Με την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών να εισέρχεται στην τελική ευθεία εντός της εβδομάδας, κάθε πλευρά – τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας – παρουσιάζει τα «όπλα» της. Η αντιπαράθεση στην Ελλάδα έχει κορυφωθεί πλέον σε πολιτικό επίπεδο και η αναμενόμενη συζήτηση στη Βουλή θα διεξαχθεί σε πολύ υψηλούς τόνους, ενώ με ενδιαφέρον αναμένεται το μέγεθος του σημερινού συλλαλητηρίου για το Μακεδονικό. Ο διεθνής παράγοντας παρακολουθεί επίσης τη διαδικασία αυτή πολύ στενά και κάθε κίνηση αναλύεται εξονυχιστικά.
Την ίδια στιγμή, είναι έκδηλη η ανησυχία στα Σκόπια για την έκβαση της ψηφοφορίας στην Αθήνα. Η κυβέρνηση Ζάεφ προσπάθησε με το περιεχόμενο της ρηματικής διακοίνωσης να προσφέρει διασφαλίσεις στα ζητήματα της ιθαγένειας και της γλώσσας που θα ευνοήσουν την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών. Η προσπάθειά της αυτή έχει, καλώς ή κακώς, ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας. Ωστόσο, είναι λογικό να επιθυμεί να καλύψει και τα νώτα της. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να ερμηνευθεί η αναφορά στο κείμενο της ρηματικής διακοίνωσης ότι οι συνταγματικές αλλαγές που εγκρίθηκαν από το Κοινοβούλιο της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (πΓΔΜ) στις 11 Ιανουαρίου θα ισχύσουν μετά και την κύρωση του Πρωτοκόλλου Ενταξής της στο ΝΑΤΟ από την ελληνική Βουλή.
Η γλώσσα και τα περί «μακεδονικού λαού»
Τα ζητήματα της ιθαγένειας και της γλώσσας έχουν αναδειχθεί σε αυτά όπου θα εστιαστεί η μάχη μεταξύ κυβέρνησης και ΝΔ. Η ρηματική διακοίνωση που επιδόθηκε από το υπουργείο Εξωτερικών της πΓΔΜ στο ελληνικό Γραφείο Συνδέσμου στα Σκόπια περιέχει δύο διευκρινίσεις επί του όρου «nationality» αλλά και επί του θέματος της «μακεδονικής γλώσσας».
Αναφορικά με την πρώτη διευκρίνιση, το υπουργείο Εξωτερικών της πΓΔΜ επισημαίνει ότι «σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα της συμφωνίας (σ.σ.: των Πρεσπών) είναι κατανοητό ότι ο όρος «nationality» του Δεύτερου Μέρους (σ.σ.: της πΓΔΜ) όπως ορίζεται στο Αρθρο 1 (3) (β) της συμφωνίας ως «Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» αναφέρεται αποκλειστικά στην υπηκοότητα και δεν ορίζει ή προκαθορίζει εθνοτικό δεσμό/εθνότητα (ethnicity), όπως αυτή καθορίζεται στο Αρθρο 2 (2) του Συνταγματικού Νόμου για την εφαρμογή των τροπολογιών XXXIII, XXXIV, XXXV και XXXVI του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας».
Η δεύτερη διευκρίνιση επί του θέματος της γλώσσας, η οποία βασίζεται στο Αρθρο 1 (3) (γ) αλλά και στο Αρθρο 7, με έμφαση στις παραγράφους (3) και (4) της συμφωνίας των Πρεσπών, εξηγεί ότι «η «μακεδονική γλώσσα» αναφέρεται στην επίσημη γλώσσα του Δεύτερου Μέρους όπως αναγνωρίστηκε στην Τρίτη Συνδιάσκεψη για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το 1977, που ανήκει στην ομάδα των νοτιο-σλαβικών γλωσσών».
