Η ανακοίνωση της απόφασης του Ντόναλντ Τραμπ για την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία έπειτα από την πρόσφατη τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν «πάγωσε» τα χαμόγελα πολλών στην Αθήνα. Το τελευταίο διάστημα η «άνοιξη» στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, με έμφαση στην ολοένα στενότερη συνεργασία στον αμυντικό τομέα αλλά και στην ολοκλήρωση του 1ου Στρατηγικού Διαλόγου ΗΠΑ – Ελλάδας, είχε δημιουργήσει πολύ υψηλές προσδοκίες ότι η Ουάσιγκτον θα διάκειτο θετικότερα έναντι της Αθήνας σε περίπτωση που η Αγκυρα υπερέβαινε τα εσκαμμένα στα θέατρα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Ωστόσο, τα τελευταία 24ωρα η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει και οι εξελίξεις στο Συριακό δεν είναι οι μόνες που μεταβάλλουν τις ισορροπίες. Με το ενεργειακό παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο να βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη, την Τουρκία να διέρχεται νέα προεκλογική περίοδο εν όψει τοπικών εκλογών τον προσεχή Μάρτιο και τις τουρκικές θέσεις στο Αιγαίο να παραμένουν αναλλοίωτες, η στάση που θα τηρήσει από εδώ και στο εξής η Ουάσιγκτον συνιστά κρίσιμη παράμετρο.
Γεωτρήσεις και NAVTEX
για ασκήσεις με πυρά
Η αλλαγή δεδομένων στο μέτωπο της Συρίας δεν φαίνεται ότι θα επηρεάσει τις τουρκικές κινήσεις στα δύο θέατρα που απασχολούν άμεσα την Αθήνα, δηλαδή την Ανατολική Μεσόγειο – κατά πρώτο λόγο – και το Αιγαίο. Η Αγκυρα σχεδιάζει να στείλει και δεύτερο γεωτρύπανο στην Ανατολική Μεσόγειο το προσεχές διάστημα, ενώ εξετάζει το ενδεχόμενο έναρξης γεωτρήσεων εντός του Ιανουαρίου, χωρίς να είναι σαφές ποια περιοχή θα επιλέξει. Η τελική της επιλογή όμως θα είναι κομβικής σημασίας, διότι θα φανεί μέχρι ποιο σημείο θέλει να πιέσει τα πράγματα. Είναι σαφές ότι η τουρκική πλευρά έλαβε την απόφαση να μην πιέσει τους Αμερικανούς αναφορικά με τη γεώτρηση της ExxonMobil στο Οικόπεδο 10 της κυπριακής ΑΟΖ, αλλά οι αμφισβητήσεις της δεν θα υποχωρήσουν. Τις τελευταίες ημέρες, με σειρά NAVTEX (1414/18, 1420/18, 1427/18 και 1428/18), η Τουρκία δέσμευσε ευρείες περιοχές είτε για επιστημονικές έρευνες με το σκάφος «Τσεσμέ», είτε για ασκήσεις με πυρά σε περιοχές ελληνικής υφαλοκρηπίδας που βρίσκονται νοτιοανατολικά των Δωδεκανήσων αλλά και στο Βόρειο Αιγαίο. Οι τουρκικές κινήσεις παρακολουθούνται και δεν θεωρείται ότι ξεφεύγουν από πάγιες θέσεις. Ωστόσο, δημιουργούν προβληματισμό. Ολα τα θέματα πάντως θα απασχολήσουν λογικά μια πιθανή συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με τον πρόεδρο Ερντογάν, εφόσον, σύμφωνα με τις ενδείξεις, αυτή πραγματοποιηθεί εντός του Ιανουαρίου (αν και μάλλον αυτό δεν θα συμβεί εντός του πρώτου δεκαημέρου).
