Μια Νέα Γιάλτα;
Γράφει ο Σωτήρης Ριζάς
Η προσέγγιση Αμερικής – Ρωσίας χαρακτηρίστηκε σε πολλά δημοσιεύματα του Τύπου ως Νέα Γιάλτα. Είναι πράγματι έτσι; Το κριτήριο δεν μπορεί να είναι το γεγονός ότι όπως τον Φεβρουάριο του 1945 στη Γιάλτα πρωταγωνιστούν και πάλι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία, παρά την παρουσία τότε μιας Βρετανίας εμφανώς ανίσχυρης έναντι των δύο αναδυόμενων υπερδυνάμεων. Το κριτήριο είναι η επίδραση που θα έχουν οι αμερικανο-ρωσικές συνεννοήσεις στην ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη ή και στον κόσμο. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις του προέδρου Ρούζβελτ και των συνεργατών του, η Γιάλτα συνδέθηκε με τη διαίρεση της Ευρώπης σε δύο στρατόπεδα, καθώς αναγνωρίστηκε στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη μια σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ενωσης.
Θα υπάρξει μια τέτοια ανακατανομή ισχύος με αφετηρία τις συνομιλίες του Ριάντ; Από όσα γνωρίζουμε, το αντικείμενο των συνομιλιών είναι ο τερματισμός του πολέμου στη Ουκρανία. Η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία όμως δεν ήταν μια μεμονωμένη κίνηση αλλά εντασσόταν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο της ρωσικής πολιτικής, η οποία επεδίωκε να αναστρέψει τις συνέπειες του τέλους του Ψυχρού Πολέμου, μεταξύ αυτών βασικά στοιχεία της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς. Τον Δεκέμβριο του 2021 η Μόσχα ζητούσε να μην υπάρξει νέα διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς κράτη της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, να μην πραγματοποιούνται ασκήσεις κοντά στα ρωσικά σύνορα με εμπλοκή δυνάμεων μεγαλύτερων της ταξιαρχίας ή προσομοιώσεις πυρηνικών επιθέσεων, να μη συνάψουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στρατιωτικές συμφωνίες με τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ στην Κεντρο-ανατολική Ευρώπη, να μην εγκαταστήσουν εκεί πυραύλους μέσου ή μεγάλου βεληνεκούς και να αποσύρουν τέτοια πυραυλικά συστήματα εγκατεστημένα ήδη στη Γερμανία ή την Τουρκία.
Εξάλλου, εκτός του πλαισίου των αμερικανο-ρωσικών συνομιλιών εκπέμφθηκαν στη συνδιάσκεψη ασφαλείας του Μονάχου ισχυρά σήματα από αμερικανικής πλευράς, από τον αντιπρόεδρο Βανς και τον υπουργό Αμυνας Χέγκσεθ, που δείχνουν την αποστασιοποίηση της δεύτερης διακυβέρνησης Τραμπ από την ευρωπαϊκή ασφάλεια και το ΝΑΤΟ. Η οξεία ρητορική και η ουσία των μηνυμάτων αυτών συνιστούν μια πολύ προωθημένη στρατηγική αφετηρία της δεύτερης διακυβέρνησης Τραμπ η οποία ανέλαβε την πρωτοβουλία κινήσεων έναντι των ηγεσιών των σημαντικότερων ευρωπαϊκών κρατών που αμφισβητούνται στο εσωτερικό: Ο γερμανός καγκελάριος εν όψει εκλογών δεν διαθέτει δυνατότητες παρέμβασης και ο πρόεδρος Μακρόν επιδεικνύει αντανακλαστικά ηγέτη μιας σημαντικής χώρας, χωρίς όμως να διαθέτει ισχυρή πολιτική βάση στο εσωτερικό της Γαλλίας. Υπάρχει η εκτίμηση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι έτοιμες να αποσυρθούν από την ευρωπαϊκή ασφάλεια, την οποία εγγυώνται από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να συγκεντρωθούν στον ανταγωνισμό με την Κίνα. Στο πλαίσιο αυτό η προσέγγιση με τη Ρωσία απεμπλέκει την Αμερική από την υποστήριξη της Ουκρανίας, εγχείρημα που καθήλωσε τη Ρωσία αλλά δεν κόστισε λίγο στην ίδια την Ουάσιγκτον και ταυτόχρονα επιτρέπει την αποστασιοποίηση της Μόσχας από το Πεκίνο. Εάν πρόκειται για κάτι τέτοιο, η προσέγγιση Ουάσιγκτον – Μόσχας συνιστά μια Νέα Γιάλτα και ενσωματώνει ταυτόχρονα τη στρατηγική αντίληψη του ανοίγματος των Νίξον – Κίσιντζερ προς την Κίνα το 1971. Ηταν μια στρατηγική που πέτυχε να εδραιώσει το ρήγμα Πεκίνου – Μόσχας, αλλά αυτή τη φορά η Ρωσία είναι ο δέκτης της αμερικανικής προσέγγισης προκειμένου να αποστασιοποιηθεί από την Κίνα. Απομένει να φανεί.
Οι ιστορικοί δεν συμπαθούν την εύκολη χρήση ιστορικών αναλογιών, αλλά το εύρημα της Νέας Γιάλτας είναι μια χρήσιμη υπόμνηση ότι μπορεί να συντελείται μια αλλαγή στον συσχετισμό δυνάμεων που δεν είναι συνηθισμένης κλίμακας.
*Ο Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.
