Η οδός Ολυμπίων είναι ένας περιποιημένος δρόμος στο κέντρο της Λεμεσού. Ξεκινάει από τη θάλασσα, στο τέρμα της βρίσκονται τα δικαστήρια, λίγο πριν ο δημοτικός και ζωολογικός κήπος με μια παιδική χαρά, σαν μικρός ΟΗΕ, καθρέπτισμα μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Στα αριστερά, μια από τις ακριβές γειτονιές της πόλης, την οποία διασχίζει ο εμπορικότερος δρόμος της, η οδός Ανεξαρτησίας. Η φροντισμένη συνοικία απέκτησε ένα στίγμα. Απέναντι από τα δικαστήρια χάσκει μια παραφωνία, καλυμμένη πρόχειρα με χαρτόνια και αλουμινόχαρτα.
Σκόρπια θραύσματα τζαμιών τρίζουν κάτω από τις σόλες των παπουτσιών. Ο χώρος έχει σκουπιστεί, αλλά τα μικρά κομμάτια γυαλιού έχουν σφηνώσει ανάμεσα στα πλακάκια του πεζοδρομίου και της μικρής βεράντας του εστιατορίου Food Syria, επίμονοι μάρτυρες της τυφλής βίας που ξέσπασε ξαφνικά το βράδυ της 1ης Σεπτεμβρίου από περίπου 300 «αγανακτισμένους» ακροδεξιούς.
Ερχονται για να τον στηρίξουν
Το εστιατόριο μοιάζει σαν να διακτινίστηκε από τα βάθη της Μέσης Ανατολής. Μεγάλες κακόγουστες φωτογραφίες φαγητών στην πρόσοψή του και μέσα τα απολύτως απαραίτητα, δηλαδή δύο ψυγεία, λίγες λευκές πλαστικές καρέκλες και τρία τραπέζια. Η κουζίνα στον πάνω όροφο επικοινωνεί με μια σκάλα από μπετόν την οποία ανεβοκατεβαίνει ο ιδιοκτήτης κουβαλώντας φαγητό που φαίνεται σαν να «συναρμολόγησε» με ό,τι βρήκε πρόχειρο εκείνη τη στιγμή.
Βήματα αργά, πλάτη σκυφτή, ο 23χρονος Νίντα γέρασε απότομα μέσα σε ένα βράδυ. Σερβίρει ανόρεχτα μια παρέα νεαρών Σύρων, από τους οποίους ο ένας αποδεικνύεται «Κυπραίος», που βρίσκονται στο μαγαζί περισσότερο για να τον στηρίξουν παρά για το μεσημεριανό τους.
Από ελληνικά ξέρει μόνο λέξεις που δεν φτάνουν για να φτιάξουν πρόταση, τα αγγλικά του είναι ακατανόητα. Ενας συμπατριώτης του, που ενημερώνει αμέσως ότι έχει καλή δουλειά διαχωρίζοντας τη θέση του από αυτή του άτυχου συμπατριώτη του, καπνίζει σε μια γωνιά τον ναργιλέ του και αναλαμβάνει πρόθυμα ρόλο μεταφραστή με τα άψογα αγγλικά του. Ο «μεταφραστής», που αποφεύγει λοιπές συστάσεις, ζει πολλά χρόνια στη Λεμεσό χωρίς να έχει «κανένα πρόβλημα».
«Μόνο ασφάλεια και αξιοπρέπεια»
Ο Νίντα έφτασε στην πόλη πριν από τρία χρόνια μαζί με τον 27χρονο αδελφό του για να ξεφύγουν από την εφιαλτική εμπόλεμη Ράκα. Τους τελευταίους 8 μήνες υπενοικιάζει το συγκεκριμένο εστιατόριο από έναν συμπατριώτη του. «Δεν με νοιάζει να βγάλω πολλά λεφτά. Θέλω μόνο να ζω με ασφάλεια και αξιοπρέπεια» λέει. Τη νύχτα που ονομάστηκε «Των Κρυστάλλων» του τα στέρησαν και τα δύο.
