Νεράκι

ρώτη φορά πηγαίνω στο Νεράκι. Πρώτη φορά βγαίνουμε με τη Ρένα. Λες και φέτος, στα σαρανταφεύγα, έχω βαλθεί να καταρρίψω πρωτιές.

Πρώτο καλοκαίρι εδώ και χρόνια που μένω Αθήνα. Παλιότερα, μέχρι τα είκοσι περίπου, παραθέριζα στο πατρικό της οικογένειας, στις Λιβανάτες Φθιώτιδας. Μετά αλήτεψα για τα καλά, και τελικά, όταν παντρεύτηκα, και μιας και το εξοχικό ανήκε πια στον μεγαλύτερο αδελφό μου, πηγαίναμε με τη Φρόσω και την Εφούλα στον Κόρφο Κορινθίας. Νοίκιαζε εκεί δωμάτιο η οικογένεια της Φρόσως.

Τώρα είμαι μακριά απ’ όλα εκείνα.

Στο διαμέρισμα που έχω βρει μετά το διαζύγιο (η Φρόσω κράτησε το σπίτι με το παιδί) είναι λες και έχω ανταπόκριση με όλα τα αιρ κοντίσιον του Ρέντη. Γρυλίζουν, μουγκρίζουνε με μανία, ενώ ο δικός μου ο ανεμιστήρας πασχίζει να συμβαδίσει, και πότε-πότε τα καταφέρνει, όμως μονάχα στο θόρυβο. Εξω, λίγοι έχουν φύγει. Στους δρόμους κυκλοφορεί κόσμος βράδυ-πρωί, τα ντελίβερι δεν σταματούν, τώρα με τους καύσωνες οι άνθρωποι τα θέλουν όλα στο σπίτι, καφέ, δέματα, φαγητά, σάμπως να κρύβονται από τους άλλους, σα να ντρέπονται που δεν έχουν πάει πουθενά, που έφτασε Αύγουστος και δεν κατάφεραν να λείψουν ούτε ένα Σαββατοκύριακο. Οπως κι εγώ.

Τους παρακολουθώ από τις γρίλιες.

Υπερήλικα ζευγάρια, ανάπηροι που μένουνε με τη μάνα τους, κοπέλες με μικρά παιδιά ή με σκυλάκια, νεαροί με τατουάζ και φυτά, οικογένειες μεταναστών, μοναχικοί άντρες και γυναίκες που δείχνουν να έχουν φάει τη γειτονιά με το κουτάλι, που ποτέ δεν αξιώθηκαν να πάνε κάπου αλλού και τώρα πηγαινοέρχονται πάνω σε γερασμένα παπιά με εξατμίσεις κομμένες εκεί γύρω στο ’89. Μία περίπτωση ειδικά ξεχωρίζει. Εχει μαλλί αφάνα (μαύρη, πίσσα), γυαλιά ηλίου πεταλούδα και από κάτω μια μύτη γαμψή, φοράει διχτυωτά μπλουζάκια, ψηλοτάκουνα και στενά τζιν, παρόλους τους σαράντα βαθμούς, με μόνιμη έδρα το καφενείο «Η Ακακία». Κάνει και περιστασιακά τη σερβιτόρα, τον περισσότερο χρόνο όμως αράζει, ψιλοκουβεντιάζοντας με τους μπαρμπάδες που πιάνουν στασίδι, με πρόσωπα σκαμμένα, ρούχα από καταστήματα νεωτερισμών και φτηνά σπορτέξ που τους τα διάλεξαν οι γυναίκες τους, οι οποίες κάποτε-κάποτε περνούν μπροστά απ’ το καφενείο, σπρώχνοντας καρότσια με αναιμικά ψώνια και ρίχνοντας ματιές αποδοκιμασίας στους συμβίους τους, με επίκεντρο την Αμστελ στο τραπέζι τους ή τη Ρένα που ρεμβάζει σταυροπόδι στο πλάι τους.

