Ο 60χρονος Ηλίας μπήκε σε κεντρικό νοσοκομείο της χώρας στις αρχές του 2023 για να αντιμετωπίσει μια επείγουσα λοίμωξη. Οταν αποθεραπεύτηκε, δίστασε να φύγει. Είχε να αποκαλύψει στον θεράποντα ιατρό του μια συγκλονιστική αλήθεια: Δεν είχε πού να πάει. «Παίρνω ένα επίδομα 400 ευρώ. Δεν με περιμένει κανείς στο σπίτι… Δεν έχω ρεύμα, μου το κόψανε, ζω στο σκοτάδι, δεν έχω πού να πάω…».
Ο γιατρός του επικοινώνησε με την κοινωνική λειτουργό του νοσοκομείου αναζητώντας λύση. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να μεσολαβήσει για έναν δίκαιο διακανονισμό με την εταιρεία που του παρέχει ρεύμα ώστε να μπορέσει να πληρώσει με δόσεις το χρέος του για να γυρίσει σπίτι του. Η επιχείρηση αυτή δεν είχε αποτέλεσμα, λύση βιώσιμη δεν βρέθηκε, με αποτέλεσμα ο 60χρονος άνδρας να κινδυνεύει να μείνει στον δρόμο. ‘Η μάλλον, στο… νοσοκομείο. Η ιστορία του κ. Ηλία είχε αίσιο τέλος, καθώς λίγο αργότερα ένας αυθόρμητος έρανος οδήγησε στο να συγκεντρωθούν τα χρήματα για να πληρωθούν οι λογαριασμοί του και μπόρεσε να επιστρέψει στο σπίτι του.
Η περίπτωσή του ωστόσο δεν είναι η μοναδική. Αν και είναι μία από τις λίγες που είχαν ευτυχή κατάληξη. Στην Ελλάδα του 2024, 500 συνάνθρωποί μας είναι σήμερα μόνιμοι κάτοικοι… νοσοκομείων. Παραμένουν δε σε ράντζα ή σε δωμάτια, κεντρικών κυρίως, μεγάλων νοσοκομείων της χώρας, χωρίς να ασθενούν. Ολοι τους κάποια στιγμή αρρώστησαν, έκαναν εισαγωγή στο νοσοκομείο και όταν παρήλθε ο χρόνος νοσηλείας τους… έκαναν το νοσοκομείο σπίτι τους, καθώς δεν είχαν πού να επιστρέψουν.
«Εχουμε ανθρώπους που μένουν στο νοσοκομείο για δύο χρόνια» λέει στο «Βήμα» γιατρός σε κεντρικό νοσοκομείο της πρωτεύουσας. Εξηγεί ότι πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι απαραίτητα άστεγοι, απλώς δεν έχουν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στις συνθήκες της ζωής τους και μετά τη νοσηλεία τους ζητούν βοήθεια, καταφύγιο, προστασία και φροντίδα στο νοσοκομείο. Κάποιοι εξ αυτών δεν έχουν ρεύμα στο σπίτι τους, δεν έχουν θέρμανση, δεν έχουν χρήματα, δεν παίρνουν επιδόματα ή είναι περιστατικά υποσιτισμού ή προέρχονται από προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον και δεν θέλουν με τίποτα να γυρίσουν σε αυτό. Το σημαντικότερο είναι, όπως λέει, ότι δεν φεύγουν από τα νοσοκομεία γιατί «δεν έχουν κανέναν να τους φροντίσει»…
«Τι να κάνουμε, να τους πετάξουμε στον δρόμο;» αναρωτιέται μεγαλόφωνα υπάλληλος της διοίκησης του νοσοκομείου που ακούει τη συνομιλία μας. Μας εξηγεί πως κάθε φορά που το νοσοκομείο απευθύνεται στις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας δεν βρίσκει ανταπόκριση, καθώς υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις προσωπικού. «Μη με διώξετε σας παρακαλώ, δεν μπορώ να πάω σπίτι μου, φοβάμαι μην ξαναβάλω φωτιά λόγω της αναπηρίας μου» ήταν η φράση που έχει εντυπωθεί στη μνήμη του γιατρού ο οποίος διηγείται στο «Βήμα» την εμπειρία του. Ο συνομιλητής του και πρώην ασθενής του ήταν μεσήλικος πολίτης, εν μέρει ανάπηρος. «Το νοσοκομείο ειδοποιεί την κοινωνική υπηρεσία και προσπαθεί να βρει προνοιακή μονάδα προσπαθώντας να βρεθεί μια λύση. Στις ιδιωτικές μονάδες η χρέωση είναι απαγορευτική, φτάνει στα 1.500 ευρώ τον μήνα». Για πολύ λίγους πολίτες που βρίσκονται σε αυτή την κατηγορία βρίσκεται τελικά η λύση. «Η σύνταξη, το επίδομα ή η οποιαδήποτε βοήθεια λαμβάνουν από το κράτος είναι πολύ μικρή για να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες τους».
Εύλογα κανείς διερωτάται πώς γίνεται να ζουν σε ράντζα και κρεβάτια σε νοσοκομεία υπερπλήρη όταν αυτά είναι πολύτιμα και δυσεύρετα, με τους ασθενείς – ειδικά σε νοσοκομεία με εφημερίες – σε ανθρώπινες «ουρές» και άπειρες ώρες στην αναμονή. «Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, πρέπει να τους βοηθήσουμε…» απαντάει χαρακτηριστικά νοσοκόμος του ίδιου νοσοκομείου.