Οσοι μετανάστες είχαν καταστήματα στο κέντρο της Λεμεσού, μέσω του δικού τους άτυπου δικτύου ενημέρωσης, έκλεισαν προληπτικά τα μαγαζιά τους εν όψει της διαδήλωσης διαμαρτυρίας που είχε προαναγγελθεί. Πελάτες δεν υπήρχαν, αλλά ορισμένοι ιδιοκτήτες, όπως ο Νίντα με τον αδελφό του, έμειναν μέσα στα μαγαζιά τους για να τα προστατεύσουν. Εξω από το Food Syria, όπως διηγείται, ήταν σταθμευμένα πέντε περιπολικά, η περιοχή έχει πολλές τράπεζες και καταστήματα και για πολλή ώρα όλα έμοιαζαν κανονικά. Η διαδήλωση γινόταν περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά, τα επεισόδια είχαν ξεκινήσει κατά μήκος του παραλιακού δρόμου, αλλά στην οδό Ολυμπίων δεν είχαν ιδέα, μέχρι που μια ομάδα κουκουλοφόρων ανηφόρισε τον δρόμο και κατευθύνθηκε προς το μοναδικό συριακό μαγαζί της περιοχής.
Εκτός ελέγχου η επίθεση
Η βία που ξέσπασε ήταν εκτός ελέγχου. Οι μαυροντυμένοι κουκουλοφόροι «κατέβασαν» τις τζαμαρίες στις τρεις πλευρές του μαγαζιού, έριξαν μολότοφ, μπήκαν μέσα στο μαγαζί, έχυσαν βενζίνη στο πάτωμα και έβαλαν φωτιά.
Ο Νίντα και ο αδελφός του κρύφτηκαν πίσω από τη βιτρίνα-ψυγείο, η οποία περιείχε λιγοστά πορτοκάλια και δύο ταψάκια ξεραμένο μπακλαβά. Με αυτή την «οχύρωση» πίστεψαν ότι ήρθε το τέλος τους, ότι θα καίγονταν ζωντανοί. Οι κουκουλοφόροι, όμως, δεν προχώρησαν προς το μέρος τους, ίσως θεώρησαν ότι η φωτιά θα έκανε τη δουλειά από μόνη της. Δεν την έκανε γιατί δεν είχε τίποτα να κάψει, έσβησε προτού φτάσει στα πλαστικά έπιπλα. Οι αστυνομικοί δεν βγήκαν από τα παρκαρισμένα περιπολικά τους για να προστατεύσουν τα θύματα. Ενδιαφέρθηκαν, σύμφωνα με τον Νίντα, τρεις ώρες αργότερα για να πάρουν καταθέσεις, ενώ ήταν οι ίδιοι αυτόπτες μάρτυρες, και την επόμενη ημέρα για να καταγράψουν τις ζημιές.
Από την Παρασκευή της φρίκης καμία άλλη Αρχή δεν εμφανίστηκε, καμία βοήθεια δεν δόθηκε, πλην κάποιων γειτόνων που περνούν από το μαγαζί για να φάνε κάτι, πληρώνοντάς το πάνω από την αξία του για να τον στηρίξουν, και μιας ιδιωτικής διαδικτυακής πρωτοβουλίας για συγκέντρωση χρημάτων προκειμένου να επισκευαστούν οι ζημιές. Η γειτονιά, που κατοικείται από Κύπριους και Σύρους, προσπαθεί όπως μπορεί να κλείσει την πληγή που άνοιξε στη «βιτρίνα» της και ο Νίντα αισθάνεται μεγάλη ευγνωμοσύνη. Δεν αρκεί, όμως, για να διώξει τον φόβο που φώλιασε στην ψυχή του. Ισως επειδή δεν είναι όλη η γειτονιά με το μέρος του. Στο παρελθόν, λέει, είχε δεχθεί σποραδικά απειλές του τύπου «θα σου το κλείσουμε το μαγαζί», «θα σε διώξουμε από δω», αλλά πίστευε ότι ήταν μόνο λόγια. Οι συμπατριώτες του τον είχαν διαβεβαιώσει ότι η Λεμεσός είναι μια ειρηνική πόλη.
