Οκτώβριο του 1995, ξενοδοχείο Caravel, δεύτερο υπόγειο, η Κεντρική Επιτροπή του ΠαΣοΚ συνεδριάζει, μέσα σε ένα βαρύ κλίμα, που το κάνει ακόμα βαρύτερο η ασθενική κράση του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο ηγέτης του ΠαΣοΚ και πρωθυπουργός είναι φανερό ότι δεν έχει πια ούτε τη δύναμη ούτε το κουράγιο αλλά ούτε και τις δυνατότητες να διατηρήσει τη συνοχή του κόμματος και να λειτουργήσει με επάρκεια την κυβέρνηση. Εχουν μεσολαβήσει έναν μήνα πριν και τα «γεγονότα» της Πάτμου, όταν αποχωρεί από τις εκδηλώσεις στο νησί έπειτα από μια καρδιακή κρίση, και όλα θυμίζουν παρακμή.
Είναι η χειρότερη φάση για εκείνον, καθώς δείχνει πολύ καταβεβλημένος, σκιά του εαυτού του. Καθώς πληθαίνουν οι φήμες για συνωμοσίες πίσω από κλειστές πόρτες, με στόχο την ανατροπή του, η σύγκληση της Κεντρικής Επιτροπής θεωρείται από πολλούς – και είναι – το βήμα που θα του δώσει την ευκαιρία να ξεκαθαρίσει την κατάσταση.
Στα πολιτικά δημοσιογραφικά γραφεία κάνει ήδη βόλτες από μηνών η φήμη ότι «ένα βράδυ του περσινού Νοεμβρίου στο σπίτι της Βάσως (η Βάσω, όπως και ο Ανδρέας, δεν είχε επώνυμο, ήταν η Βάσω…) σε δείπνο με τη συμμετοχή των Κ. Σημίτη, Θ. Πάγκαλου και Π. Αυγερινού αποφασίστηκε να προωθηθεί για διάδοχος του Ανδρέα ο Σημίτης».
Ο Ανδρέας ενήμερος – πώς αλλιώς; – της «συνωμοσίας» των τεσσάρων, με τον μύθο να «πασπαλίζει» το δείπνο, ότι είχε ληφθεί η απόφαση «να τον ρίξουν» σε πρώτη ευκαιρία, συγκεντρώνει όση δύναμη του απομένει και λέει σχεδόν με τρεμάμενη φωνή σε μια αίθουσα όπου δεν ακούγεται κανένας άλλος ήχος: «Οσοι αναζητούν έναν Ανδρέα Παπανδρέου πρωθυπουργό και πρόεδρο του ΠαΣοΚ υπό περιορισμό, επιτροπεία, κηδεμονία ή δεν ξέρω τι άλλο να τον αναζητήσουν αλλού. Εγώ δεν προσφέρομαι».
Το χαρτί στον Ανδρέα
Η αίθουσα γίνεται ακόμα πιο παγωμένη και τότε σηκώνεται από την τρίτη ή την τέταρτη θέση που καθόταν μια ψηλόλιγνη γυναικεία φιγούρα. Διασχίζει με βήμα σταθερό την απόσταση που τη χωρίζει από την έδρα του προεδρείου, στο κέντρο του οποίου είναι ο Ανδρέας, και του αφήνει ένα χαρτί. Οπως θα γίνει αργότερα γνωστό, περιλαμβάνει δύο φράσεις, τις ακόλουθες: «Εμμέσως πλην σαφώς αναφέρεσαι σε μένα και μου αποδίδεις προθέσεις που δεν έχουν σχέση με τις προθέσεις μου. Ζητώ τον λόγο επί προσωπικού».
Είναι η Βάσω Παπανδρέου και για σχεδόν έναν χρόνο έχει βιώσει το ανελέητο bullying των συντρόφων της στο Εκτελεστικό Γραφείο, οι οποίοι την έχουν αναγορεύσει σε πρωθιέρεια των «συνωμοτών» για την ανατροπή του ιερού τοτέμ που ακούει στο όνομα Ανδρέας. Είναι αυτή που διοργάνωσε «το δείπνο των τεσσάρων»… Ο Ανδρέας διαβάζει το χαρτί, απαντάει με ένα ξέπνοο «μάλιστα», και η συνεδρίαση συνεχίζεται για λίγο ακόμη. Για να τελειώσει χωρίς να της δοθεί ο λόγος – άλλωστε είχε εκ των προτέρων αποφασιστεί να μην υπάρξουν άλλοι ομιλητές, πλην του Ανδρέα. Στις δηλώσεις που κάνει μετά το τέλος της συνεδρίασης θα καταγγείλει τον Ανδρέα, τον μέντορά της στην πολιτική και όχι μόνο, ότι έκανε «μονόλογο» και ότι «αρνείται να δει την πραγματικότητα». Το χαρτί που του έδωσε σε εκείνη την ιστορική συνεδρίαση (ύστερα από αυτήν δεν θα υπάρξει άλλη δημόσια εμφάνιση του Ανδρέα – λίγες ημέρες μετά θα εισαχθεί στο Ωνάσειο, από το οποίο θα αποχωρήσει χωρίς την ιδιότητα του πρωθυπουργού…) είναι ουσιαστικά το τέλος μιας 20ετούς θυελλώδους σχέσης με τον ιδρυτή του ΠαΣοΚ.
