Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πώς θα εξελιχθεί το «εγχείρημα Ανδρουλάκη».

Ούτως ή άλλως, η πολιτική είναι μια εξίσωση με πολλούς παράγοντες. Αλλους προβλέψιμους, άλλους ελέγξιμους και άλλους όχι.

Το εγχείρημα όμως έχει ενδιαφέρον.

Μια ομάδα νεότερων ανθρώπων αναλαμβάνει την εξουσία σε μια ιστορική παράταξη που δεν διανύει την καλύτερη εποχή της.

Αυτό προσδιορίζει και το ενδιαφέρον του εγχειρήματος αλλά και τις προσδοκίες που έχει καλλιεργήσει στους φίλους και οπαδούς του ΠαΣοΚ – νομίζω το ΚΙΝΑΛ μάς άφησε χρόνους…

Ακόμη περισσότερο που ο Ανδρουλάκης εξελέγη χωρίς πολλά συμφραζόμενα, ούτε ιδιαίτερες διευκρινίσεις, αλλά με ένα γενικότερο σχέδιο: να μη γίνει βοηθός ούτε του Μητσοτάκη ούτε του Τσίπρα. Να τραβήξει τον δικό του δρόμο.

Αυτά ξέρουμε έως τώρα και δεν είναι πολλά. Κυρίως δεν είναι καν τα πιο σημαντικά.

Διότι η πολιτική είναι τελικά μια υπόθεση συσχετισμών, άρα μεγεθών. Και η εκλογή Ανδρουλάκη (όσο θετικά κι αν αντιμετωπιστεί από τον κόσμο) δεν προβλέπεται να μεταβάλει ριζικά μεγέθη και συσχετισμούς – τουλάχιστον σε πρώτη φάση…

Ο μακαρίτης Οτο φον Μπίσμαρκ (που ήξερε από πολιτική…) συνήθιζε να λέει πως «σε ένα σύστημα τριών δυνάμεων, το ζητούμενο είναι να είσαι μία από τις δύο ισχυρότερες».

Είμαι βέβαιος ότι ο Φον Μπίσμαρκ αγνοούσε τα πάντα περί ελληνικής πολιτικής, δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «Πασοκάρα» και ασφαλώς δεν είχε ιδέα περί Ανδρουλάκη. Αλλά περιέγραψε το πρόβλημα με εξαιρετική ακρίβεια.

Τι έχουμε σήμερα στην Ελλάδα; Ενα πολιτικό σύστημα «ενάμισι κόμματος».

l Η Δεξιά/Κεντροδεξιά έχει ανασυγκροτηθεί μετά τη μνημονακή περιπέτεια και εμφανίζεται απολύτως κυρίαρχη.

l Η Αριστερά ξεφύτρωσε μέσα από την κρίση και παραμένει ισχυρή αλλά αποδυναμωμένη – το «μισό κόμμα» που λέγαμε…

l Το Κέντρο/Κεντροαριστερά πλήρωσε το πολιτικό κόστος της κρίσης. Δεν είναι καν μισό κόμμα.

Δεν ισχύουν προφανώς οι αυταπάτες ότι η απλή εκλογή ενός νέου αρχηγού θα ανατρέψει τους πολιτικούς συσχετισμούς. Οι μεγαλοστομίες που ειπώθηκαν προεκλογικά εξέπνευσαν με το κλείσιμο της κάλπης.

Ακόμη όμως κι αν δεν μεταβληθούν οι συσχετισμοί, μπορούν να μεταβληθούν τα μεγέθη. Αυτή υποθέτω θα είναι η πρώτη φροντίδα της νέας ηγεσίας του ΠαΣοΚ. Προτεραιότητα λογική και όχι ανέφικτη.

Μπορεί να δυσκολευτεί απέναντι στο ισχυρό «σύστημα εξουσίας» που συγκρότησε ο Μητσοτάκης, αλλά έχει την τύχη να αντιμετωπίζει τον ΣΥΡΙΖΑ στις χειρότερες στιγμές του.

 

Συνεπώς το παιχνίδι είναι ανοιχτό. Υπό μία προϋπόθεση: ότι το «νέο ΠαΣοΚ» δεν θα είναι απλώς νέο στα δελτία ταυτότητας, αλλά θα διαμορφώσει ένα καινούργιο πολιτικό πρόσωπο.

Ξέρετε κάτι; Αυτό είναι και το δυσκολότερο. Αλλά σε αυτό θα κριθούν ο Ανδρουλάκης και οι δικοί του.

Τρεις επισημάνσεις που μπορεί να βοηθήσουν:

Πρώτον, σε όλες τις κλίμακες πολιτικής αυτο-τοποθέτησης η κοινωνική βάση του ΠαΣοΚ έχει απολύτως κεντρώα χαρακτηριστικά. Ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Αν μπουν στην κουβέντα «δεξιά/αριστερά» έχασαν.

Δεύτερον, έχουμε την (φαινομενική) αντίφαση ενός κόμματος με την πιο ηλικιωμένη εκλογική πελατεία και την πιο νεανική ηγετική ομάδα.

