Στις 11 Δεκεμβρίου και μιλώντας στη Βουλή, ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε «εγώ στα θέματα εξωτερικής πολιτικής Μητσοτάκης δεν θα γίνω».
Είναι ασφαλώς χρήσιμη διευκρίνιση, παρ’ όλο που (αν δεν απατώμαι) ουδείς του ζήτησε να γίνει Μητσοτάκης. Ακριβώς όπως ουδείς ζήτησε από τον Μητσοτάκη να γίνει Τσίπρας. Ο καθένας θα πορευτεί με τα καλά του, με τα στραβά του και με τον εαυτό του. Αλλαγές δεν προβλέπονται.
Γιατί όμως το λέει αυτό ο Τσίπρας; Λόγω της συγκυρίας των ελληνοτουρκικών. Αν κατάλαβα καλά, προσάπτει στον Μητσοτάκη ότι πριν από τις εκλογές «μετέτρεψε τα εθνικά θέματα σε κεντρικό πεδίο αντιπαράθεσης προς άγραν ψήφων».
Και τον κατηγορεί «γι’ αυτό που κάνατε εσείς να διχάσετε τον ελληνικό λαό για μια Συμφωνία που τώρα θέλετε να τηρήσετε».
Σαν να θεωρεί δηλαδή ότι ο Μητσοτάκης υπήρξε unfair απέναντί του. Οτι δεν του φέρθηκε σωστά. Οτι τον αδίκησε.
Είναι μια άποψη. Μόνο που η σημερινή συγκυρία δεν έχει καμία σχέση με τη συγκυρία στην οποία αναφέρεται ο πρώην πρωθυπουργός. Για πολλούς λόγους.
Πρώτον, ο Μητσοτάκης δεν ανέλαβε καμία πρωτοβουλία εναντίον της Τουρκίας. Αμύνεται στις πρωτοβουλίες της Τουρκίας. Χωρίς αυτές δεν θα υπήρχε αφορμή να διασφαλίσει το εσωτερικό μέτωπο.
Σε αντίθεση με το Σκοπιανό. Στην περίπτωση εκείνη ήταν η ελληνική κυβέρνηση που ανέλαβε την πρωτοβουλία.
Χωρίς να την υποχρεώνει κανείς, για δικούς της λόγους, με δικές της επιδιώξεις και χωρίς να εξασφαλίσει προηγουμένως την συναίνεση των άλλων πολιτικών δυνάμεων.
Δεν είναι τυχαίο ότι απέναντί της δεν βρέθηκε μόνο ο Μητσοτάκης, αλλά όλα τα πολιτικά κόμματα: ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ, Λεβέντης, ΑΝΕΛ, πλην κάποιων μπερδεμένων στο Ποτάμι.
Η υπόθεση έμοιαζε περισσότερο με μεθόδευση εναντίον της αντιπολίτευσης παρά για εθνικό σχέδιο στο οποίο η κυβέρνηση ζητούσε τη συναίνεση της αντιπολίτευσης.
Γιατί λοιπόν η αντιπολίτευση να διευκολύνει την κυβέρνηση; Και άλλωστε (για να είμαστε ειλικρινείς) ειδικά η ΝΔ δεν έκανε καμία σπουδαία φασαρία. Πιο πολύ φυλαγόταν από τα δεξιά της.
Δεύτερον, η πολιτική απέναντι στην Τουρκία χαίρει παραδοσιακά μιας ευρείας εθνικής συναίνεσης στη χώρα μας, έστω και με αποχρώσεις. Στην πολιτική της κυβέρνησης δεν υπάρχει ουσιαστικός αντίλογος.
Οταν όμως δεν υπάρχει αντίλογος, πώς μπορεί να υπάρξει διχασμός;
Σε αντίθεση με το Σκοπιανό, όπου η τότε κυβέρνηση είχε απέναντί της το 75%-80% της ελληνικής κοινωνίας. Οι οποίοι προφανώς δεν περίμεναν τη ΝΔ να τους διχάσει. Είχαν διχαστεί από μόνοι τους επειδή διαφωνούσαν με τις Πρέσπες.
Ο Μητσοτάκης μάλιστα είχε προειδοποιήσει πολλές φορές προεκλογικά πως αν ψηφιστεί η Συμφωνία είναι υποχρεωμένος να την τηρήσει.
Δεν το λέει «τώρα». Και «τώρα» δεν κάνει τίποτα περισσότερο από όσα είχε πει «τότε».
Τρίτον, μπροστά στην επιθετικότητα της Τουρκίας η κυβέρνηση πήρε πρωτοβουλία συνεννόησης με όλες τις πολιτικές δυνάμεις πάνω σε μια βάση στην οποία (ούτως ή άλλως) όλοι συμφωνούσαν και ορθώς ανταποκρίθηκαν.
Στο Σκοπιανό, αντιθέτως, η κυβέρνηση ανέλαβε μια πρωτοβουλία χωρίς να συνεννοηθεί προηγουμένως με κανέναν, με αντίθετη τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων και σε ένα θέμα στο οποίο υπήρχαν σαφώς ένα «ναι» και ένα «όχι».
Τι περίμενε δηλαδή; Να μην εκφράσει κανείς το «όχι»; Και δεν εννοώ απαραιτήτως «προς άγραν ψήφων». Αλλά επειδή πολλοί μπορεί να συμφωνούσαν με το «όχι».