Η γνωριμία στο Λονδίνο
Ισχυρή προσωπικότητα, με ιδέες και όραμα για τη χώρα και το ΠαΣοΚ, δέθηκε μαζί του από την περίοδο που σπούδαζε οικονομικά στο Λονδίνο. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Κινήματος, έχοντας προσυπογράψει και αυτή τη διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, και ήταν σχεδόν μόνιμο μέλος του πανίσχυρου Εκτελεστικού Γραφείου (για πολλά χρόνια η μοναδική γυναίκα στο ΕΓ). Βουλευτής εξελέγη για πρώτη φορά το 1985, και ταυτόχρονα ανέλαβε υφυπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, για να αναβαθμιστεί έναν χρόνο αργότερα σε αναπληρώτρια υπουργό του ίδιου υπουργείου. Η θεαματική ανέλιξή της στο εσωτερικό του ΠαΣοΚ και στην κυβέρνηση τροφοδότησε φήμες ότι η σχέση της με τον Ανδρέα υπερέβαινε την πολιτική, ωστόσο ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν. Αλλωστε ήταν το έργο της, και η γενικότερη παρουσία της στην πολιτική, που δεν άφησε την παραμικρή σκιά ότι οφειλόταν σε χαριστικές πράξεις.
Επίτροπος στις Βρυξέλλες
Το 1989 έκανε το σημαντικότερο, μέχρι εκείνη την περίοδο, βήμα, μετακομίζοντας στις Βρυξέλλες, ως η πρώτη επίτροπος της χώρας στην ΕΟΚ, με «χαρτοφυλάκιο» την Απασχόληση, τις Εργασιακές Σχέσεις και Κοινωνικές Υποθέσεις, το Ανθρώπινο Δυναμικό, την Εκπαίδευση και Κατάρτιση, και την Ισότητα των δύο Φύλων.
Γρήγορα η φήμη της ξεπερνάει τα στενά όρια των Βρυξελλών, γιατί είναι η επίτροπος η οποία συγκρούεται ως ίση προς ίση με τη Μάργκαρετ Θάτσερ για θέματα προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Είναι η εποχή που η Θάτσερ και οι πολιτικές της κατά των απεργών στη Βρετανία αποτελούν παγκόσμιο θέμα.
Η επιστροφή στην Ελλάδα συμπίπτει με τη μεγάλη εσωκομματική διαπάλη στο ΠαΣοΚ για τη διαδοχή του Ανδρέα, και εκείνη θα ταχθεί με τον Κ. Σημίτη, θεωρώντας ότι είναι ο πολιτικός ο οποίος μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις που γεννιούνται για τη χώρα, απ’ όσα τεκταίνονται στις Βρυξέλλες, και εκείνη τα έζησε από κοντά. Η συμπόρευση με τον Κ. Σημίτη θα της δώσει την ευκαιρία να αναλάβει μερικά κρίσιμα υπουργεία, όπως το Εσωτερικών και το Υποδομών. Στο μεν πρώτο θα αφήσει το στίγμα της, ιδρύοντας τα περίφημα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ), που θεωρουνται πρωτοποριακή «εφεύρεση» στον πόλεμο κατά της γραφειοκρατίας. Και θα επιφέρει μία ακόμα, βαθύτερη αλλαγή, αυτή τη φορά στο πολιτικό σύστημα, καθιερώνοντας την ποσόστωση 33% στη συμμετοχή των γυναικών στα ψηφοδέλτια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη μεγαλύτερη εκπροσώπηση των γυναικών στην πολιτική. Στο δε δεύτερο, των Υποδομών, όπου διαδέχεται τον Κ. Λαλιώτη, συμβάλλει αποφασιστικά στην ολοκλήρωση των ολυμπιακών έργων του 2004. Με τον Λαλιώτη έχει μια σχέση αγάπης και μίσους, που ο αστικός μύθος την αποδίδει τόσο στην ανταγωνιστική, προσωπική σχέση και των δύο με τον Ανδρέα, όσο και στο ότι το «δείπνο των τεσσάρων» είχε προκαθοριστεί για «δείπνο των πέντε», αλλά ο πέμπτος, ο Λαλιώτης, δεν προσήλθε τελικά σε αυτό.
Η ασθένεια
Αποτραβιέται από την πολιτική το 2012, στην κορύφωση της κρίσης, με το ΠαΣοΚ απαξιωμένο και έχοντας ήδη στην πλάτη του το πρώτο μνημόνιο. Εχει διαφωνήσει κάθετα με τους χειρισμούς του Γιώργου Παπανδρέου και δεν θέλει να συμμετέχει σε τίποτε πια. Η σκληρή ασθένεια που την προσβάλλει δύο χρόνια αργότερα την «αποκλείει» στο σπίτι της, όπου αφήνεται στη φροντίδα των στενών συγγενικών της προσώπων. Τα δέκα χρόνια που ακολουθούν είναι χρόνια δύσκολα, μέχρι το μεσημέρι της Πέμπτης που φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.
Ο ιστορικός του μέλλοντος θα αποτιμήσει τα 35 χρόνια της παρουσίας της στην πολιτική, ασφαλώς με θετικό πρόσημο. Πάλεψε για τη βελτίωση της θέσης των γυναικών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, δούλεψε εντατικά και με αποφασιστικότητα για να εκσυγχρονιστεί ο απαρχαιωμένος κρατικός μηχανισμός, εκπροσώπησε επάξια τη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, συνέβαλε αποφασιστικά στην επιτυχία της οκταετίας Σημίτη και κέρδισε, όπως φάνηκε και από τις δηλώσεις των πολιτικών όλων των παρατάξεων, τον σεβασμό των αντιπάλων της και του ΠαΣοΚ. Μοναδική, χαρισματική προσωπικότητα, με ευθύτητα, ιδιότυπο χιούμορ και αναλυτική κριτική σκέψη, αντικειμενικά η Βάσω Παπανδρέου υπήρξε ένα βαθιά πολιτικό ον.
Δύσκολα θα μπορέσει να την αντιστοιχίσει κανείς σήμερα με κάποια από τις πολιτικούς που πρωταγωνιστούν στην πολιτική ζωή της χώρας…