Εν αναμονή της προκήρυξης των εκλογών και της επίσημης έναρξης της προεκλογικής περιόδου αμέσως μετά το Πάσχα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του χαράσσουν και ακολουθούν μια στρατηγική που μοιάζει μονόδρομος, αλλά ταυτόχρονα κρύβει και πολλά ρίσκα. Βάσει της δημοσκοπικής ανάκαμψης η οποία καταγράφεται έπειτα από το σοκ του δυστυχήματος των Τεμπών και με το βλέμμα στραμμένο στις κρίσιμες μετρήσεις της περιόδου η οποία θα ακολουθήσει μετά τις διακοπές του Πάσχα, στο Μέγαρο Μαξίμου «βλέπουν» μόνο τον στόχο της αυτοδυναμίας και τα στάδια μέχρις ότου αυτή επιτευχθεί. Κατά τα γνωστά, κρίσιμο βήμα είναι η κάλπη της 21ης Μαΐου και τα ποσοστά που θα καταγραφούν εκεί, ώστε στη συνέχεια, και κατά πάσα βεβαιότητα στις 2 Ιουλίου, η ΝΔ να έχει βάσιμη προσδοκία ότι θα συγκεντρώσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Η κρισιμότερη παράμετρος

Οι καθοριστικές παράμετροι σε αυτή την πορεία είναι πολλές. Και η κρισιμότερη από αυτές σε πρώτη φάση είναι αν τελικώς θα επιτραπεί η συμμετοχή του κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές. Η δημοσκοπική δυναμική την οποία παρουσιάζει το κόμμα και η προοπτική εισόδου του στη Βουλή, σε συνδυασμό με μια αντίστοιχη επιτυχία του ΜέΡΑ25, θα ροκανίσουν σε δραματικό βαθμό τις προοπτικές αυτοδυναμίας του νικητή των εκλογών, καθώς υπό αυτούς τους όρους θα απαιτηθεί ένα ποσοστό της τάξης του 40%.

Η νευρικότητα της κυβέρνησης ως προς αυτά είναι αισθητή, φανερώνεται άλλωστε και στη νέα, εσπευσμένη νομοθετική ρύθμιση της τελευταίας στιγμής, λίγες μόλις ώρες προτού κλείσει η Βουλή. Με την παρέμβαση αυτή θα ορίζεται ότι για την ανακήρυξη των υποψηφίων κομμάτων θα αποφασίσει η Ολομέλεια του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου και όχι ένα υποσύνολο μελών του, κατ’ επιλογήν του επικεφαλής.

Με την κρίσιμη εκκρεμότητα ως προς την εκλογική παρουσία του κόμματος Κασιδιάρη κατά νου, στην κυβέρνηση χαράσσουν μια στρατηγική η οποία βασίζεται στη διαμόρφωση της προσδοκίας για «συνέχεια και αλλαγή» και στην αντιπαραβολή της με την απουσία ρεαλιστικής πρότασης διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ ή ουσιαστικής δυνατότητας σχηματισμού κυβέρνησης από μια άλλη πλειοψηφία.

Γολγοθάς και μετά τον Ιούλιο

Γνωρίζουν όμως παρ’ όλα αυτά ότι ο δρόμος προς την επίτευξη του στόχου είναι και μακρύς και δύσκολος, αλλά και ότι πιθανώς δεν τερματίζεται ούτε με τις δεύτερες εκλογές του Ιουλίου.

Η επίδραση όλων αυτών των παραμέτρων καταλήγει στην ανομολόγητη επιλογή της κυβέρνησης, η οποία συνοψίζεται στη συνεχή, έντονη πίεση η οποία θα ασκηθεί προς το ΠαΣοΚ.

Χαρακτηριστικό είναι ότι κυβερνητικά στελέχη σημειώνουν τις τελευταίες ημέρες: «Αν ο Ανδρουλάκης είχε παρουσιάσει μια σοβαρή πρόταση διακυβέρνησης, θα υπήρχε μια βάση συζήτησης. Αυτό δεν συμβαίνει, οπότε η μόνη σοβαρή επιλογή είναι η αυτοδυναμία».

Πίσω από αυτές τις επισημάνσεις κρύβεται όμως και η επίγνωση για το μετεκλογικό πολιτικό περιβάλλον, το οποίο προδιαγράφεται εξαιρετικά σύνθετο.