Εγώ έχω άδεια απ’ την αποθήκη, αλλά δεν κάνω τίποτα. Ο χωρισμός απ’ τη Φρόσω με έχει μουδιάσει – συν ότι όλοι όσοι ξέρω κάπου έχουν ψιλοπάει τώρα. Τα βράδια, με τον ιδρώτα για δεύτερο πετσί, κάθομαι στο στενό μπαλκόνι με μια μπίρα και κοιτάζω κατά τη δύση, το όρος Αιγάλεω, τον Πειραιά, τα φώτα στο Πέραμα και ακόμα πιο πέρα τη Σαλαμίνα. Κάθε φως είναι και κάποιος σαν εμένα, κάποιος που έχει ξεμείνει στην πόλη, δίχως λεφτά, δίχως παρέα, ή και δίχως τίποτα απ’ τα δύο. Το κινητό το αποφεύγω. Σόσιαλ δεν έχω – και ενώ θυμάμαι τους κωδικούς της Φρόσως, δεν θέλω καν να μπω στο προφίλ της. Φοβάμαι εκείνο που μπορεί να αντικρίσω. Κάθε που πέφτει πάνω μας η νύχτα, εγώ μένω στο βεραντάκι να αγναντεύω τη μακρινή θάλασσα, τους όγκους των βουνών που κρύβουν την Εφούλα απ’ το βλέμμα μου. Στρίβω τσιγάρα και καπνίζω αργά και κάπου-κάπου η νιρβάνα μου διακόπτεται από ένα συναγερμό ή ένα σκύλο. Κάτω απ’ τα πόδια μου η Πειραιώς συνεχίζει το νταραβέρι της – αν μισοκλείσεις τα μάτια, μοιάζει η αραιή κίνηση σαν μια στεκιά φωτεινή σε τραπέζι μπιλιάρδου. Στεκιά τη στεκιά, ένας επίμονος, άρρωστος ηλεκτρισμός, που ποτέ του δεν βρίσκει το στόχο.

Οταν τελικά μιλάω με τη Ρένα, ο Αύγουστος έχει αρχίσει να ξεψυχάει. Εχω δει ήδη τις φωτογραφίες της Φρόσως με τον άλλον, αλλά δεν είναι τόσο αυτό. Είναι ότι θέλω να πω μια κουβέντα σε κάποιον, κάτι να δώσω, κάτι να νιώσω. Μιλάμε αρκετή ώρα στο καφενείο, παράμερα από τους γέρους. Φως φανάρι ότι με είχε σταμπάρει κι εκείνη. Κάθισα αργά, μετά τις δέκα το βράδυ, αλλά με το που με πρόσεξε, ήρθε σχεδόν αμέσως και ζήτησε τη φωτιά μου.

Δεν την πολυκαταλαβαίνω – υποθέτω όμως ότι ούτε κι εγώ βγάζω πολύ νόημα τελευταία. Μιλάει ακατάστατα και έχει δόντια στραβά, που εμποδίζουν την άρθρωση. Η ανάσα της μυρίζει παλιά τσιγάρα. Μου λέει συνέχεια, ξέρεις το Νεράκι; Πρέπει να πάμε στο Νεράκι. Η Αθήνα δεν παλεύεται χωρίς το Νεράκι. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η λέξη «Νεράκι» έχει κάτι το ελαφρά πρόστυχο, έτσι όπως το προφέρει η Ρένα συνέχεια, με τόση λιγωμάρα και προσμονή.

Το Νεράκι.