«Η Αστυνομία δεν έκανε τίποτα»
Η ωμή βία άφησε πίσω της έναν άνθρωπο σαν τσακισμένο κλαράκι, η φωνή του βγαίνει ψιθυριστά, το βλέμμα του εστιάζει είτε στις παλάμες του που τρίβει νευρικά είτε στο πάτωμα. Στα μάτια κοιτάζει μόνο τον συμπατριώτη του που μεταφράζει τα παθήματά του. «Θα ξαναέρθουν», λέει με ακλόνητη βεβαιότητα, «γιατί η Αστυνομία δεν έκανε τίποτα να τους σταματήσει». Πώς γίνεται να φοβάται τόσο πολύ στη Λεμεσό κάποιος που έφυγε από τον πόλεμο στη Συρία; «Και αυτός εδώ πόλεμος είναι, διαφορετικός, αλλά πόλεμος. Στη Ράκα δεν έζησα τέτοια πράγματα» απαντά. «Θέλω ασφάλεια, θέλω να είμαι ελεύθερος». Ξαφνικά σηκώνει τα μάτια από το πάτωμα. «Αν μπορείτε, σας παρακαλώ, βοηθήστε με να φύγω από δω, θα πάω όπου ‘ναι, ακόμα και στην Αφρική, το μόνο που θέλω είναι να νιώθω ασφαλής». Και μετά, χωρίς τη βοήθεια του μεταφραστή, με τη συμπιεσμένη οργή αυτού που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, φτύνει τρεις λέξεις: «Κύπρος no good».
Το δίωρο του τρόμου
Η οδός Ολυμπίων τέμνει κάθετα τη Γλάδστωνος, στον λεγόμενο «πεντάδρομο». Σε αυτή την κομβική διασταύρωση οι κουκουλοφόροι έσπασαν και έκαψαν έναν υποσταθμό της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ) με αποτέλεσμα να μείνουν εκτός λειτουργίας τα φανάρια ρύθμισης της κυκλοφορίας για πέντε ημέρες. Σε περίπου 500 μέτρα κατηφορίζει η οδός Ανεξαρτησίας – η «Ερμού της Λεμεσού» – μέχρι τη θάλασσα. Την προπερασμένη Παρασκευή ο δρόμος μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, καθώς δεξιά και αριστερά από το σημείο που διασταυρώνεται με την παραθαλάσσια λεωφόρο Σπύρου Αραούζου βρίσκονται στη σειρά τα μαγαζιά που ρήμαξαν οι ακραίοι «πατριώτες».
Επί σχεδόν δύο ώρες, από τις 9 ως τις 11 το βράδυ, σε μήκος δύο χιλιομέτρων, το τάγμα εφόδου κατέστρεψε και έκαψε καταστήματα, αναποδογύρισε και έκαψε κάδους και αυτοκίνητα, έσπασε ζαρντινιέρες, πέταξε κροτίδες, με την Αστυνομία να παρακολουθεί απαθής. Εκείνη την ώρα στον παραλιακό πεζόδρομο υπήρχε πολύς κόσμος που έκανε τη βόλτα του, στις παιδικές χαρές βρίσκονταν οικογένειες με παιδιά, στον δρόμο κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα και προκλήθηκε κομφούζιο όταν η Αστυνομία επιχείρησε καθυστερημένα να βγάλει την αύρα και να ρίξει δακρυγόνα. Κάποιες οικογένειες αναζήτησαν καταφύγιο σε ένα κοντινό ξενοδοχείο, η πρόσοψη του οποίου πετροβολήθηκε. Δημοσιογράφοι και όποιος είχε «λάθος» απόχρωση επιδερμίδας, ακόμα και γηγενείς και ανίδεοι τουρίστες, προπηλακίστηκαν. Με το Κουβέιτ προκλήθηκε διπλωματικό επεισόδιο εξαιτίας του τραυματισμού μιας οικογένειας που έκανε τις διακοπές της στη Λεμεσό.
