Οι Ευρωεκλογές έφεραν πίεση στον Κ. Μητσοτάκη και το «φάντασμα» του Τσίπρα στην Κεντροαριστερά

Τα αποτελέσματα της κάλπης ταρακούνησαν κυβέρνηση και Κεντροαριστερά - Ο Πρωθυπουργός, πιεσμένος από τις μεγάλες απώλειες, άρχισε ήδη αλλαγές σε πρόσωπα και πολιτικές, ενώ Κασσελάκης και Ανδρουλάκης δέχονται έντονη κριτική και βλέπουν το φάντασμα Τσίπρα να πλανάται από πάνω τους.

Οι «αδιάφορες» για πολλούς ευρωεκλογές της περασμένης Κυριακής μόνο αδιάφορες δεν ήταν εν τέλει. Τα αποτελέσματά τους, συνδυασμένα με τη μεγάλη αποχή, αποτέλεσαν βάση αμφισβητήσεων και εξελίξεων σε ολόκληρο το πολιτικό και κομματικό σύστημα. Τίποτε πια δεν είναι ίδιο. Ο πρώιμος καύσωνας μετατράπηκε σε καμίνι για τα κόμματα και τις ηγεσίες τους. Ολες πλέον τελούν υπό πίεση, προσπαθούν να ερμηνεύσουν, να αποκωδικοποιήσουν τα πολλά σήματα και μηνύματα που εξέπεμψαν οι πολίτες και να αντιδράσουν στα πολλαπλασιαζόμενα κύματα φθοράς.

Η κυβερνητική παράταξη εισήλθε σε διαδικασία επανατοποθέτησης και ανασύνταξης. Από τη δυναμική των αλλαγών θα κριθεί ο έλεγχος της φθοράς

Με πρώτη βεβαίως την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη που μέχρι πρότινος φάνταζε κυρίαρχος και αδιαμφισβήτητος. Οι απώλειες που κατέγραψε το κυβερνητικό στρατόπεδο είναι δυσθεώρητες. Απώλεσε σχεδόν ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους, η εκλογική επίδοση της κυβερνητικής παράταξης απέχει δεκατρείς μονάδες από τα ποσοστά των περσινών εθνικών εκλογών και σχεδόν πέντε μονάδες από τον στόχο που είχε θέσει προ μηνός ο κ. Μητσοτάκης.

Ελλείμματα πολιτικής

Κοινή είναι η πεποίθηση ότι η κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία πλήρωσε μαζεμένες όλες τις αυθαιρεσίες, τις μονομέρειες και τα πάμπολλα ελλείμματα της πολιτικής της.

Οι υποκλοπές, η διαχείριση του δυστυχήματος των Τεμπών, η εσπευσμένη προσχώρησή της στη ζώνη του δικαιωματισμού, τα σχέδιά της για την ανώτατη εκπαίδευση, η δεδομένη εύνοιά της προς τα ιδιωτικά, πολυεθνικά πια, σχήματα της υγείας σε βάρος του ΕΣΥ, η ανοχή της επίσης προς τα – κρίσιμα για την εξέλιξη των τιμών και την παράταση της ακρίβειας – ολιγοπώλια των καυσίμων, του ηλεκτρικού ρεύματος, των τραπεζών και των ισχυρών του λιανεμπορίου, η αδυναμία της επιπλέον να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη στεγαστική κρίση που καταδυναστεύει τους νέους, η δημοσιονομική ακαμψία όσον αφορά τις επιλογές της φορολογικής πολιτικής, όπως και η απροθυμία της να λάβει μέτρα άμβλυνσης των περιφερειακών και κοινωνικών ανισοτήτων, πολλαπλασίασαν με τον καιρό τα κύματα δυσαρέσκειας, με αποτέλεσμα να εκφραστούν στις ευρωκάλπες.

Για να μη μιλήσουμε για τα φημολογούμενα και εκτεινόμενα πλέον φαινόμενα διαφθοράς που δηλητηριάζουν τις σχέσεις της κυβέρνησης με τους πολίτες και δημιουργούν αισθήματα αποστροφής και καταδίκης.

Συνδυασμός λοιπόν συνθηκών, γεγονότων και επιμέρους πολιτικών ήλθε να καταρρίψει τις υπερ-προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί μετά την πανδημία για περισσότερες ευκαιρίες, σταθερότερες δουλειές με καλύτερες αμοιβές και σταδιακά εισερχόμενοι στον πέμπτο χρόνο νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης έτειναν να επικρατήσουν απογοητεύσεις στην εκλογική βάση του κυβερνώντος κόμματος, οι οποίες και εξηγούν, σε μεγάλο βαθμό, την αποχή και την απώλεια ενός εκατομμυρίου ψηφοφόρων. Γενικώς στην κοινή γνώμη τείνει να επικρατήσει η άποψη ότι η κυβέρνηση ενεργεί υπέρ ενός περιορισμένου κύκλου εχόντων και κατεχόντων και αδιαφορεί για το πλήθος των πολλών ανθρώπων.

