Μια εθνική επιλογή

Η εκλογή σήμερα νέου αρχηγού στο ΠαΣοΚΙΝΑΛ είναι προφανώς ζήτημα των φίλων, οπαδών και στελεχών του. Θα επιλέξουν όποιον νομίζουν και θα το κάνουν με τα κριτήρια που θέλουν.

Το αποτέλεσμα της επιλογής τους όμως αφορά το σύνολο των πολιτών.

Για έναν απλό λόγο. Επειδή το δημοκρατικό σύστημα είναι αυτό ακριβώς που λέει το όνομά του: ένα σύστημα.

Και στην εύρυθμη λειτουργία ενός συστήματος συμπράττει το σύνολο των μερών που το αποτελούν.

Μετά το 1974 η δημοκρατία μας στηρίχθηκε σε μια πολιτική βάση που συγκροτείται από τρεις βασικές συνιστώσες: τη Δεξιά-Κεντροδεξιά, το δημοκρατικό Κέντρο και την Αριστερά – όπως κι αν αποκαλείται κάθε φορά καθεμία από αυτές…

Υπό αυτή την έννοια η χώρα μας ακολουθεί τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά και τους βασικούς διαχωρισμούς των ευρωπαϊκών πολιτικών συστημάτων.

Και γι’ αυτό μοιάζει ανιστόρητη η προχθεσινή δήλωση του Αλ. Τσίπρα ότι το ΠαΣοΚΙΝΑΛ θα πρέπει να επιλέξει αν θα πάει «με τη Δημοκρατική Παράταξη ή τη Δεξιά» (9/12).

Το ΚΙΝΑΛ ή το ΠαΣοΚ είναι η Δημοκρατική Παράταξη. Δεν χρειάζεται να επιλέξει εκείνο που είναι εδώ και μερικές δεκαετίες.

Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η Δημοκρατική Παράταξη, ούτε είχε ποτέ σχέση μαζί της. Είναι η Αριστερά, και φυσικά ούτε αυτή μπορεί να γίνει κάτι άλλο από εκείνο που είναι.

Υπό αυτή την έννοια, η σημερινή εκλογή είναι η ευκαιρία να επιβεβαιωθεί με απόλυτη καθαρότητα το τρίπτυχο που αποτελεί την ιστορική βάση της ελληνικής πολιτικής.

Αυτά ως προς την αναγκαία σαφήνεια των πραγμάτων.

Το αξιοσημείωτο είναι πως από το 1974 και με την εξαίρεση των ιδρυτών τους (Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου) τα δημοκρατικά κόμματα στη χώρα μας είχαν πάντα αιρετούς αρχηγούς.

l Είτε εκλέγονταν από την Κοινοβουλευτική Ομάδα (Γ. Ράλλης, Ευ. Αβέρωφ, Κ. Μητσοτάκης, Μ. Εβερτ).

l Είτε εξελέγησαν και από την ΚΟ και από κομματικό συνέδριο (Κ. Σημίτης).

l Είτε προέκυπταν από κομματικό συνέδριο (Κ. Καραμανλής και οι ηγεσίες της Αριστεράς).

l Είτε επιλέγονταν μέσα από ανοιχτές μαζικές διαδικασίες εκλογής (Γ. Παπανδρέου, Αντ. Σαμαράς, Ευ. Βενιζέλος, Φώφη Γεννηματά, Κυρ. Μητσοτάκης).

Προφανώς κάθε κόμμα επιλέγει τη διαδικασία ανάδειξης του αρχηγού του και αυτό το προνόμιο ουδείς μπορεί να του το αμφισβητήσει.

Οποια διαδικασία όμως και αν προτιμούν, αντιλαμβάνονται ότι εκλέγουν κάποιον με ευρύτερη σημασία για το εθνικό πολιτικό σύστημα. Οτι δηλαδή κάνουν μια εθνική επιλογή.

Η εκλογή δεν είναι πάντα ανώδυνη. Υπήρξαν περιπτώσεις που ο ηττημένος επέλεξε την αποχώρηση: Κ. Στεφανόπουλος (1985), Ντόρα Μπακογιάννη (2010), Γ. Παπανδρέου (2015).

Αλλά η ρήξη δεν είναι κανόνας. Τις περισσότερες φορές η εκλογή αρχηγού οδήγησε σε μια μετεκλογική συνύπαρξη των διεκδικητών: Εβερτ – Βαρβιτσιώτης, Σημίτης – Τσοχατζόπουλος – Αρσένης, Καραμανλής – Εβερτ – Σουφλιάς, Γεννηματά – Ανδρουλάκης, Μητσοτάκης – Μεϊμαράκης.