Οι Patriot και η ηπιότερη
ρητορική ΗΠΑ προς Αγκυρα
Κορυφαίοι επιτελείς στα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας θεωρούν ότι η συνεννόηση Τραμπ – Ερντογάν αποτελεί ένα μόνο κομμάτι του ευρύτερου παζλ. Μείζον πλήγμα για την Αθήνα κρίνεται η αποχώρηση από το Πεντάγωνο του Τζέιμς Μάτις. Ο βετεράνος πρώην στρατηγός και (πρώην πλέον) υπουργός Αμυνας ήταν σταθερός υποστηρικτής των στενών σχέσεων με τους συμμάχους των ΗΠΑ και έβλεπε πολύ θετικά την ελληνική συμβολή στους αμερικανικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο. Τόσο ο κ. Μάτις όσο και ο αρχηγός των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στρατηγός Τζον Ντάνφορντ είχαν αναπτύξει άριστη σχέση με τον έλληνα Α/ΓΕΕΘΑ ναύαρχο Ευάγγελο Αποστολάκη – κάτι που είχε διαφανεί ευκρινώς κατά την πρόσφατη επίσκεψη του αμερικανού ομολόγου στην Αθήνα. Ο κ. Μάτις αποτελεί πλέον παρελθόν και δεν είναι λίγοι όσοι αναμένουν ότι ο πρόεδρος Τραμπ θα προχωρήσει σε άμεση αλλαγή και του στρατηγού Ντάνφορντ, η θητεία του οποίου ολοκληρώνεται, υπό κανονικές συνθήκες, τον Οκτώβριο του 2019. Επιπλέον, αμερικανικά δημοσιεύματα έχουν τις τελευταίες ημέρες αναδείξει τον ρόλο του διαδόχου του κ. Μάτις, του Πάτρικ Σχάναχαν, ο οποίος ως στέλεχος της εταιρείας Boeing είχε διαδραματίσει καίριο ρόλο σε πωλήσεις οπλικών συστημάτων προς την Τουρκία.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι και η γλώσσα που εσχάτως χρησιμοποιούν αμερικανοί αξιωματούχοι σε σχέση με την Τουρκία έχει μετριαστεί, συγκρινόμενη με όσα έλεγαν πριν από μερικούς μήνες και ιδιαίτερα πριν από το καλοκαίρι. Σύμφωνα με αξιωματούχους που έζησαν από πολύ κοντά την επίσκεψη του Γουές Μίτσελ στην Αθήνα τον περασμένο Μάρτιο, ο αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών με αρμοδιότητα την Ευρώπη και την Ευρασία είχε τότε εμφανιστεί λάβρος – τουλάχιστον σε ιδιωτικές του συνομιλίες – έναντι της Αγκυρας. Κατά τους ίδιους αξιωματούχους, η άποψη του κ. Μίτσελ ήταν ότι η σημερινή Τουρκία είναι τόσο αναξιόπιστη κι απρόβλεπτη, που η Ελλάδα θα έπρεπε να αποτελέσει το σύνορο του δυτικού κόσμου – μια άποψη με σοβαρότατες επιπτώσεις για την ελληνική εξωτερική και αμυντική πολιτική, η οποία είχε κοινοποιηθεί τόσο σε στελέχη της κυβέρνησης όσο και σε πρόσωπα από την αξιωματική αντιπολίτευση. Εσχάτως όμως ο κ. Μίτσελ έχει κατεβάσει τους τόνους της ρητορικής του και αυτό κατέστη εμφανές και στο πλαίσιο των πρόσφατων συνομιλιών του ελληνοαμερικανού Στρατηγικού Διαλόγου.
Παράλληλα, στο ελληνικό υπουργείο Αμυνας εκφράζονται ανησυχίες και για άλλες κινήσεις εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών που δείχνουν ότι επιδιώκεται επαναπροσέγγιση με την Αγκυρα στο στρατιωτικό επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο, η εισήγηση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να προχωρήσει η πώληση στην Τουρκία της τελευταίας έκδοσης του αντιπυραυλικού συστήματος Patriot θα μπορούσε να μεταβάλει άρδην τις ισορροπίες, εφόσον φυσικά περάσει τον σκόπελο της απαιτούμενης έγκρισης από το Κογκρέσο. Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε η αμερικανική Υπηρεσία Αμυντικής Βιομηχανικής Συνεργασίας, προτείνεται η πώληση στην Τουρκία μέσω του προγράμματος FMS ενός πακέτου συνολικού κόστους 3,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο περιλαμβάνει 80 πυραύλους Patriot MIM – 104E Guidance Enhanced Missiles, 60 πυραύλους PAC-3 Missile Segment Enhancement (MSE) καθώς και συνοδευτικό εξοπλισμό.