Ο εφιάλτης της Ντάο
Ενα από τα μαγαζιά που χτυπήθηκαν ήταν το τριτοκοσμικό οπωροπωλείο-παντοπωλείο της 45χρονης Ντάο από το Βιετνάμ. Η φωτογραφία της απόγνωσής της έξω από το κατεστραμμένο μαγαζί της έγινε viral, εκείνη έδωσε πολλές συνεντεύξεις, στο μαγαζί μπαινοβγαίνουν αλλοδαποί και ντόπιοι για να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους, αλλά η δική της καθημερινότητα έχει πλέον χαραχθεί ανεξίτηλα από τη βία.
Η Ντάο εγκαταστάθηκε στη Λεμεσό το 2015, δύο χρόνια αφότου είχε αποβιώσει ο πρώτος της σύζυγος, και μην μπορώντας να αναθρέψει τα τρία παιδιά της – σήμερα 17, 13 και 11 ετών – αποδέχθηκε την πρόταση μιας φίλης της να μεταναστεύσει στην Κύπρο «που έχει δουλειές». Για σχεδόν πέντε χρόνια φρόντιζε κήπους, έπειτα η οικογένειά της πούλησε το σπίτι που είχαν στο Βιετνάμ και η Ντάο κατάφερε να ενοικιάσει το μαγαζί της. Στο μεταξύ παντρεύτηκε έναν Κύπριο και απέκτησε άλλο ένα παιδί, τώρα 20 μηνών.
Ο σύζυγός της έχει πρόβλημα υγείας και δεν εργάζεται, οπότε η οικογένεια βιοπορίζεται από το παράξενο μαγαζί που στα ράφια του έχει ανάμεικτα βιετναμέζικα, κυπριακά και πολυεθνικά προϊόντα, τρόφιμα, τσάγια, χαρτικά, απορρυπαντικά και έξω φρούτα και λαχανικά.
«Μας έβαλαν στόχο, θα ξαναέρθουν»
«Φοβάμαι πολύ», μεταφράζει στα αγγλικά η μεγάλη κόρη της Φλόρα, η οποία τη βοηθάει στο μαγαζί, «γιατί ανοίγω κάθε μέρα στις 6 το πρωί και κλείνω στις 11 το βράδυ. Τώρα που μας έβαλαν στόχο θα ξαναέρθουν. Αν μας κάψουν το μαγαζί, πώς θα ζήσουμε;».
Η Ντάο μιλάει ανέκφραστα. Δείχνει το βίντεο της εισβολής στο κατάστημά της όπως την κατέγραψαν οι κάμερες ασφαλείας, τους κουκουλοφόρους να ρίχνουν το εμπόρευμα στο πάτωμα, να κλέβουν τσιγάρα και έπειτα να βάζουν φωτιά σε δύο σημεία. Ευτυχώς πρόλαβε και την έσβησε η Πυροσβεστική, αλλιώς το μαγαζί θα γινόταν στάχτη. Για τα επεισόδια την ειδοποίησε η Φλόρα που εκείνη την ώρα βρισκόταν σε έναν χώρο ανάπαυσης που έχουν πάνω από το μαγαζί, καθώς η οικογένεια μένει στο Τραχόνι, ένα χωριό έξω από τη Λεμεσό. Ο σύζυγός της, ομολογεί, έγινε έξαλλος με τους συμπατριώτες του, αλλά τώρα άρχισε να ηρεμεί. «Η Αστυνομία μάς υποσχέθηκε ότι θα μας προστατεύσει» εξηγεί.