Δύσκολο μετεκλογικό περιβάλλον

Κυβερνητικές πηγές αναγνωρίζουν ότι ακόμη και αν επιτευχθούν οι εκλογικοί στόχοι, η περίοδος των προσεχών μηνών θα χαρακτηρίζεται από πολλές και κρίσιμες ιδιαιτερότητες. Οι βασικότερες είναι:

  • Η νέα κυβέρνηση, και ιδίως αν αυτή σχηματιστεί από αυτοδύναμη τη ΝΔ, δεν θα έχει ούτε μία ημέρα περίοδο χάριτος. Θα είναι μια συνέχεια της προηγούμενης και, εκτός του συγκλονιστικού απροόπτου ενός εκλογικού θριάμβου, θα βρίσκεται εξαρχής σε διαδικασία φθοράς και με ισχνή πλειοψηφία.
  • Η μετεκλογική περίοδος θα καθορίζεται από ήδη γνωστές και προγραμματισμένες, κρίσιμες δοκιμασίες: Οι αυτοδιοικητικές εκλογές του φθινοπώρου θα είναι εκ των πραγμάτων μια ευκαιρία διαμαρτυρίας/αντίδρασης για την αντιπολίτευση, ενώ οι ευρωεκλογές της άνοιξης του 2024 θα δώσουν την ευκαιρία για μια νέα, συνολική ανασύνταξη δυνάμεων. Σε περίπτωση κατά την οποία η κυβέρνηση διαθέτει μια εύθραυστη πλειοψηφία, η δοκιμασία αυτή μπορεί και να αποδειχθεί κρισιμότερη από ό,τι αυτή τη στιγμή φαίνεται.
  • Στην ουσία όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι η κυβέρνηση και οι πολιτικές δυνάμεις συνολικά έχουν μπροστά τους τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις σε διάστημα ενός έτους. Αυτές θα διαμορφώσουν το πολιτικό σκηνικό και υπό αυτό το πρίσμα θα καθοριστούν οι συμπεριφορές και οι επιδιώξεις των ηγεσιών τους.

Περιορισμένες επιλογές

Υπό αυτές τις συνθήκες, στο Μέγαρο Μαξίμου γνωρίζουν ότι οι επιλογές τους είναι εν πολλοίς περιορισμένες. Εν όψει αυτοδιοικητικών εκλογών, μια τρίτη εκλογική αναμέτρηση σε περίπτωση μη επίτευξης αυτοδυναμίας τον Ιούλιο είναι εξαιρετικά απίθανη και επικίνδυνη και υπό αυτή την έννοια μια συνεργασία θα καταστεί μονόδρομος.

Ως προς αυτό, κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ευθέως: «Αν στις δεύτερες εκλογές δεν υπάρξει κυβερνητική λύση αυτοδυναμίας, η πίεση θα πέσει εκ των πραγμάτων στο ΠαΣοΚ και στον Ανδρουλάκη. Με τα σημερινά δεδομένα όμως και με τα όσα εκδηλώνονται από αυτή την πλευρά, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να προσφέρει βιώσιμη προοπτική». Συμπληρώνουν δε χαρακτηριστικά: «Με το ζόρι παντρειά δεν γίνεται».

Από τις συζητήσεις αυτές, διαφαίνεται και η εκ των πραγμάτων ριψοκίνδυνη τακτική την οποία θα ακολουθήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στην πιο σύνθετη ίσως εκλογική αναμέτρηση της μεταπολιτευτικής περιόδου. Οι αλλεπάλληλες εκλογικές δοκιμασίες δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αστοχιών και η προσπάθεια κατάκτησης της αυτοδυναμίας, αφενός περνά μέσα από την πειστική ακύρωση εναλλακτικών επιλογών και, αφετέρου, οδηγεί ενδεχομένως σε ένα μετεκλογικό ξέφωτο, το οποίο ωστόσο μπορεί και να μην έχει ορατή διέξοδο.

Υποψηφιότητες

Πράσινο φως για Καραμανλή και Χειμάρα

Δίχως σημαντικές εκπλήξεις δημοσιοποιήθηκε στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας ο κατάλογος των νέων υποψηφίων βουλευτών της ΝΔ στις επικείμενες εκλογές. Οπως έγινε γνωστό, όλοι οι εν ενεργεία βουλευτές θα είναι στα ψηφοδέλτια, πέραν των όσων διαγράφηκαν και των Κώστα Τζαβάρα (Ηλεία, όπου θα είναι υποψήφιος ο Δημήτρης Αβραμόπουλος), Γιώργου Βαγιωνά (Χαλκιδική), Χριστόφορου-Εμμανουήλ Μπουτσικάκη (Α’ Πειραιώς) και Γεωργίας Μαρτίνου (Αν. Αττική), που δεν επιθυμούν να θέσουν υποψηφιότητα.

Με βάση αυτά κλείνει και το θέμα με την υποψηφιότητα του Κώστα Αχ. Καραμανλή, ο οποίος αναμένεται ότι θα είναι υποψήφιος στις Σέρρες, όπως και ο Θέμης Χειμάρας στη Φθιώτιδα, καθώς σύμφωνα με κομματικές πηγές, από τον έλεγχο των συναλλαγών της εταιρείας του με το Δημόσιο δεν προέκυψε κάτι μεμπτό.

Κατά τα λοιπά, το 50% των υποψηφίων της Νέας Δημοκρατίας είναι νέα πρόσωπα, τα οποία θα διεκδικήσουν για πρώτη φορά την ψήφο των πολιτών. Η συμμετοχή γυναικών στα ψηφοδέλτια ανέρχεται σε ποσοστό 42% και μέσος όρος ηλικίας των νέων υποψηφίων είναι τα 44 έτη.