Επειτα από μια βδομάδα περίπου, πηγαίνουμε τελικά στο Νεράκι. Καβαλάμε το μηχανάκι της Ρένας, γιατί εγώ δεν έχω πια αυτοκίνητο. Δε φαίνεται να τη νοιάζει αυτό. Οδηγάει στητή, περήφανη και πότε-πότε μουντζώνει ή βρίζει αισχρά τους ανταγωνιστές οδηγούς (το μουνί που σε πέταγε, παλιομπινέ), δίχως να την πτοεί η παρουσία μου. Νιώθω τα φαρδιά της καπούλια να στριμώχνονται στον καβάλο μου και τα μικρά της βυζιά να ανασαίνουν πάνω απ’ τις χούφτες μου που την βαστάνε γερά, όπως μου το ζήτησε εκείνη. Κάτι μέσα μου θερμαίνεται ευχάριστα, παρά τη ζέστη της μέρας.

Το Νεράκι είναι ένα ήσυχο μέρος μετά την Ελευσίνα, σχεδόν κολλητά με τα ναυπηγεία και τα διυλιστήρια. Απλώνεται κάτω απ’ τις χορταριασμένες ράγες του τρένου, γεμάτο στροφές και κατηφορίτσες που οδηγούν σε κολπίσκους με ασάλευτα νερά. Το τοπίο θυμίζει παλιά ελληνική ταινία, με ταπεινά ταβερνάκια στην ακροθαλασσιά και οικογένειες που κάνουν πικνίκ, δίχως ομπρέλες και καθίσματα, πάνω σε πετσέτες και σεντόνια ή κατάχαμα σε πέτρες και βραχάκια, άλλοι ψαρεύοντας και άλλοι ήδη μέσα στο νερό, φορώντας κουλούρες για να επιπλέουν. Παραδίπλα, σε μικρές εξέδρες, μετανάστες μαζεύουν όστρακα από πλωτές καλλιέργειες και λίγο πιο πέρα τα αφεντικά τους τα πουλάνε σε υπαίθρια κιόσκια. Ενα μεγάλο ναυάγιο, σαν φάλαινα που εξώκειλε στα ρηχά, σκουριάζει αργά, στο βάθος αριστερά μας.

Βρίσκουμε έναν άδειο, σκιερό κολπίσκο και η Ρένα παρκάρει απότομα το παπί, κρύβοντάς το πίσω από έναν φουντωτό θάμνο. Μοιάζει να έχει έρθει κι άλλες φορές σ’ αυτό το σημείο. Τώρα κατεβαίνουμε προς τη θάλασσα, κάτω απ’ το υπόστεγο των πεύκων. Το νερό είναι τελείως λάδι, σα λίμνη. Η παρουσία των πύργων του ναυπηγείου, πριν την απέναντι όχθη της Σαλαμίνας, μου γεννάει υποψίες για το αν πρέπει να κολυμπήσουμε, δεν θέλω όμως να της το πω. Εκείνη γδύνεται ήδη. Ελα, έλα να πέσουμε, μου κάνει ανυπόμονα. Είναι μεγάλη, μεγαλύτερη από μένα, το φέρσιμό της όμως θυμίζει παιδί. Ισως γι’ αυτό να δουλεύει ακόμα στα θελήματα του καφενέ.

Τι, δεν θα μπεις; μου κάνει απορημένη. Εχει βγάλει το σουτιέν και μένει μόνο με το σλιπάκι – δεν ξέρω αν είναι εσώρουχο ή μαγιό. Τα στήθια της είναι σφιχτά και λευκά σε σχέση με το μελαμψό, αργασμένο της δέρμα. Δυο στήθια έφηβης. Θέλω να την αγγίξω, το θέλω πολύ, αλλά κάτι με εμποδίζει. Φοβάμαι το μολυσμένο νερό.

Μπες εσύ να δροσιστείς κι εγώ θα σε βλέπω, της απαντάω. Ισως μπω αργότερα.

Μη μου πεις ότι δεν ξέρεις μπάνιο, μου κάνει δύσπιστη.