Ενα βίντεο με μεγάλη αναμετάδοση κατέγραψε τον ανηλεή ξυλοδαρμό ενός μετανάστη έξω από ένα κουρείο. Πολλοί υπέθεσαν ότι επρόκειτο για τον ιδιοκτήτη, αλλά ήταν ο εξαδελφός του, Σύροι από τη Ράκα και αυτοί, αλλά εγκατεστημένοι προ 15ετίας στη Λεμεσό. Ο ιδιοκτήτης του κουρείου, ο 42χρονος Τασίρ, δουλεύει παράλληλα στις οικοδομές, που βρίσκονται σε άνθηση παντού στην πόλη, για να ζήσει τα δυο παιδιά του 3 και 1 έτους.
Την ώρα των επεισοδίων εργαζόταν σε άλλο μέρος της πόλης και έτσι κατέβηκε στο μαγαζί ο συγγενής του που μένει σε ένα διαμέρισμα πάνω από το κουρείο, λίγο από περιέργεια και λίγο για να το προστατεύσει. Εκεί τον πέτυχαν οι ακροδεξιοί τραμπούκοι, αλλά ευτυχώς γλίτωσε με μώλωπες. Θα μπορούσαν να τον είχαν σκοτώσει καθώς πυρπολούσαν το μαγαζί. «Ακούσαμε ότι έρχονται με άγριες διαθέσεις, αλλά πιστεύαμε ότι θα έγραφαν συνθήματα με σπρέι, όχι ότι θα έριχναν βόμβες να μας κάψουν» λέει ο Τασίρ, ο οποίος μιλάει «κυπριακά» και αγγλικά.
«Δεν φοβάμαι, ήταν ένα ξέσπασμα»
Μετά τη «μαύρη» Παρασκευή, διηγείται, περνούν κάθε μέρα κύπριοι κάτοικοι της Λεμεσού και προσφέρονται να βοηθήσουν εθελοντικά για να αποκαταστήσει τις ζημιές. Ενας περαστικός, όταν είδε το κατεστραμμένο μαγαζί του, του έδωσε δακρυσμένος ένα εικοσάρικο που είχε στην τσέπη του. Ο Τασίρ στάζει μέλι για τους Λεμεσιανούς, «είμαστε φίλοι, αδέλφια, ξέρετε πόσους έχω πελάτες στο κουρείο;» λέει. Τα έχει με το κράτος που τον κρατά τόσα χρόνια σε καθεστώς πρόσφυγα, που δεν του προσφέρει «ποιότητα ζωής» και με την Αστυνομία που δεν έκανε τη δουλειά της. «Εγώ δεν φοβάμαι, πιστεύω ότι ήταν ένα ξέσπασμα» λέει.
Τα παιδιά που δουλεύουν στο κουρείο, δύο 25χρονοι φρεσκοφερμένοι από τη Ράκα και το Χαλέπι, τρέμουν. «Δεν κάθονται στο μαγαζί χωρίς εμένα, φοβούνται να μείνουν μόνοι τους» παραδέχεται. Οι νεαροί παρακολουθούν αμίλητοι το αεικίνητο, χαμογελαστό αφεντικό τους, ούτως ή άλλως το μόνο που καταλαβαίνουν είναι λίγα αγγλικά. Ποιος ξέρει τι να σκέφτονται, η άκαμπτη γλώσσα του σώματός τους, όμως, μαρτυρά ότι δεν συμμερίζονται την αισιοδοξία του. Αλλά και ο ίδιος ο Τασίρ παραδέχεται ότι αν μπορούσε θα έφευγε αμέσως για τη Γερμανία ή για την Αμερική, «κάπου που θα είμαι πολίτης με δικαιώματα». Αυτός είναι ο καημός του.