Οι S-400, οι επαφές και
η επίσκεψη Μπόλτον
Το ερώτημα είναι βέβαια πως θα συμβιβαστεί μια τέτοια αγορά με τις επαναλαμβανόμενες δηλώσεις τούρκων αξιωματούχων ότι δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι στη δρομολογημένη αγορά του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400, που με βάση όσα έχουν γίνει γνωστά θα αρχίσει να αναπτύσσεται εντός του 2019. Η τουρκική πλευρά φέρεται να έχει παράσχει κάποιες διαβεβαιώσεις ότι θα αναπτύξει δικό της λογισμικό που θα διασφαλίζει τη διαλειτουργικότητα του ρωσικού συστήματος με το ΝΑΤΟ και θα αποτρέπει παραβιάσεις σε θέματα ασφαλείας. Το αμερικανικό Κογκρέσο έχει όμως προειδοποιήσει ότι η προμήθεια αυτού του συστήματος θα πυροδοτούσε την επιβολή κυρώσεων στο πλαίσιο του Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act. Σύμφωνα με την τουρκική εφημερίδα «Hurriyet», ο πρόεδρος Τραμπ φέρεται να διαβεβαίωσε τον τούρκο ομόλογό του ότι δεν θα υπάρξει εμπλοκή στο Κογκρέσο για την πώληση του συστήματος Patriot. Ωστόσο, όλα όσα λέει ο αμερικανός πρόεδρος πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον δέοντα σκεπτικισμό…
Η δυσκολότερη εξίσωση αυτή τη στιγμή για την Αθήνα είναι να αποκωδικοποιηθεί πόσο αλλάζουν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Επιστρέφει η Αγκυρα στη «δυτική αγκαλιά» ή απλώς πρόκειται για μια «συναλλαγή» μεταξύ Τραμπ – Ερντογάν με βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις; Δεν υπάρχει αμφιβολία, σημείωναν στρατιωτικές πηγές, ότι ο Ντόναλντ Τραμπ διείδε μια ευκαιρία για την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Βόρεια Συρία και δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να την αδράξει, αδιαφορώντας για τις εισηγήσεις όλων των κορυφαίων συμβούλων του. Το προσεχές διάστημα, όμως, οι αμερικανοτουρκικές επαφές αναγκαστικά θα ενταθούν με επίκεντρο τη Συρία και την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων που ανέρχονται σε περίπου 2.000 άνδρες. Μετά την Πρωτοχρονιά προγραμματίζεται να μεταβεί στην Αγκυρα ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου Τζον Μπόλτον, ενώ στις 8 Ιανουαρίου αναμένεται στην Ουάσιγκτον υψηλόβαθμη τουρκική αποστολή για συνομιλίες στο πλαίσιο των ομάδων εργασίας που έχουν συγκροτήσει οι δύο χώρες.
Ο ρόλος της Μόσχας και το «έγγραφο Πατρούσεφ»
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αμερικανική αποχώρηση έγινε μεν ευμενώς δεκτή από την Αγκυρα, συνοδεύεται δε από σειρά ερωτημάτων που δεν έχουν εύκολες απαντήσεις. Ο πρόεδρος Ερντογάν πίεζε, ήδη από την περίοδο Ομπάμα, τις Ηνωμένες Πολιτείες στο θέμα των Κούρδων της Συρίας και συγκεκριμένα για τη στήριξη που τους παρείχαν σε οπλισμό, αλλά πλέον καλείται ο ίδιος να καλύψει το κενό και ενδεχομένως «να χωθεί πιο βαθιά» στον «συριακό βούρκο». Δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι μάλλον υπερεκτεθειμένες και η ανάληψη νέων καθηκόντων ίσως να μη συνιστά ευνοϊκή εξέλιξη. Επιπλέον, μια επέκταση των τουρκικών στρατιωτικών επιχειρήσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε πλήρη αλλαγή των ισορροπιών στον άξονα Μόσχας – Αγκυρας – Τεχεράνης που είχε εξελιχθεί σε κομβικής σημασίας για το μέλλον της Συρίας. Ας μη λησμονείται ότι σε ανύποπτο χρόνο, σε ομιλία του στο Heritage Foundation, ο κ. Μίτσελ είχε αναφερθεί στην Τουρκία ως ανάχωμα στο Ιράν. Αν κάτι τέτοιο ισχύει, ουδείς θα μπορούσε να αποκλείσει μια επαναπροσέγγιση Αγκυρας – Τελ Αβίβ.