***
Η σκιά του Μονάχου
Γράφει ο Μάρκος Καρασαρίνης
Τρία είναι τα πιο αναγνωρίσιμα τοπωνύμια του δυτικού πολιτικού λεξιλογίου: Βερσαλλίες, Γιάλτα, Μόναχο. Κατά παράδοξο τρόπο, είναι συνδεδεμένα με ισάριθμες αποτυχίες: οι Βερσαλλίες με την αδυναμία των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου να διασφαλίσουν μια βιώσιμη ειρήνη διά της ομώνυμης συνθήκης· η Γιάλτα με τη συνδιάσκεψη των Συμμάχων που επικύρωσε την τραυματική μεταπολεμική διαίρεση της Ευρώπης σε αμερικανική και σοβιετική σφαίρα επιρροής μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο· το Μόναχο με την τύφλωση της αγγλογαλλικής ηγεσίας και την καταδικασμένη εκ των προτέρων απόπειρα «κατευνασμού» του Χίτλερ.
Από τις αρχές της εβδομάδας, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ και οι συν αυτώ έθεσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε τροχιά προσέγγισης με τη Ρωσία αντιστρέφοντας μια στρατηγική δεκαετιών (και την πραγματικότητα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία), το «Μόναχο» συναγωνίζεται τη «Γιάλτα» ως επεξηγηματικό φόντο πολλών πολιτικών αναλύσεων. Οι ιστορικές συγκρίσεις, οπωσδήποτε, δεν πρέπει να γίνονται ελαφρά τη καρδία, κυρίως γιατί η Ιστορία αποστρέφεται τις επαναλήψεις. Η πανουργία της όμως είναι ότι ενίοτε αρέσκεται σε απόηχους και αναλογίες.
Μεταξύ 15 και 30 Σεπτεμβρίου 1938, σε τρεις διαδοχικές συναντήσεις στο Μπερχτεσγκάντεν, το Μπαντ Γκόντεσμπεργκ και το Μόναχο, ο βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν και ο γερμανός δικτάτορας Αδόλφος Χίτλερ διαπραγματεύθηκαν την ακεραιότητα μιας χώρας. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 30ής Σεπτεμβρίου η Τσεχοσλοβακία ακρωτηριάστηκε με την απόσπαση των γερμανόφωνων περιοχών της Σουδητίας, υπό την άμεση απειλή πολέμου, σε συνδιάσκεψη όπου έλαβαν μέρος πρωθυπουργοί και αρχηγοί κρατών τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων (Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Γερμανίας). Οι δύο διπλωματικοί εκπρόσωποι της Τσεχοσλοβακίας παρέμεναν αποκλεισμένοι σε μια διπλανή αίθουσα και κλήθηκαν μόνο στις 1.30 τα ξημερώματα για να τους ανακοινωθούν οι αποφάσεις που είχαν ληφθεί ερήμην τους.
Είκοσι χρόνια μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μια Ευρώπη πληγωμένη από το τραύμα των 16 εκατομμυρίων νεκρών του υποδέχθηκε με συλλογική ανακούφιση τη θυσία ενός έθνους και την παράταση που ο αυταπατώμενος Τσάμπερλεν θα εξήγγελλε ως μονιμότητα με τη φράση «ειρήνη στον καιρό μας». Το ηθικό στίγμα της συνθηκολόγησης των δυτικών δημοκρατιών στο Μόναχο θα γινόταν πλήρως αντιληπτό στην εντεκάμηνη πορεία προς τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία αποτελώντας μεταπολεμικά το κατεξοχήν παράδειγμα ενδοτικότητας.
Προφανώς, οι συνομιλίες μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας στο Ριάντ δεν έχουν τη βαρύτητα των δραματικών εκείνων στιγμών. Επρόκειτο, άλλωστε, για προκαταρκτικές επαφές, όχι για σύνοδο οριστικών διευθετήσεων, στο ριζικά διαφορετικό διεθνές περιβάλλον ενός άλλου αιώνα. Κοινή, όμως, με το επεισόδιο του 1938 ήταν η απουσία εναλλακτικής πρότασης από Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ, αντίστοιχα, όπως επίσης και η επιβράβευση και η προσχώρηση στους σχεδιασμούς μιας αναθεωρητικής δύναμης που απειλεί να προσφύγει ή έχει ήδη προσφύγει στη βία· η περιθωριοποίηση του σημαντικότερου συμμάχου στο πρόσωπο τότε της Γαλλίας, σήμερα της Ευρωπαϊκής Ενωσης· ο αποκλεισμός, τέλος, από τις συνεννοήσεις, της χώρας της οποίας απειλείται η ύπαρξη, τότε της Τσεχοσλοβακίας, τώρα της Ουκρανίας.
Αν οι ανησυχίες επιτείνονται, πάντως, αυτό οφείλεται λιγότερο στις όποιες αναλογίες με το ίδιο το επεισόδιο του Μονάχου και περισσότερο στη συνειδητοποίηση μιας διαφαινόμενης πρόθεσης πλήρους απεμπλοκής των ΗΠΑ από τον στρατηγικό δυτικό μεταπολεμικό κανόνα – ή στην καλύτερη περίπτωση της διατήρησής του με δραστική μεταβολή των όρων του. Οπως και στην αίσθηση ότι ξανά ένας κοντόθωρος, εύπιστος και αφελής πολιτικός βρίσκεται απέναντι σε ένα κυνικό αρπακτικό με την αυταπάτη ότι κερδίζει εκείνος την παρτίδα.
*Ο κ. Μάρκος Καρασαρίνης, αρχισυντάκτης των «Νέων Εποχών», είναι διδάκτορας Ιστορίας.