Η κυβέρνηση επεδίωξε να εκμεταλλευτεί αυτές τις διευκρινίσεις, με τον Αλέξη Τσίπρα να τις αναδεικνύει στην παρουσίαση της ρηματικής διακοίνωσης στη δευτερολογία του κατά τη συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. Οπως ήταν αναμενόμενο, η ΝΔ κινήθηκε σε άλλη γραμμή. Στο ενημερωτικό σημείωμα που μοίρασε το βράδυ της Πέμπτης υπογραμμίζει ότι το κείμενο της διακοίνωσης όχι μόνο δεν μεταβάλλει την κατάσταση, αλλά την επιδεινώνει. Αν και δημιουργεί εντύπωση ότι σε αυτό το σημείωμα δεν χρησιμοποιεί εμφατικά τους όρους «μακεδονική ταυτότητα» ή «μακεδονική εθνότητα», αλλά «μακεδονική υπηκοότητα/εθνικότητα», η αξιωματική αντιπολίτευση τονίζει ότι με τις τροπολογίες γίνεται αναφορά και σε «μακεδονικό λαό». Σε σχέση δε με την ιθαγένεια, επιμένει ότι θα έπρεπε να υπάρχει ταύτισή της με το νέο όνομα (άρα να είναι «βορειομακεδονική»), ενώ αναφορικά με τη γλώσσα κινείται στη γραμμή των πάγιων επιχειρημάτων.
Το γεωπολιτικό «μπρα ντε φερ» Δύσης – Ρωσίας
Η πραγματικότητα είναι, παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα, ότι όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις συζητούσαν περί ιθαγένειας και γλώσσας στις διαπραγματεύσεις για το ονοματολογικό. Αυτό συνέβαινε παρά το γεγονός ότι επισήμως τα δύο θέματα δεν εντάσσονταν στην εντολή που είχε ο εκάστοτε ειδικός απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ. Είναι απόλυτα σαφές ότι στο παρελθόν η ελληνική πλευρά είχε προσπαθήσει να υπερκεράσει το εμπόδιο της αναφοράς σε «μακεδονική ιθαγένεια και γλώσσα», προτείνοντας, μεταξύ άλλων, την αναγραφή των όρων στην κυριλλική. Αυτό είχε συμβεί και κατά τη «δύσκολη περίοδο» μετά την απόφαση της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, αλλά και πρωτύτερα, επί κυβερνήσεως ΠαΣοΚ.
Η συμφωνία των Πρεσπών εξακολουθεί να τροφοδοτεί την αντιπαράθεση Δύσης – Μόσχας στη Βαλκανική. Ο διαγκωνισμός για τη διαμόρφωση σφαιρών επιρροής συνεχίζεται αμείωτος, με την επίσκεψη του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στις 17-19 Ιανουαρίου στο Βελιγράδι να είναι το τελευταίο επεισόδιο του σίριαλ. Νωρίτερα όμως, το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών είχε βάλει στο στόχαστρό του τη Συμφωνία Αθηνών – Σκοπίων για το ονοματολογικό και φυσικά τη σχεδιαζόμενη ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ. Αυτό είναι άλλωστε που κυρίως ενοχλεί τη Μόσχα, όχι φυσικά η αλλαγή του ονόματος της πΓΔΜ.
Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος μετέφερε την ενόχληση της ελληνικής πλευράς για την παρέμβαση της Μόσχας στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας μας με την υπόδειξη για διενέργεια δημοψηφίσματος επί της συμφωνίας των Πρεσπών όταν συναντάτο με τον ρώσο ομόλογό του Αλεξάντρ Γκρούσκο το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής. Τη σκυτάλη των ρωσικών αντιρρήσεων είχαν λάβει μέσα στην εβδομάδα τόσο ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ όσο και ο ίδιος ο κ. Πούτιν (αν και τις ενέταξε στο ευρύτερο πλαίσιο της κριτικής τους για τους δυτικούς σχεδιασμούς στα Βαλκάνια).