Το ραντεβού στο Κρεμλίνο
Ωστόσο, ελάχιστες κινήσεις στο πολεμικό θέατρο της Συρίας μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς ένα, έστω έμμεσο, νεύμα εκ μέρους της Ρωσίας, η οποία έχει εξοπλίσει άρτια το καθεστώς Ασαντ, διατηρεί διαύλους επικοινωνίας με όλους τους παίκτες και ελέγχει την εναέρια κυκλοφορία. Από την άποψη αυτή, είναι πολύ πιθανό η Μόσχα να επιμείνει, όπως ήδη δήλωσε, ότι το κενό που αφήνουν οι Αμερικανοί πρέπει να το καλύψει η επίσημη συριακή κυβέρνηση και να διευκολύνει κάποια συνεννόηση Δαμασκού – Κούρδων υπό τη δική της ομπρέλα. Οι Τούρκοι κατανοούν τις περιπλοκές και είναι ενδεικτικό ότι οι αρχικές ανακοινώσεις περί εισβολής έχουν πλέον «μπει στο ράφι». Χθες, Σάββατο 29 Δεκεμβρίου, υψηλόβαθμη τουρκική αποστολή, αποτελούμενη από τον κορυφαίο σύμβουλο του προέδρου Ερντογάν, τον Ιμπραήμ Καλίν, τον διοικητή της ΜΙΤ Χακάν Φιντάν, τον υπουργό Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου και τον υπουργό Αμυνας Χουλουσί Ακάρ, επρόκειτο να επισκεφθεί τη Μόσχα για συνομιλίες. Ο σκοπός της επίσκεψης είναι να αναθερμανθεί πάλι ο δίαυλος επικοινωνίας του κ. Ερντογάν με τον Βλαντίμιρ Πούτιν που μετά τη συνεννόηση Τραμπ – Ερντογάν εμφανίζεται παγωμένος.
Το απόρρητο σχέδιο
Το παρασκήνιο των εξελίξεων στη Συρία είναι όμως πολύ βαθύ. Σύμφωνα με τον συνήθως άριστα ενημερωμένο ισραηλινό δημοσιογράφο Μπαράκ Ραβίντ, η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία περιλαμβανόταν σε ένα απόρρητο ρωσικό σχέδιο, κοινωνός του οποίου είχε γίνει το Ισραήλ. Το σχέδιο αυτό είχε δώσει στους Ισραηλινούς ο Νικολάι Πατρούσεφ, σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Πούτιν, πριν από περίπου τέσσερις μήνες και συγκεκριμένα στις 13 Σεπτεμβρίου στη Μόσχα. Στο τρισέλιδο non paper, το οποίο επρόκειτο ουσιαστικά για μια απόπειρα συμφωνίας ΗΠΑ – Ρωσίας στα ζητήματα της Συρίας και του Ιράν, η Μόσχα συνέδεε μια αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία με έξοδο των Ιρανών από τη χώρα, κάτι που θα επέτρεπε στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Ισραήλ να διευρύνουν την επιρροή τους στη διαμόρφωση της επόμενης μέρας στη χώρα. Ωστόσο, το «έγγραφο Πατρούσεφ» περιείχε έναν όρο που δεν μπορούσε να γίνει δεκτός από τον κ. Νετανιάχου: το «πάγωμα» της επανεπιβολής κυρώσεων εναντίον του Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Οι Ρώσοι, σύμφωνα με τον κ. Ραβίντ, ήθελαν από τους Ισραηλινούς να διαδραματίσουν διαμεσολαβητικό ρόλο για τη βελτίωση των ρωσοαμερικανικών σχέσεων. Ωστόσο, η μονομερής απόφαση Τραμπ άλλαξε όλα τα δεδομένα και έφερε την Τουρκία δυναμικά στο τραπέζι…