Θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στην κυβέρνηση Μητσοτάκη που κάνει φιλότιμη αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Διαφορετικά θα πεθαίναμε από πλήξη!
Η κανονική αντιπολίτευση είναι για τα καλαμπούρια – τιμολογεί τις βασιλόπιτες του Βορίδη.
Και ο αντιπολιτευόμενος Τύπος ένα μείγμα περιθωριακών και φανατικών που πιστεύει ότι η πραγματικότητα δεν είναι παρά μια κατασκευή – των άλλων! Η καθημερινή πολιτική απορία τους είναι για ποιον λόγο οι άλλοι δεν βλέπουν τα πράγματα που βλέπουν εκείνοι.
Για ποιον λόγο δηλαδή μόνο ένας πρώην μετακλητός του πρώην πρωθυπουργού είδε «επτά μήνες ζόφου, κουτσουρεμένοι μισθοί, σακατεμένες δουλειές, ανάπηρη Παιδεία, κωλοπετσωμένοι κολεγιάρχες, ρουσφέτια αέρος-αέρος, άρρωστη Υγεία, αστυνομικά χαστούκια σε παιδιά και των γονέων, δωράκια σε όποιον το φυσάει κ.λπ.» (Θ. Καρτερός, «Αυγή», 30/1).
Η απορία τους είναι ίσως λογική. Αλλά η απάντηση που δίνουν λάθος.
Πάρτε την τελευταία χρονολογικά έρευνα που έχουμε στα χέρια μας (Opinion Poll, 22-27 Ιανουαρίου).
Δεν θα σταθώ στα γενικά. Αλλά σε ένα απλό πράγμα, την εικόνα της κυβέρνησης στους ψηφοφόρους της αντιπολίτευσης.
Πρώτο παράδειγμα: ικανοποίηση από την κυβέρνηση. Γενικός μέσος όρος 55%. Αλλά και 27,9% στους ψηφοφόρους ΣΥΡΙΖΑ, 67,8% στους ψηφοφόρους ΚΙΝΑΛ, περίπου 50% στους ψηφοφόρους Βαρουφάκη και Βελόπουλου, 25,6% ακόμη και στους ψηφοφόρους ΚΚΕ.
Δεύτερο παράδειγμα: ικανοποιημένοι με τον Πρωθυπουργό. Γενικός μέσος όρος 61,9%. Αλλά και 30,7% στους ψηφοφόρους ΣΥΡΙΖΑ, 78% στους ψηφοφόρους ΚΙΝΑΛ, 74% στους ψηφοφόρους Βελόπουλου – 40% στους ψηφοφόρους ΚΚΕ!
Τρίτο παράδειγμα – και καλύτερο. Η δημοσκόπηση ρωτάει «είστε ικανοποιημένοι από την απόφαση και τους χειρισμούς της κυβέρνησης αυτό το διάστημα για να ανακαταληφθούν κατειλημμένα κτίρια, να αντιμετωπιστούν παραβατικές συμπεριφορές στα Πανεπιστήμια, Εξάρχεια κ.λπ.;».
Το 64,2% δηλώνει ικανοποιημένο. Αλλά μεταξύ αυτών είναι το 84,8% των ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ, το 51,1% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, το 74,1% των ψηφοφόρων Βελόπουλου και το 53,9% των ψηφοφόρων του ΚΚΕ. Μόνο οι ψηφοφόροι του Βαρουφάκη δηλώνουν κατά πλειοψηφία αρνητικοί.
Χαιρετίσματα στον Ραγκούση από τον Χρυσοχοΐδη!
Το τρίτο αυτό παράδειγμα είναι εξαιρετικό επειδή έχει καταστεί εμβληματικό και είναι συγκεκριμένο. Δεν αφορά μια γενική εντύπωση.
Αν ακούσεις την αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, αν ανατρέξεις στον αριστερό Τύπο ή αν πιστέψεις διάφορους επαγγελματίες των δικαιωμάτων, υποθέτεις ότι κάτι εφιαλτικό συμβαίνει στη χώρα. Αν ρωτήσεις όμως τους ψηφοφόρους της αντιπολίτευσης σου λένε «μια χαρά τα κάνει η κυβέρνηση»!
Η πολιτική απορία που προκύπτει λοιπόν είναι η εξής. Να δεχθώ ότι είναι νωρίς για να απογοητεύσει η κυβέρνηση τους ψηφοφόρους της κυβέρνησης (Αλ. Τσίπρας, ΑΝΤ1, 27/1).
Πώς γίνεται όμως και δεν απογοητεύει ούτε τους ψηφοφόρους της αντιπολίτευσης;
Νομίζω ότι έχουμε παραβλέψει έναν σημαντικό παράγοντα. Οπως φαίνεται, η χώρα δεν άλλαξε απλώς κυβέρνηση αλλά έχει μπει σε ένα νέο Παράδειγμα. Δεν μετακινήθηκε μόνο πολιτικά αλλά και ιδεολογικά.
Σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα ο Ινδαρές ή οι συλλογικές συμβάσεις ή το άσυλο είναι υποσημειώσεις. Η τάξη προέχει της αταξίας κατά την επιβολή της τάξης.
