Ημακαρίτισσα η γιαγιά μου φοβόταν ακόμη και τη λέξη. Δεν θυμάμαι να την είχα ακούσει ποτέ να λέει «καρκίνος». Συνήθως έλεγε «παλιαρρώστια» ή ακόμη πιο φοβικά, «H Αρρώστια». Μικρή δεν καταλάβαινα. Οταν κάποιος ήταν άρρωστος στην οικογένεια ή το χωριό, έμπαινε ξαφνικά σε ένα σκοτεινό κουκούλι. Σαν κάτι να είχε κάνει λάθος. Σαν να έφταιγε γι’ αυτό που του συνέβη. Οταν τη ρωτούσα, κουνούσε το χέρι της σαν να μου λέει «τι τα θες και τα σκαλίζεις; Μερικά πράγματα δεν λέγονται». Θυμάμαι πως, μέχρι κάποια ηλικία, είχα ένα κράτημα ακόμη και για το ζώδιο να πω τη λέξη. Σύγχυση. Μια ταλάντωση μεταξύ βλασφημίας, ντροπής, ενοχών και στρουθοκαμηλισμού. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να καταλάβω πως στην πραγματικότητα αυτό που κυριαρχούσε στο κοκτέιλ ήταν ο φόβος. Κατάλαβα πως η γιαγιά μου δεν έλεγε τη λέξη γιατί πίστευε με κάποιον τρόπο πως, αν δεν την αρθρώσει, θα μείνει μακριά.
Την περασμένη εβδομάδα, συγκλονισμένη από τη νέα περιπέτεια υγείας της κυρίας Φώφης Γεννηματά, αναζήτησα παλιές της συνεντεύξεις. Την είδα να μιλά για τους γονείς της που πέθαναν από καρκίνο και για το στίγμα που συνόδευε την αρρώστια τότε. Αναρωτιέμαι πώς μεγαλώνει κανείς με αυτό το βάρος. Πώς είναι να βλέπεις και τη μάνα και τον πατέρα σου να φεύγουν έτσι και πόσο εύκολο είναι να βγάλεις απ’ το μυαλό σου πως έρχεται και η δική σου σειρά. Κι έπειτα προσπαθώ να τη φανταστώ την ημέρα της πρώτης διάγνωσης. Λέει πως έτρεμε στην ιδέα πως θα μπορούσε να αφήσει πίσω τα παιδιά της μικρά. Μιλάει για τις μάχες και τους φόβους της. Τότε ήταν που θυμήθηκα τη γιαγιά μου για να συνειδητοποιήσω τελικά την τεράστια απόσταση που (και) σε αυτόν τον τομέα έχει διανύσει η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Αλματα έχουμε κάνει.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.