Τι συμβαίνει με τα Κέντρα Πρόνοιας
Στη χώρα μας λειτουργούν σήμερα 12 Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας, τα οποία στις οκτώ δομές τους φιλοξενούν βρέφη, εφήβους, αναπήρους, γέρους. «Δεν έχουμε ούτε επαρκή αριθμό προσωπικού ούτε καταρτισμένο. Η κάθε προνοιακή μονάδα δουλεύει 365 ημέρες τον χρόνο, 24 ώρες την ημέρα, και μέσα σε μία δεκαετία το προσωπικό μας μειώθηκε στο μισό – από 5.000 σε 2.500 –, ενώ οι 100 είναι επικουρικοί» λέει στο «Βήμα» o Κώστας Μπάζος, εκπρόσωπος εργαζομένων του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας της Περιφέρειας Αττικής.
«Θεσμικά θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε αυτούς τους ανθρώπους από τα νοσοκομεία στις δομές μας, αλλά δεν έχουμε επαρκές προσωπικό. Οταν χτυπάμε την πόρτα του υπουργείου Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής το ερώτημα μεταφέρεται στο υπουργείο Εσωτερικών, καθώς από εκεί περνάνε οι προσλήψεις. Σήμερα όλες οι σχέσεις εργασίας είναι ελαστικές, με αποτέλεσμα να μην έχουμε σταθερό προσωπικό – κάτι που είναι απολύτως απαραίτητο για τα παιδιά που φιλοξενούνται στις δομές» εξηγεί o κ. Μπάζος.
Η «καυτή πατάτα» ωστόσο φαίνεται ότι βρίσκεται στο υπουργείο Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής. Η αρμόδια υπουργός Σοφία Ζαχαράκη στις 29 Απριλίου του 2024 από το βήμα της Βουλής δήλωνε: «Οκτώ από τα 12 Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας του υπουργείου έχουν αποκτήσει σύγχρονο οργανισμό, και μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχει ολοκληρωθεί η επεξεργασία των τελικών σχεδίων για το σύνολο των Κέντρων Κοινωνικής Πρόνοιας. Θα υπάρξουν επίσης μόνιμες προσλήψεις προσωπικού. Με ΠΥΣ που έχουν ήδη εγκριθεί 616 υπάλληλοι θα εργαστούν στους εποπτευόμενους φορείς του υπουργείου. Μόνο για τα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας».
«Σπίτι» για πάνω από 80 παιδιά
Την ίδια συνθήκη βιώνουν και μικρά παιδιά που βρίσκονται να «κατοικούν» μέσα στα παιδιατρικά νοσοκομεία. Τα παιδιά αυτά βρέθηκαν εκεί ύστερα από εισαγγελική παρέμβαση, καθώς έπρεπε να μεταφερθούν για να περάσουν από κάποιες εξετάσεις, είτε γιατί έχρηζαν νοσηλείας κάποιων ημερών είτε λόγω του κακοποιητικού περιβάλλοντος στο οποίο ζούσαν. Και έφτασαν να μη φύγουν ποτέ από το νοσοκομείο. Πάντως, στη συνομιλία μας ο κ. Μπάζος αναφέρει ότι σήμερα υπάρχουν τουλάχιστον 100 κενές κλίνες για τη φιλοξενία παιδιών με αντίστοιχα προβλήματα στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας. «Εχουμε τα πάντα μέσα, παιδικά δωμάτια, παιδικά κρεβάτια και ό,τι άλλο χρειάζονται, αλλά δεν μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε γιατί υπάρχει έλλειψη προσωπικού» δηλώνει ο ίδιος. Και εξηγεί την αξία της ύπαρξης μόνιμου προσωπικού, καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις τα παιδιά αντιμετωπίζουν τους εργαζομένους στα Κέντρα ως την οικογένειά τους.
Συνολικά, η ιστορία της υπηρεσίας κοινωνικής πρόνοιας στη χώρα προκαλεί προβληματισμό και τις ίδιες σκέψεις ανησυχίας. Αρχικά υπαγόταν στο υπουργείο Υγείας, στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο υπουργείο Εργασίας και τέλος στο υπουργείο Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής. Το ζητούμενο βέβαια είναι ποιος θα αναλάβει τελικά να στηρίξει τις υποδομές και τη λειτουργία της.
«Βρίσκουμε πόρτες κλειστές»
«Εχουμε καταγγείλει το θέμα εδώ και πάνω από δύο χρόνια, με πολλά έγγραφα στις υγειονομικές περιφέρειες και στο υπουργείο Υγείας» λέει ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ, Μιχάλης Γιαννακός. «Σε καμία περίπτωση δεν ζητάμε να πετάξουν τους ανθρώπους στον δρόμο. Οταν έχει χιόνι και όταν έχει ζέστη, όταν κάνει κρύο, όταν δεν έχει να φάει, δεν μπορούμε να πετάξουμε τον άνθρωπο στον δρόμο» δηλώνει. Οπως εξηγεί, η λίστα για να βρεθεί διαθέσιμη κλίνη στις δομές πρόνοιας έχει αναμονή ενός χρόνου, ενώ κενή θέση δημιουργείται όταν κάποιος πεθάνει.