Μια ολόκληρη κουλτούρα της Μεταπολίτευσης (κουλτούρα ανοχής για κάποιους, κουλτούρα καταστροφής για άλλους) έχει καταστεί μειοψηφική.
Αν λοιπόν οι πολίτες επικρίνουν την κυβέρνηση για το Μεταναστευτικό δεν είναι επειδή δεν διασφαλίζει τα δικαιώματα μεταναστών και προσφύγων αλλά επειδή δεν μπορεί να ξεφορτωθεί τους μετανάστες και τους πρόσφυγες.
Κι αν η ιστορία της μπάλας κόστισε στον Μητσοτάκη δεν είναι επειδή ο κόσμος τραβάει ζόρι για τις ομάδες ή το πρωτάθλημα. Αλλά επειδή η κυβέρνηση έδειξε να ντιλάρει.
Η χώρα αλλάζει, λοιπόν. Και μεταξύ μας, ευτυχώς.
Ενα μέρος της αντιπολίτευσης όμως εξακολουθεί να απευθύνεται με λάθος τρόπο, για λάθος λόγους και για λάθος ζητήματα σε μια χθεσινή χώρα.
Αλλά είπαμε. Πάλι καλά που υπάρχει κι ο Μητσοτάκης να κάνει αντιπολίτευση στον Μητσοτάκη.
Ψάχνοντας έναν ρόλο
Αν έχω καταλάβει καλά, στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς κινούνται τρεις κατηγορίες συμπολιτών μας.
Υπάρχουν εκείνοι που αισθάνονται αριστεροί, ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ ή κάποιο άλλο αριστερό κόμμα και θέλουν να συνεχίσουν να το κάνουν. Λογικό και δικαίωμά τους.
Υπάρχουν εκείνοι που προέρχονται από το ΠαΣοΚ, ψηφίζουν ΠαΣοΚ ή Κίνημα Αλλαγής και θέλουν να συνεχίσουν να ψηφίζουν το ΠαΣοΚ, όπως κι αν ονομάζεται. Λογικό και δικαίωμά τους.
Υπάρχουν τέλος κάποιοι που κάποτε ήταν ΠαΣοΚ, μετά πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ και τώρα θέλουν να γίνει ΠαΣοΚ ο ΣΥΡΙΖΑ ώστε να συνεχίσουν να ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ αλλά να νομίζουν ότι ψηφίζουν ΠαΣοΚ.
Αυτοί κοροϊδεύουν την κοινωνία ή είναι για δέσιμο.
Αν δεν απατώμαι είναι η πρώτη προσπάθεια στην παγκόσμια πολιτική που ένα κόμμα προσπαθεί να ιδιοποιηθεί ένα άλλο… κόμμα!
Στη βάση της επιχείρησης βρίσκεται η επινόηση ενός πράγματος που ονομάστηκε «προοδευτική παράταξη».
Τέτοια παράταξη δεν έχει υπάρξει ποτέ στην ελληνική ιστορία. Είχαμε τους τρικουπικούς και τους δηλιγιαννικούς, τους κωνσταντινικούς και τους βενιζελικούς, τους βασιλικούς και τους δημοκρατικούς, τους δεξιούς και τους αριστερούς, τους πασόκους και τους νεοδημοκράτες.
Οι μόνοι «προοδευτικοί» που ξέραμε έως τώρα ήταν ένα ισχνό κόμμα του Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60. Το «Κόμμα Προοδευτικών».
Δεν ξέρω αν οι προαναφερθέντες προοδευτικοί διεκδικούν το βάρος της πολιτικής κληρονομιάς του Μαρκεζίνη. Να τους προειδοποιήσω πάντως ότι δεν είναι ασήκωτο.
Αλλά δεν πρόκειται περί αυτού. Απλούστατα το «επάγγελμα ΠαΣοΚ» έχει περάσει στα αζήτητα και πολλοί συμπολίτες μας που το ασκούσαν επικερδώς ψάχνουν να βρουν νέα δουλειά και εργοδότη.
Ακόμη και τον ΣΥΡΙΖΑ; «Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή!» συνηθίζει να λέει ο Βαγγέλης Βενιζέλος.
Αλλωστε αυτή ήταν η ζήτηση, αυτή και η προσφορά.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν νομίζω ότι υπήρχε άλλος πολιτικός οργανισμός πρόθυμος να αξιοποιήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ταλέντο του Ραγκούση, του Τζουμάκα ή της Μαριλίζας.
Το ζήτημα είναι το κίνητρο. Διότι οι προσφερόμενοι δεν αρκούνται στην πρόσληψη. Θέλουν και ρόλο, έναν ρόλο στο μέτρο ικανοτήτων που οι ίδιοι κυρίως αναγνωρίζουν στον εαυτό τους.
Και οι ρόλοι είναι πάντα πρόβλημα.
Ακόμη και οι καλύτεροι θίασοι της παγκόσμιας ψυχαγωγίας έχουν πλακωθεί μεταξύ τους για έναν ρόλο. Ιδίως όταν οι ηθοποιοί είναι ατάλαντοι, το έργο δεν συγκινεί και η παράσταση δεν αρέσει.