Επί της ουσίας, λοιπόν, δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνει Μητσοτάκης ο Τσίπρας, ούτε να γίνει Τσίπρας ο Μητσοτάκης.
Απλώς θα διευκόλυνε πολύ την κουβέντα αν ο αρχηγός της αντιπολίτευσης συνειδητοποιούσε ότι έχασε τις εκλογές απλώς επειδή έτσι έκριναν οι ψηφοφόροι.
Και όχι επειδή έπεσε θύμα αδικίας, αχαριστίας, κοροϊδίας, αγνωμοσύνης ή καταχθόνιων δυνάμεων.
Σύμπαν παράλληλο
Υποψιάζομαι ότι κάπου υπάρχει ένα παράλληλο σύμπαν στο οποίο κατοικεί ένα μέρος της αντιπολίτευσης και διάφοροι δημοσιογράφοι ανάλογης αντίληψης. Στο σύμπαν αυτό δεν υπάρχει Ρασπούτιν, κυριαρχεί μια άγρια αστυνομική καταστολή, η κυβέρνηση εξαπατά τη μεσαία τάξη, ο Μητσοτάκης φοβάται να αντιμετωπίσει τον Τσίπρα και η ΝΔ διορίζει κολλητούς. Δεν ξέρω πώς είναι να ζεις εκεί και να πιστεύεις τέτοια πράγματα – αν φυσικά τα πιστεύεις και δεν βγάζεις απλώς το ψωμί σου. Είμαι βέβαιος όμως πως σε αυτό το παράλληλο σύμπαν είναι θέμα χρόνου πότε θα καταρρεύσει η κυβέρνηση να αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ. Απλώς οι άλλοι ελέγχουν τα μίντια και μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Αριστεροί ακτιβιστές
Η χαοτική υπόθεση του Brexit φαίνεται ότι κρίθηκε όπως πρέπει να κρίνονται όλα στη δημοκρατία. Με την ψήφο των ενδιαφερομένων.
Πρώτα σε δημοψήφισμα. Τώρα σε εκλογές. Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει το αποτέλεσμα.
Ενα αποτέλεσμα που έχει όμως δύο πλεονεκτήματα.
Πρώτον, κλείνει μια εκκρεμότητα που έκανε κακό και στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ενα καλό διαζύγιο είναι πάντα καλύτερο από έναν κακό γάμο.
Δεύτερον, αναδιατάσσει πλήρως το βρετανικό πολιτικό σύστημα και υποχρεώνει κυρίως το Εργατικό Κόμμα να επιστρέψει στον δρόμο της πολιτικής λογικής.
Την Πέμπτη το Εργατικό Κόμμα υπέστη τη χειρότερη ήττα του από το 1935. Κατέρρευσε σχεδόν σε όλα τα «κόκκινα κάστρα».
Από το 1979 έως το 2019 έχουν γίνει έντεκα βουλευτικές εκλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι Εργατικοί κέρδισαν μόνο τρεις από αυτές και όλες υπό την αρχηγία του Τόνι Μπλερ. Δεν είναι τυχαίο.
Πράγμα που σημαίνει ότι στο εκλογικό ερώτημα η βρετανική κοινωνία δίνει διαχρονικά την ίδια απάντηση: καταψηφίζει τους ακτιβιστές και τους αριστεριστές.
Γυρίζει δηλαδή την πλάτη σε εκείνους που θέλουν να αλλάξουν όχι κυβέρνηση αλλά κοινωνία.
Ο Μπλερ έσπρωξε το «νέο Εργατικό Κόμμα» στον δρόμο της σύγχρονης κυβερνησιμότητας και της ευρύτερης κοινωνικής επιρροής. Δώδεκα χρόνια μετά την αποχώρησή του, ο Κόρμπιν στην καρέκλα του μοιάζει περισσότερο με ανέκδοτο.
Υπογραμμίζει όμως μια σταθερά στο επίπεδο ολόκληρης της Ευρώπης. Το κύμα που αντισυστημικού λαϊκισμού που ξέσπασε μετά το 2010 έχει ανασχεθεί. Οι εκλογές κρίνονται όπως παλιά στον χώρο του κέντρου.
Μέσα στο 2019 ο κανόνας αυτός επιβεβαιώθηκε στην Ελλάδα, στη Δανία, στην Αυστρία, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία, τώρα και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Για να είμαστε δίκαιοι, το 2017 είχε προηγηθεί ο Μακρόν στη Γαλλία.
Ακόμη και φεύγοντας λοιπόν οι βρετανοί φίλοι μας επιβεβαίωσαν την επιστροφή στην κανονικότητα.
Ασφαλώς θα μας λείψουν. Ασφαλώς θα κουβεντιάζουμε το «έπρεπε ή δεν έπρεπε». Τουλάχιστον όμως αφήνουν φεύγοντας μια ισχυρή παρακαταθήκη.
Στο χέρι τους είναι να ξεφορτωθούν πολιτικά και τον σύντροφο Κόρμπιν. Υποθέτω θα το κάνουν.
Η παλαιότερη κοινοβουλευτική δημοκρατία γνωρίζει ότι η δημοκρατία χρειάζεται δύο πόδια για να προχωρήσει. Δηλαδή, δύο παρατάξεις εξουσίας.
Οχι αριστερούς ακτιβιστές.