Σε μια ιδιόμορφη πολιτική συγκυρία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται ενώπιον μίας πρωτοφανούς συνθήκης για τα δεδομένα τής μέχρι στιγμής πρωθυπουργικής του θητείας: Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος και η ΝΔ παραμένουν κυρίαρχοι, ο Πρωθυπουργός καλείται να αναστρέψει το κλίμα, όπως αυτό αποτυπώνεται στις νέες δημοσκοπήσεις, οι οποίες παρουσιάζουν αρκετά προβληματικά στοιχεία για την κυβέρνηση.

Αυτό είναι το πρώτο και κύριο μέλημα του Μεγάρου Μαξίμου στην έναρξη της νέας πολιτικής περιόδου, αμέσως μετά τις εξαγγελίες και τις ανακοινώσεις του Σαββατοκύριακου, στο πλαίσιο της εφετινής ΔΕΘ.

Το σημαντικότερο δημοσκοπικό εύρημα διαμορφώνεται από τις αξιολογήσεις του κυβερνητικού έργου και από τους δείκτες αισιοδοξίας, οι οποίοι έχουν υποχωρήσει στα επίπεδα του Φεβρουαρίου 2023, όταν η αξιοπιστία της κυβέρνησης είχε φτάσει στα χαμηλότερα σημεία, συνεπεία του δυστυχήματος των Τεμπών.

Σήμερα, ένα ποσοστό άνω του 63% εκτιμά ότι τα πράγματα στη χώρα εξελίσσονται αρκετά ή πολύ άσχημα, ενώ ένα ιστορικά χαμηλό 10% θεωρεί ότι η πορεία είναι αρκετά ή πολύ θετική (έρευνα της MRB).

Στον πυρήνα αυτού του ευρήματος εντοπίζεται η βασική συνθήκη, την οποία καλούνται να ανατρέψουν ή να μετριάσουν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου στο αμέσως προσεχές διάστημα. Παράλληλα επισημαίνεται δε από τους αναλυτές ότι το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό εκείνων που εμφανίζονται ικανοποιημένοι είναι επαρκές ώστε να διαμορφώσει την πλασματική εικόνα γενικής ευμάρειας, λόγω πληρότητας παραθεριστικών προορισμών, ταξιδιωτικών μέσων ή κέντρων εστίασης και διασκέδασης, στοιχεία που συχνά επικαλούνται κυβερνητικά στελέχη.

Κατά γενική παραδοχή ερευνητών και αναλυτών, η δημοσκοπική συνθήκη για την κυβέρνηση ορίζεται πλέον από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Σήμερα, το ποσοστό της ΝΔ στην πρόθεση ψήφου κυμαίνεται μεταξύ 21% και 25%, έστω και χωρίς να ενισχύονται τα δύο βασικά κόμματα της αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ και ΠαΣοΚ, και με την αδιευκρίνιστη ψήφο στο 20%.  Κάτι που μεταξύ άλλων προμηνύει ότι, εφόσον η κυβέρνηση καθηλωθεί εκεί, είναι μάλλον αβέβαιο ότι θα καταστεί εφικτή μία θεαματική ανατροπή όπως εκείνη των εθνικών εκλογών του 2023, όπου παρά τα πλήγματα του προηγούμενου διαστήματος, τα ποσοστά της ΝΔ εκτοξεύτηκαν πάνω από το 40% και της έδωσαν την αυτοδυναμία.

Η προσοχή στο ΠαΣοΚ

Υπό αυτές τις συνθήκες, η προσοχή του κυβερνητικού επιτελείου είναι στραμμένη κατά βάση στις εξελίξεις στο ΠαΣοΚ, εν αναμονή της ανάδειξης νέας ηγεσίας. Οπως επισημαίνουν πολιτικά στελέχη, το διάστημα μετά την εκλογή νέου/νέας προέδρου στο κόμμα θα είναι ίσως το πλέον ενδιαφέρον των τελευταίων ετών, για προφανείς λόγους, δίχως όμως προεξοφλημένη εξέλιξη.