Στις αρχές της περασμένης εβδομάδας πάντως, υψηλόβαθμος αμερικανός αξιωματούχος είχε επαναλάβει την ισχυρή στήριξη της Ουάσιγκτον στην προώθηση της συμφωνίας των Πρεσπών. Ηταν ξεκάθαρο από τα λεγόμενα του εν λόγω αξιωματούχου ότι η συμφωνία αυτή αποτελεί πρότυπο και για τη διευθέτηση άλλων διαφορών στα Βαλκάνια. Μια πιθανή συμφωνία Βελιγραδίου – Πρίστινας που θα συμπεριλαμβάνει και εδαφικές αναπροσαρμογές, η οποία υποστηρίζεται από την Ουάσιγκτον, εντάσσεται στο πλαίσιο αυτό. Ο ίδιος αξιωματούχος εμφανίστηκε ήρεμος σε σχέση με τα όσα πρόσφατα επανέλαβε η Μόσχα για την Απόφαση 845/1993 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με την οποία ο Γενικός Γραμματέας πρέπει να ενημερώσει για την πορεία των συνομιλιών για το ονοματολογικό. Αλλωστε, η Μόσχα δεν μπορεί να ασκήσει βέτο, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, επί της ίδιας της συμφωνίας μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών. Θα μπορούσε να κινηθεί ώστε να μην αφαιρεθεί από την ημερήσια διάταξη του Συμβουλίου το ζήτημα της ονομασίας, όπου εξακολουθεί να είναι εγγεγραμμένο (item). Δεν είναι όμως απολύτως σαφές ποιο θα ήταν το κέρδος της, αν και κάθε σχετική πρόβλεψη θα ήταν πρόωρη.
Το σκηνικό στα Σκόπια
Στην πΓΔΜ, το βλέμμα δεν είναι μόνο στραμμένο στις ψηφοφορίες στην ελληνική Βουλή, αλλά και στην εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση. Τόσο η κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση έχουν μπροστά τους την ιδιαίτερα κρίσιμη εκλογή του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας. Καθώς η θητεία του προέδρου Γκιόργκι Ιβανόφ λήγει στις 12 Μαΐου, θα πρέπει μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου να ανακοινωθούν επισήμως οι ημερομηνίες των προεδρικών εκλογών. Αυτό σημείωσε ο πρόεδρος της Βουλής Ταλάτ Τζαφέρι, καθώς ο νόμος προβλέπει την ανακοίνωση των σχετικών ημερομηνιών 70-90 ημέρες προτού στηθούν οι κάλπες. Ο ίδιος είπε ότι ο σχεδιασμός προβλέπει τη διεξαγωγή του πρώτου γύρου στις 21 Απριλίου και του δευτέρου στις 5 Μαΐου. Την ίδια στιγμή πάντως ο ηγέτης του VMRO-DPMNE Χρίστιαν Μισκόφσκι ζήτησε από τον πρωθυπουργό Ζόραν Ζάεφ να προχωρήσει σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές εφόσον ολοκληρώθηκε η συνταγματική αναθεώρηση. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι ο κ. Μισκόφσκι θέλει την παράλληλη διεξαγωγή βουλευτικών και προεδρικών εκλογών, ενώ δεν αποκλείεται να απειλήσει με μποϊκοτάζ αν αυτό δεν γίνει δεκτό. Η νομιμοποίηση της εκλογής ενός νέου προέδρου, έστω και φιλικού προς την κυβέρνηση Ζάεφ, θα μπορούσε όμως να τεθεί σε σοβαρή αμφισβήτηση εφόσον η λαϊκή συμμετοχή πέσει κάτω από το 50% λόγω μποϊκοτάζ από το VMRO-DPMNE.
«Δεν δώσαμε, πήραμε πίσω τη Μακεδονία»
Να αλλάξει επικοινωνιακά το τοπίο για τη συμφωνία των Πρεσπών επιχειρεί το Μέγαρο Μαξίμου και, στο πλαίσιο της αλλαγής του αρνητικού κλίματος που επικρατεί στην πλειονότητα της κοινωνίας, επιμένει ότι δεν αποτελεί απλώς μια συμφωνία που κινείται εντός της λεγόμενης «εθνικής γραμμής», αλλά προχώρησε ακόμα περισσότερο. Το κεντρικό επιχείρημα της κυβέρνησης, εν αναμονή της ψηφοφορίας στην ελληνική Βουλή, είναι ότι η ελληνική πλευρά υποχρέωσε την πΓΔΜ να προχωρήσει και σε συνταγματική αναθεώρηση για τις αλλαγές, κάτι το οποίο δεν είχε τεθεί ποτέ στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης από ελληνικές κυβερνήσεις τόσα χρόνια.