Το σπιράλ της φθοράς

Αν εμπεδωθεί και επικρατήσει αυτή η πεποίθηση στην ελληνική κοινωνία, η φθορά θα λάβει γρήγορα διαστάσεις, με αποτέλεσμα να ακινητοποιηθεί η κυβέρνηση και να παραδοθεί πριν την ώρα της. Δεν είναι τυχαίο ότι η γκρίνια περισσεύει τούτες τις μέρες και οι συζητήσεις πληθαίνουν στο νεοδημοκρατικό στρατόπεδο. Επιπλέον, δεν είναι λίγοι εκείνοι που χρεώνουν στο πλήθος των βουλευτών και των πολιτευτών την αδυναμία κινητοποίησης των ψηφοφόρων, μην κρύβοντας ότι έχει διαμορφωθεί σοβαρή απόσταση μεταξύ της ηγεσίας και των στελεχών του κόμματος. Ορισμένοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι φθάνει ο καιρός για ευθεία αμφισβήτηση της ηγεσίας, ακόμη και για αποσχιστικές τάσεις υπό το βάρος και των πολιτικών μετατοπίσεων που αναμένονται στην Ευρώπη, αλλά και στις ΗΠΑ μετά την πιθανή πια επανεκλογή Τραμπ.

Ο κ. Μητσοτάκης νιώθει την απόσταση και το βάρος της αμφισβήτησης, αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές που τέτοιες συνθήκες μπορούν να δημιουργήσουν, κατανοεί σε έναν βαθμό ότι η κυβέρνησή του απομακρύνεται από τη λαϊκή βάση του κόμματός του και σπεύδει να αντιδράσει, με πρώτη κίνηση τον ανασχηματισμό της Παρασκευής. Το ερώτημα που τίθεται είναι προς ποια κατεύθυνση. Αν δηλαδή θα θελήσει να εξευμενίσει το δεξιό ακροατήριο ή να ασφαλίσει κατά το δυνατόν τη ζώνη των κεντρογενών ψηφοφόρων, η οποία κατά τα φαινόμενα προτίμησε την αποχή την περασμένη Κυριακή. Οπως και να έχει, η κυβερνητική παράταξη εισήλθε σε διαδικασία επανατοποθέτησης και ανασύνταξης. Από τη δυναμική των αλλαγών θα κριθεί ο έλεγχος της φθοράς.

Εντονη δυσαρέσκεια

Το ευτύχημα για τον κ. Μητσοτάκη είναι ότι αντίστοιχου επιπέδου απώλειες κατέγραψαν και τα άλλα δύο μεγαλύτερα κόμματα και ίσως εντονότερες αμφισβητήσεις να αντιμετωπίζουν οι ηγεσίες τους. Φέρουν και εκείνα ευθύνες για την αποχή και βεβαίως για την αδυναμία τους να εισπράξουν έστω κάτι από τις μεγάλες νεοδημοκρατικές απώλειες.

Ηδη ο Στέφανος Κασσελάκης δέχεται έντονη κριτική εντός του ΣΥΡΙΖΑ επειδή οι εκλογικοί του στόχοι απεδείχθησαν, αν μη τι άλλο, υπερφίαλοι και γενικώς αμφισβητείται ο τρόπος που πολιτεύεται και κινείται. Ολη αυτή η πομπώδης και αμιγώς προσωποκεντρική πολιτική συμπεριφορά και στάση έχει δυσαρεστήσει πολλούς. Επιπλέον είναι φανερό πλέον ότι νιώθει την ανάσα του προκατόχου του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος δραστηριοποιείται έντονα μέσω του ομώνυμου Ινστιτούτου και όλα δηλώνουν ότι προετοιμάζει συστηματικά την επανάκαμψή του στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ισως είναι νωρίς να εκτιμήσει κανείς το εύρος των επιδιώξεων του κ. Τσίπρα, αλλά οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ δεν αμφιβάλλουν ότι θα θελήσει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ενοποίηση του ευρύτερου χώρου της Κεντροαριστεράς και βεβαίως να είναι αυτός που θα την εκφράσει. Πράγμα που σημαίνει ότι ο κ. Κασσελάκης θα πιέζεται ολοένα και περισσότερο και δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιμένουν ότι έχει χαρακτηριστικά διάττοντος αστέρα.

Στο ΠαΣοΚ, στον άλλον πόλο της Κεντροαριστεράς, ήδη ηγέρθησαν θέματα ηγεσίας. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, αποτυγχάνοντας να κερδίσει τη δεύτερη θέση που είχε στοχεύσει, πιέζεται να ανοίξει τάχιστα, εντός του έτους, τις εσωκομματικές εκλογικές διαδικασίες για την ανάδειξη νέου αρχηγού του ιστορικού κόμματος. Τα πυρά που δέχεται είναι συντονισμένα και επιπλέον αντιμετωπίζει και αυτός την πίεση για την ενοποίηση του ευρύτερου χώρου.

Αδυναμία προοπτικής

Εν τω μεταξύ, εμφανής είναι η αδυναμία του ευρύτερου αυτού χώρου να προβεί στις δέουσες επεξεργασίες ώστε να υποστηρίξει και να προβάλει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση εξουσίας, ικανή να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εποχής, να αντιπαρατεθεί με αξιώσεις στη μονομερή πολιτική του κ. Μητσοτάκη και έτσι να εμπνεύσει τις χειμαζόμενες, απογοητευμένες και παραιτημένες σε μεγάλο βαθμό λαϊκές κοινωνικές δυνάμεις, που μέσα στην απόγνωσή τους βρίσκουν καταφύγιο στις λαϊκιστικές υπερσυντηρητικές εκδοχές της πολιτικής.

Είναι αυτή ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση για τις άλλοτε κραταιές κεντροαριστερές δυνάμεις, που έχουν συμβιβαστεί με τις μονοδρομικές επιλογές της σύγχρονης ευρωπαϊκής και δυτικής πολιτικής και έχουν απομακρυνθεί από την υπεράσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, μη δυνάμενες να κινητοποιήσουν τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους που άλλοτε τις στήριζαν μαζικά.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.