Τότε θα φανεί αν το ΠαΣοΚ θα κατορθώσει να αναπτύξει μια νέα δυναμική ώστε με δεδομένη και τη δημοσκοπική κατακρήμνιση του ΣΥΡΙΖΑ, να καταστεί κυρίαρχη αντιπολιτευτική δύναμη και να αρχίσει να απορροφά ποσοστά ψηφοφόρων από τη δεξαμενή της αποχής ή της σημερινής, εξαιρετικά υψηλής αδιευκρίνιστης ψήφου, εφόσον επαναπατρίσει ομάδες κεντρώων ψηφοφόρων, οι οποίοι είχαν στραφεί προς τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια.

Ο χρονικός ορίζοντας

Υπό αυτό το πρίσμα, η επιχείρηση ανάταξης της κυβέρνησης έχει και σχετικά περιορισμένο χρονικό ορίζοντα.

Πολιτικά στελέχη εκτιμούν ότι η αναδιαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών θα συμπέσει με μία περίοδο κατά την οποία τα βασικά προβλήματα, σύμφωνα με την αξιολόγηση των πολιτών στις δημοσκοπήσεις, δεν θα έχουν λυθεί. Σε αυτά εξακολουθούν να κυριαρχούν η ακρίβεια, η Υγεία και η Παιδεία, παρά τις συνεχείς επικοινωνιακές προσπάθειες του κυβερνητικού επιτελείου να παρουσιάσει μία διαφορετική εικόνα.

Στοιχεία αντισυστημισμού

Τα επί μέρους στοιχεία των δημοσκοπήσεων που αξιολογούνται από ορισμένα κυβερνητικά στελέχη είναι η ενίσχυση της Πλεύσης Ελευθερίας και της Φωνής Λογικής, σε επίπεδα πολύ υψηλότερα του πρόσφατου εκλογικού τους ποσοστού και με εμφανή χαρακτηριστικά αντίδρασης και υφέρποντος αντισυστημισμού, ο οποίος παραπέμπει στην περίοδο της «πλατείας».

Τα συγκεκριμένα ευρήματα, σε συνδυασμό με την πρόσφατη, ιδιαίτερα υψηλή αποχή στις ευρωεκλογές και την καθήλωση της αντιπολίτευσης, εκτιμώνται ως παράμετροι μίας ρευστότητας στο πολιτικό σκηνικό, με άγνωστες προς το παρόν παρενέργειες.

Χαμηλές προσδοκίες

Το ανησυχητικό για την κυβέρνηση στοιχείο της διαφαινόμενης καθήλωσής της στα σημερινά δημοσκοπικά ποσοστά, σε επίπεδο πέριξ του 25%, συμπίπτει με τα σχετικά χαμηλά ποσοστά των προσδοκιών για το παραγόμενο έργο, αλλά και με το αντίστοιχο των θετικών αξιολογήσεων για τα μέτρα τα οποία εξαγγέλλονται και λαμβάνονται.

Υπό αυτές τις συνθήκες και με την πολιτική κυριαρχία της ΝΔ να ψαλιδίζεται, έστω και αν δεν απειλείται προς το παρόν, το εγχείρημα της λεγόμενης κυβερνητικής επανεκκίνησης αξιολογείται με πολύ διαφορετικούς όρους και πάντως εμφανίζει σημαντικές δυσκολίες και μοιάζει μετέωρο.

Επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, και προς το στενό κυβερνητικό επιτελείο, ότι η δυσαρέσκεια, η απαισιοδοξία και οι χαμηλές προσδοκίες των πολιτών οι οποίες καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις είναι τα κυρίαρχα στοιχεία τα οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στην αμέσως προσεχή περίοδο.

Περιθώρια  αντίδρασης

Οπως τονίζεται από έμπειρα πολιτικά στελέχη, χρόνος για πολιτική αντίδραση υπάρχει. Ομως, ούτε απεριόριστος είναι, ούτε και προδιαγεγραμμένα αποτελέσματα έχει.