Δεν είναι πολλές οι γυναίκες που καταλαμβάνουν ισχυρούς θώκους στα ανώτατα δικαστήρια της υφηλίου. Οταν το κάνουν, κινούνται ενίοτε στο επίπεδο του θρύλου, όπως η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπουργκ στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου με την ανάδειξή της – την περασμένη Τρίτη, ομοφώνως από το Υπουργικό Συμβούλιο – στην προεδρία του Συμβουλίου της Επικρατείας γράφει Ιστορία στην ελληνική πραγματικότητα. Η μέχρι πρότινος αντιπρόεδρος του ΣτΕ έγινε η 22η πρόεδρός του από την ίδρυσή του, στις αρχές του περασμένου αιώνα, αλλά και η πρώτη γυναίκα που θα το διοικήσει – παρότι το δικαστήριο γυναικοκρατείται καιρό τώρα.
Το χαρακτηριστικό που εμπνέει αισιοδοξία για τη θητεία της είναι, μεταξύ άλλων, ότι διαθέτει συνείδηση της ευθύνης της. Το λέει και η ίδια ευθέως στη δήλωσή της, αφότου έγινε επισήμως γνωστή η επιλογή της: «Αισθάνομαι την ανάληψη της προεδρίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (…) ως τιμητικό βάρος που με καλεί να ανταποκριθώ με όλες μου τις δυνάμεις».
Σημαντική επιλογή
Σε μια χρονική συγκυρία που το ζήτημα της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης είναι μονίμως ψηλά (και όχι για θετικούς λόγους, όπως οι πρόσφατες θέσεις του Παύλου Πολάκη), η επιλογή Σακελλαροπούλου θεωρείται πολυεπίπεδα σημαντική. Η νέα πρόεδρος έχει δημοσίως εκφράσει πολλές φορές την αγωνία της για την προάσπιση του κράτους δικαίου και της ανεξαρτησίας των δικαστών, με αφορμή τα τεκταινόμενα στην Ουγγαρία, στην Πολωνία και στη Ρουμανία ακόμη. «Με το μέχρι σήμερα στίγμα της στις αποφάσεις του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου και τη συνολική της παρουσία, παρέχει εγγυήσεις και για τα δύο» τονίζουν συνάδελφοί της που τη γνωρίζουν έτη πολλά και τη σέβονται, ευελπιστώντας – ακριβώς λόγω αυτού του σεβασμού – σε μια καθ’ όλα ομαλή θητεία.
Η κυρία Σακελλαροπούλου παραλαμβάνει άλλωστε ένα δικαστήριο «λαβωμένο», με πλείστα όσα εσωτερικά προβλήματα κατά το πρόσφατο παρελθόν, με τον τέως πρόεδρό του παραιτηθέντα on camera, και ισχυρές, κατά μέτωπο συγκρούσεις με μέλη της κυβερνητικού σχήματος και δη με τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης. «Ολα δείχνουν ότι μπορεί να το κάνει να επανακάμψει» τονίζουν τα ίδια πρόσωπα και εξηγούν: «Το ΣτΕ είναι ένα δικαστήριο ιδιότυπο, οι δικαστές μπαίνουν νέοι και φεύγουν με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, γνωρίζονται πολύ καλά μεταξύ τους, δημιουργούν σχέσεις ζωής εντός του. Δεν είναι εύκολο να διοικηθεί από δικαστή που δεν χαίρει αναγνώρισης από τους συναδέλφους του».
Στο Αρσάκειο Μέγαρο της οδού Πανεπιστημίου, όπου στεγάζεται το ΣτΕ, τις τελευταίες ημέρες επικρατούσε ικανοποίηση και ηρεμία. Μεγάλος χαμένος, ο αντιπρόεδρος Αθανάσιος Ράντος, δικαστής με αναγνωρισμένα διοικητικά προσόντα, αρχαιότερος όλων στην επετηρίδα, η υποψηφιότητα του οποίου φερόταν ως ισχυρή· διατηρεί μάλιστα πολύχρονη προσωπική φιλία με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο κ. Ράντος είχε προταθεί και από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, δεύτερος κατά σειρά, μετά την κυρία Σακελλαροπούλου και πριν από την αντιπρόεδρο Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, το όνομα της οποίας ήταν επίσης σταθερά πάνω στο «τραπέζι»· χαίρει άλλωστε της εμπιστοσύνης της τέως Προέδρου του Αρείου Πάγου και νυν προϊσταμένης του Νομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού Βασιλικής Θάνου.
Μια δικαστής με «κεραίες»
Παιδί ανώτατου δικαστή, αντιπροέδρου στον Αρειο Πάγο, του Νικόλαου Σακελλαρόπουλου (συμμετείχε μάλιστα στο Ειδικό Δικαστήριο για την πολύκροτη υπόθεση Κοσκωτά), η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου έχει μπολιαστεί – όπως η ίδια ομολογεί κατά καιρούς – από τα μικράτα της με αρχές και αξίες που αποτελούν τη σημερινή της πυξίδα. Στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της άδειας έχει παρακολουθήσει το μεταπτυχιακό του Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Paris II. Ειδίκευσή της θεωρείται το Δίκαιο Περιβάλλοντος, με έντονο το δικαστικό της αποτύπωμα σε υποθέσεις όπως η εκτροπή του Αχελώου στον Θεσσαλικό Κάμπο και τα μεταλλεία χρυσού στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής. Διδάσκει στην Εθνική Σχολή Δικαστών, από το 2005, ζητήματα Δικαίου Περιβάλλοντος. Εχει αναπτύξει δράση στον δικαστικό συνδικαλισμό, θητεύοντας ως γενική γραμματέας, αντιπρόεδρος αλλά και πρόεδρος της Ενωσης Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, έχει ζήσει στο αθηναϊκό κέντρο, πλην όμως διέπεται από φιλοσοφία «πολίτη του κόσμου», διατηρώντας πολυσχιδή ενδιαφέροντα και ανησυχίες, με άξονες τον πολιτισμό, την οικολογία, την αρχιτεκτονική. Αντιθέτως με άλλους δικαστές, δεν φοβάται τα social media, «εκτιθέμενη» συνειδητά, διακριτικά, με θέσεις, πεποιθήσεις, συναισθήματα. Η έκθεση αυτή έχει δείξει ότι διαθέτει ευαίσθητες «κεραίες» για το γίγνεσθαι διεθνώς, και όχι μόνο περί τα δικαστικά. Ισως αυτός να είναι κι ένας παραπάνω λόγος ως προς την προσδοκία μιας ευδόκιμης θητείας· γιατί όπως έχει πει η «μέγιστη» Γκίνσμπουργκ: «Τα δικαστήρια δεν οδηγούν την κοινωνική αλλαγή, την παρακολουθούν».