Τρίτον, ποτέ στη μεταπολεμική ιστορία ένα μεγάλο κόμμα που μίκρυνε δεν έγινε ξανά μεγάλο. Ειδικά στον χώρο του Κέντρου/Κεντροαριστεράς: Κόμμα Φιλελευθέρων, ΕΠΕΚ, Ενωση Κέντρου κ.λπ. οδηγήθηκαν στη λήθη.

Θα το καταφέρει τώρα το ΠαΣοΚ; Υποθέτω αυτό είναι το «εγχείρημα Ανδρουλάκη».

Αυτογκόλ
Το επεισόδιο Κουρουμπλή θα ήταν απλώς ένας παροξυσμός χυδαιότητας, αν δεν συνέβαινε στη Βουλή.
Και μάλιστα χωρίς κανένα όφελος.
Ούτε για το ίδιο τον δράστη, ο οποίος υπέστη αποδοκιμασία.
Ούτε για το κόμμα του, το οποίο πυροδότησε την ένταση αλλά μέσα σε αυτό το κλίμα βρέθηκε εγκλωβισμένο από ανεξέλεγκτες συμπεριφορές που δεν μπορούν να τύχουν πολιτικής κάλυψης.
Ετσι ο Τσίπρας αναγκάστηκε να διαγράψει τον βουλευτή του. Αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει.
Το ερώτημα λοιπόν είναι «στα πόσα αυτογκόλ χάνει κάποιος το πρωτάθλημα». Διότι φοβούμαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αρχίζει πλέον και τρώει περισσότερα γκολ από τους δικούς του παρά από τους αντιπάλους!

Επαρχιακός διχασμός

Ολα ξεκίνησαν όταν η αντιπολίτευση (κυρίως η αξιωματική…) κατάλαβε ότι μια επιτυχημένη διαχείριση της πανδημίας πιστώνεται στην κυβέρνηση και στερεί από την ίδια πολιτικό χώρο.
Ετσι η αντιπαράθεση μεταφέρθηκε στο πεδίο της πανδημίας και μάλιστα με όρους υστερίας.
Η εκτίμηση δεν είναι αβάσιμη, ούτε εξωπραγματική. Το ίδιο έχει παρατηρηθεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, απλώς καμία αντιπολίτευση δεν έχει αντιδράσει με αυτόν τον τρόπο.
Εκεί επικράτησε η αντίληψη πως προέχει η αντιμετώπιση της πανδημίας. Πως αποτελεί τρόπον τινά «γενικό καλό», όποιος κι αν επωφελείται ή δεν επωφελείται.
Σε καμία άλλη χώρα τα κόμματα δεν αντιδικούν για τις ΜΕΘ, τα εμβόλια και τους εμβολιασμούς, τα σχολεία ή κάποια επιστημονική έρευνα που κανείς ανειδίκευτος δεν μπορεί να αξιολογήσει.
Γενικά ο κορωνοϊός έχει μείνει έξω από το πολιτικό παιχνίδι.
Να θυμίσω ότι έγιναν πρόσφατα εκλογές στην Γερμανία, πλησιάζουν στη Γαλλία, και η πανδημία σχεδόν απουσιάζει από την προεκλογική σύγκρουση.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο μόλις προ ημερών η κυβέρνηση ξεπέρασε ανταρσία βουλευτών που αρνούνταν να ψηφίσουν μέτρα επειδή τη στήριξε η αντιπολίτευση των Εργατικών.
Αντιθέτως στην Ελλάδα έγιναν αναρίθμητες κοινοβουλευτικές συζητήσεις και ούτε μπορεί κανείς να μετρήσει τις ώρες καθημερινής τηλεοπτικής φλυαρίας για τον κορωνοϊό.
Ακόμη και η συζήτηση για τον προϋπολογισμό επισκιάστηκε από τις ΜΕΘ και την έκθεση Τσιόδρα – Λύτρα!
Ετσι, ένα παγκόσμιο υγειονομικό φαινόμενο αντιμετωπίστηκε με όρους επαρχιακού εθνικού διχασμού.
Προφανώς η αντιπαράθεση απέβη κυρίως σε βάρος της διαχείρισης.
Ο κορωνοϊός τραβάει τον δρόμο του ανεξάρτητα από τις «απόψεις» ή τις «οδηγίες» του ενός ή του άλλου. Δεν τελειώνει, ούτε αρχίζει, επειδή το αποφάσισε ένα κυβερνητικό συμβούλιο ή μια Κεντρική Επιτροπή.
Αλλά αυτό κανείς δεν φαίνεται να το λαμβάνει υπόψη του. Δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα ψάχνουν όχι ένα τέλος αλλά μια δικαίωση.
Θα ήταν ενδεχομένως μια αποκρουστική εξέλιξη, αν δεν υπήρχε κι ένα υστερόγραφο. Που λέει ότι μπορεί να έλθουν και χειρότερα.