως και των βασικών υπηρεσιών στέγασης, που επιμένει και αφαιρεί εισοδήματα από τα νοικοκυριά. Αντιλαμβάνονται ότι σε ορισμένες ζώνες εργαζομένων, ιδιαίτερα στους χαμηλόμισθους, δημιουργεί συνθήκες υποκατανάλωσης, αλλά από την άλλη προτρέπουν τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις να μην αποδέχονται μεγάλες αυξήσεις αμοιβών στα όρια ή και πάνω από τα επίπεδα του πληθωρισμού γιατί θεωρούν ότι έτσι υπονομεύεται η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών.

Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι σε πολλούς κλάδους της μεταποίησης τα κέρδη την τελευταία διετία «τρέχουν» πολύ ταχύτερα του πληθωρισμού, όπως και τα φορολογικά έσοδα του κράτους που σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού διατηρούν αμετάβλητους τόσο τους φορολογικούς συντελεστές όσο και ατιμαριθμοποίητα τα φορολογικά κλιμάκια, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται υπέρμετρα οι φορολογούμενοι. Αντιστοίχως μεγάλο πρόβλημα ανακύπτει με τις αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων, οι οποίες αυξάνονται με ρυθμούς 11%-12% τον χρόνο την ώρα που αμοιβές αυξάνονται μόλις κατά 4%-5% ετησίως. Σε αυτές τις συνθήκες το όνειρο απόκτησης στέγης από νέα ζευγάρια φαντάζει άπιαστο, καθώς ο πληθωρισμός κατατρώγει στην κυριολεξία την όποια αποταμίευση καταφέρνουν να συγκεντρώσουν.

Βραδυφλεγές φιτίλι το ζήτημα των αμοιβών

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ευνοεί έκτακτες εφάπαξ αμοιβές στους εργαζομένους και προτρέπει τις κυβερνήσεις να τιμαριθμοποιήσουν τα φορολογικά κλιμάκια ή να μειώσουν ακόμη και τους συντελεστές του ΦΠΑ. Αλλά δεν θέλει επ’ ουδενί ενεργοποίηση της σπειροειδούς εξέλιξης τιμών – μισθών, γιατί πιστεύει ότι καταδικάζει την Ευρώπη σε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού. Στο θέμα των αμοιβών πάντως πολλά θα κριθούν από τις τάσεις που θα επικρατήσουν στη Γερμανία. Εκεί ήδη από την 1η Οκτωβρίου του 2022 το ωρομίσθιο έχει αυξηθεί κατά 22%, από 9,82 ευρώ στα 12 ευρώ και οι διεκδικήσεις των γερμανών εργαζομένων είναι ανάλογες. Ενδεικτικές είναι οι τελευταίες κινητοποιήσεις σε αεροδρόμια, τρένα, ταχυδρομεία και αλλού. Στα ταχυδρομεία για παράδειγμα που απασχολούν περίπου 160.000 εργαζομένους διεκδικούνται αυξήσεις από 15% έως 22%.

Κοινή είναι η πεποίθηση ότι το θέμα των μισθών, των αμοιβών, των φορολογικών συντελεστών, των φορολογικών κλιμακίων και των εισοδημάτων ευρύτερα θα τεθεί δυναμικά και στη χώρα μας προσεχώς. Ολοι δε μπορούν να φανταστούν τι θα συμβεί στην Ελλάδα αν ένα διευρυμένο κύμα διεκδικήσεων συμπέσει και συντονισθεί με μια μακρά περίοδο πολιτικής αστάθειας…