Παράλληλα, προβάλλεται η γραμμή ότι «δεν δίνουμε, όπως λένε, τη Μακεδονία αλλά παίρνουμε πίσω τη Μακεδονία, δεδομένου ότι οι 140 χώρες (μεταξύ των οποίων ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Γερμανία) που ήδη αναγνώριζαν την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας με τη συνταγματική της ονομασία, δηλαδή “Δημοκρατία της Μακεδονίας”, μετά την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών θα αναγκαστούν να την αναγνωρίσουν ως “Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας”».
Επίσης, κυβερνητικά στελέχη τονίζουν ότι η Ελλάδα επί της ουσίας παίρνει πίσω την ιστορική κληρονομιά της αρχαίας Μακεδονίας, δεδομένου ότι παύει η καπήλευση της ιστορίας μας, την οποία είχε κάνει «σημαία» το εθνικιστικό VMRO, και λένε πως οι γείτονες αναγνωρίζουν ότι ουδεμία σχέση έχουν με την αρχαία ελληνική Μακεδονία, τον Μέγα Αλέξανδρο, τη Βεργίνα.
Υποστηρίζουν επίσης ότι με τη σταθεροποίηση της πΓΔΜ ανακόπτεται η διείσδυση τρίτων χωρών στη χώρα με άλλους σχεδιασμούς στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας. Επισημαίνουν ότι η μία από τις δύο χώρες που έχουν αντιδράσει με σφοδρότητα είναι η Τουρκία, η οποία έσπευσε να δηλώσει ότι θα συνεχίσει να αναγνωρίζει τα Σκόπια με τη μέχρι σήμερα συνταγματική τους ονομασία (Δημοκρατία της Μακεδονίας).
Ακόμα, υπογραμμίζεται με ένταση ότι με την αναθεώρηση του Συντάγματος της πΓΔΜ αλλά και με τη ρηματική διακοίνωση που εστάλη στο ΥΠΕΞ ξεκαθαρίζεται ότι:
α) Η χρήση του όρου «nationality» στην αγγλική μετάφραση της συμφωνίας των Πρεσπών χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως «ιθαγένεια» και όχι ως εθνότητα που αναφέρει επίμονα αλλά ψευδώς η ΝΔ.
β) Η συμφωνία των Πρεσπών δεν αναφέρεται και δεν ρυθμίζει θέματα εθνότητας. Αλλωστε με τροπολογία του συντάγματος της πΓΔΜ διευκρινίζεται ότι «η ιθαγένεια δεν προσδιορίζει ούτε προκαθορίζει την εθνότητα στην οποία ανήκουν οι πολίτες της χώρας», κάτι το οποίο τονίζεται διευκρινιστικά και στη ρηματική διακοίνωση.
γ) Η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει «μακεδονικό λαό/έθνος». Η συμφωνία κατοχυρώνει απόλυτα το δικαίωμα της Ελλάδας και των ελλήνων πολιτών να συνεχίζουν να αποκαλούν αυτό το έθνος/λαό με τον/τους όρους που χρησιμοποιούν σήμερα (άρθρο 7). Ωστόσο, το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού των πολιτών και της διασποράς άλλης χώρας είναι αναφαίρετο βάσει του διεθνούς δικαίου.
δ) Ως προς τη γλώσσα, με δεδομένο ότι η διεθνής κοινότητα αναγνώρισε τη «Μακεδονική» ως επίσημη γλώσσα της γειτονικής χώρας κατά την Τρίτη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων που πραγματοποιήθηκε το 1977 στην Αθήνα, η συμφωνία των Πρεσπών αναφέρει ρητά ότι η επίσημη γλώσσα της γείτονος ανήκει στην ομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών και «δεν έχει σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά» της ελληνικής Μακεδονίας, κάτι το οποίο συμπεριλαμβάνεται και στη δεσμευτική ρηματική διακοίνωση.