«Στο σχολείο δεν έχω πρόβλημα»
Δίπλα στο κουρείο του Τασίρ βρίσκεται ένα μικροσκοπικό μίνι μάρκετ. Στο ταμείο στέκεται η 14χρονη Αλεξάνδρα από τις Φιλιππίνες, με βοηθό μια μεσήλικη υπάλληλο. Το μαγαζί ανήκει στη μητέρα της, που εκείνη την ώρα ξεκουραζόταν στο πατάρι για να το αναλάβει ξανά αργά το απόγευμα. «Μας έσπασαν το ψυγείο που είχαμε έξω με τα νερά και τα αναψυκτικά». Η Αλεξάνδρα πάει στο σχολείο από το Δημοτικό και είναι η μόνη από την οικογένειά της που μιλά καλά ελληνικά. Το όνειρό της είναι να φύγει για την Αμερική. «Στο σχολείο δεν έχω κανένα πρόβλημα με τους συμμαθητές μου, αλλά φοβάμαι ότι θα μας χτυπήσουν ξανά το μαγαζί. Δεν είμαστε ασφαλείς, η Αστυνομία δεν έκανε τίποτα». Ολα τα μαγαζιά σε αυτό το τετράγωνο ανήκουν σε μετανάστες και όλα δέχθηκαν επίθεση. Σπασμένα τζάμια, κατεστραμμένα ψυγεία, σκορπισμένα εμπορεύματα, σημάδια από τις φωτιές των μολότοφ. Οι ιδιοκτήτες έτρεξαν να διορθώσουν όπως-όπως τις ζημιές, σαν να έπρεπε να καλύψουν μια δική τους ντροπή.
Ο Χακίμ, άλλος ένας σύρος ιδιοκτήτης κουρείου και εργολάβος, 49 ετών, πρωτοπήγε στη Λεμεσό το 1989. Αποφάσισε να μείνει, παντρεύτηκε μια ντόπια και απέκτησε μαζί της πέντε παιδιά. Τα μεγάλα σπουδάζουν, μηχανικοί οι κόρες, οδοντίατρος ο γιος, ο οποίος «υπηρέτησε στον κυπριακό στρατό». Τα δύο μικρότερα πάνε στο Γυμνάσιο. «Μετά τα επεισόδια με ρώτησαν αν θα έχουν πρόβλημα στο σχολείο επειδή το επώνυμό τους είναι ξένο. Τους είπα να μην ανησυχούν, αλλά δεν μου άρεσε που ένιωσαν έτσι» λέει. Ο Χακίμ μιλάει με βαριά κυπριακή προφορά και κανένας δεν θα τον περνούσε για μετανάστη, άλλωστε από το 1999 έχει αποκτήσει υπηκοότητα.
«Θα έρθουμε να σ’ το ξανακάψουμε»
Την καταστροφή του μαγαζιού του την παρακολούθησε από το κλειστό κύκλωμα που έχει στο σπίτι του, ανήμπορος να κάνει το παραμικρό, αποσβολωμένος από αυτά που έβλεπε. «Οκτώ μαυροντυμένοι νεαροί με κουκούλες σήκωσαν με τα χέρια το μεταλλικό προστατευτικό, έσπασαν τα τζάμια, μπήκαν στο κουρείο, κατέστρεψαν τις καρέκλες και μετά πέταξαν μέσα πέντε μολότοφ. Ευτυχώς έσκασε μόνο η μία. Μετά τα μεσάνυχτα, όταν σταμάτησαν τα επεισόδια, ήρθα στο μαγαζί και καθάριζα μέχρι το πρωί. Νωρίς το Σάββατο ένας άγνωστος ηλικιωμένος που περνούσε απ’ έξω κοντοστάθηκε και μου φώναξε με οργή: «Μην το φτιάχνεις. Θα έρθουμε αύριο να σ’ το ξανακάψουμε». Θέλει χρόνο για να ηρεμήσουν τα πράγματα». Η σύζυγός του, σοκαρισμένη, τον πίεσε να κάνει καταγγελία στην Αστυνομία, εκείνος έδωσε κατάθεση, αλλά με τη σοφία του ξένου ξέρει ότι το μίσος δεν αντιμετωπίζεται με περισσότερο μίσος.