Δεν αποκρίνομαι, αφήνω μόνο ένα αμήχανο γελάκι. Προτιμώ να αφήσω την απάντηση να αιωρείται. Εχω αρχίσει κιόλας να αμφιβάλλω για το ταξίδι μου εδώ μαζί της. Μα και πάλι δεν θέλω να σταματήσει, μ’ αρέσει να την κοιτάζω που μπαίνει με αποφασιστικότητα στη θάλασσα κι αρχίζει τις απλωτές και τις βουτιές, βγάζοντας μικρές κραυγούλες ενθουσιασμού.

Η ώρα περνάει κι εκείνη συνεχίζει το κολύμπι. Αναρωτιέμαι τι να σημαίνει η επιμονή της αυτή με τη θάλασσα. Οταν μου είχε πει να ‘ρθούμε να κολυμπήσουμε, θεώρησα ότι ήταν ένας τρόπος για να μου στείλει ερωτικό κάλεσμα. Ομως η Ρένα φαίνεται ότι το εννοούσε – έχει στ’ αλήθεια έρθει εδώ για να κολυμπήσει. Εγώ διστάζω ακόμα.

Είσαι χέστης! μου φωνάζει κάποια στιγμή, μια φράση βραχνή από παράπονο ή κοροϊδία.

Σιγά-σιγά το μαύρο της κεφάλι αρχίζει να απομακρύνεται, μέχρι που μοιάζει σχεδόν με κεφάλι καρφίτσας. Ο ήλιος έχει πάρει να γέρνει στον ουρανό.

Είναι σούρουπο πια. Από μακριά, απ’ τις ταβέρνες, σέρνεται ένας φευγαλέος απόηχος από μπουζούκι. Κάτι πρέπει να κάνω.

Ρένα! φωνάζω άψυχα. Καμιά απόκριση.

Αργά, διστακτικά, βγάζω τα παπούτσια μου. Προσπαθώ να νιώσω το νερό στα ακροδάχτυλα, κι έπειτα βγάζω το παντελόνι και την μπλούζα. Το νερό είναι χλιαρό, με τραβάει μέσα του. Στο βάθος, προς την Πελοπόννησο, ο ήλιος έχει ήδη χαθεί στα βουνά. Η Ρένα άφαντη.

Τώρα είμαι βυθισμένος μέχρι τη μέση. Αισθάνομαι σα να παίρνω μέρος σε μια αλλόκοτη, μοναχική βάφτιση. Στα πόδια μου ο βυθός μαλακός, χνουδωτός, δίχως πέτρες, βαθουλώνοντας στο αβέβαιο βάδισμά μου.

Παίρνω ανάσα και βουτάω με το κεφάλι. Εχω να κάνω μπάνιο πάνω από χρόνο. Το σώμα μου δέχεται το δροσερό νερό σαν χάδι, η γεύση της αρμύρας με ξυπνάει από λήθαργο. Μια ακατέργαστη ευχαρίστηση με πολιορκεί. Βγαίνω στην επιφάνεια μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη. Θέλω να της το πω, να το φωνάξω, ορίστε, δεν φοβάμαι τη θάλασσα, δεν είμαι χέστης.

Ξαφνικά ακούω θόρυβο από μηχανάκι, μαζί με ένα δαιμονικό γέλιο. Ηχος από ρόδες στο χώμα που απομακρύνονται. Το γέλιο συνοδεύει τις ρόδες σαν διαπεραστική ηχώ, σκίζοντας τον αέρα μέχρι να σβήσει. Δεν αντιδρώ καθόλου.

Ξεφυσάω βαθιά απ’ το στόμα και πλέω ανάσκελα, ακίνητος, σα νεκρός. Μένω έτσι για ώρα.

Το σκοτάδι απλώνεται παντού γύρω μου. Ακόμα και μέσα μου. Είμαι όλος σκοτάδι.

Δεν θέλω να βγω. Τώρα βουτάω για ακόμα μια φορά και γίνομαι ένα με το μαύρο της θάλασσας.

Ο κ. Νίκος Α. Μάντης είναι συγγραφέας. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «Κιθαιρώνας» κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.