Συνεπώς όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά από αύριο και για το ΠαΣοΚΙΝΑΛ. Χωρίς κανένα να θεωρείται δεδομένο ή εύκολο.

Ακόμα περισσότερο που στην περίπτωση εκλογής του Ν. Ανδρουλάκη θα αποκαθηλωθεί ένας ολόκληρος εσωκομματικός μηχανισμός, ενδεχομένως και μια ηλικιακή επετηρίδα.

Προφανώς δεν θα είναι απλό, ίσως ούτε καν αναίμακτο. Αλλά το έπραξαν ήδη ο ΣΥΡΙΖΑ το 2008 και η ΝΔ το 2016 χωρίς να το μετανιώσουν.

Σαρώνουν
Ο εκ των υποψηφίων
Θ. Καμπαγιάννης διαπίστωσε «ορμητική άνοδο ενός ριζοσπαστικού πολιτικού και κοινωνικού ρεύματος»
στις εκλογές του ΔΣΑ όπου απέτυχε να εκλεγεί πρόεδρος.
Και προειδοποίησε μάλιστα πως «όποιος θέλει να μπει στη διάβα του για να το εμποδίσει, ξέρει πως κινδυνεύει να σαρωθεί» («Εφ. Συν.», 8/12).
Για την ακρίβεια, το εν λόγω «ριζοσπαστικό ρεύμα» που σαρώνει τα πάντα στη διάβα του μέτρησε 1.826 ψήφους στην κάλπη των δικηγόρων και ποσοστό 14,98%.
Σκεφτείτε δηλαδή να είχαν πάρει 15%. Θα είχαν σαρώσει ήδη και το Μέγαρο Μαξίμου και τον Λευκό Οίκο!

Οι έμποροι της πανδημίας

Σε όλη την Ευρώπη η πανδημία είναι υπόθεση των αρμοδίων. Δηλαδή των επιστημόνων, της υγειονομικής διοίκησης και των κυβερνήσεων που φέρουν την ευθύνη της δημόσιας υγείας και των αποφάσεων που την αφορούν.
Πουθενά στην Ευρώπη η πανδημία δεν είναι υπόθεση κομμάτων και συνδικαλιστών.
Δεν θέλω να πω πως στις πολιτισμένες χώρες δεν υπάρχουν Γιαννακοί και Ηλιόπουλοι. Ενδεχομένως να υπάρχουν.
Αλλά κάνουν άλλες δουλειές. Ούτε με τις ΜΕΘ ασχολούνται ούτε με εμβόλια και εμβολιασμούς ούτε με την υγειονομική διαχείριση.
Οταν χρειάζεται και σε προφανείς περιπτώσεις κάνουν ασφαλώς κριτική στις υγειονομικές αρχές ή στις κυβερνητικες αποφάσεις.
Αλλά θεωρούν την πανδημία κοινό πρόβλημα. Οχι ευκαιρία για την πάρτη τους.
Στην Ελλάδα μπατάραμε. Και αυτό ίσως να ήταν απλώς άλλη μια γραφικότητα του πολιτικού συστήματος.
Να αντιδικούν, ας πούμε, ο Πρωθυπουργός με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης για το τι γίνεται με τις ΜΕΘ και αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν κρεβάτια. Εχουν τσακωθεί και για λιγότερο σοβαρά πράγματα.
Αλλά εδώ η γραφικότητα καθίσταται επιπλοκή. Παρεμβαίνει και παρεμποδίζει την υγειονομική διαχείριση μιας κρίσιμης κατάστασης.
Το κακό ξεκίνησε από μια επιτυχία. Η επιτυχής διαχείριση της πρώτης φάσης ενίσχυσε την κυβέρνηση. Λογικό και αναμενόμενο. Συνέβη σε πολλές χώρες.
Αυτό όμως έκανε την αντιπολίτευση να ερμηνεύσει την υστέρησή της ως απότοκο της διαχείρισης.
Και σε δεύτερη φάση επιχείρησε είτε να εμπλακεί άγαρμπα στη διαχείριση είτε να αποδομήσει τη διαχείριση της κυβέρνησης.
Θα ήταν απλώς αστείο. Αν δεν είχε μια μακάβρια πλευρά.
Την οποία φροντίζουν να αναδεικνύουν κάθε λογής συνδικαλιστές που νομίζουν ότι η πανδημία είναι η δική τους ευκαιρία να βγουν στον αφρό ή να υποστηρίξουν τις διεκδικήσεις τους.
Είναι οι γιατροί των πρωινάδικων και οι νοσηλευτές των μεσημεριανών.
Διότι, όπως τελικά αποδεικνύεται, μάλλον η πανδημία δεν είναι το χειρότερο που μπορούσε να μας συμβεί.
Το χειρότερο είναι οι έμποροί της.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.