Δεν έχουν περάσει ακόμα δύο μήνες από την τραγωδία των Τεμπών και το κλίμα του εθνικού πένθους και της θλίψης δείχνει, στη μεταπασχαλινή περίοδο, σημάδια αποφόρτισης. Η θετική εκτίμηση για την πορεία της χώρας βελτιώνεται και κινείται τώρα στο 37% από το 26% των ημερών της τραγωδίας.
Παράλληλα, το ποσοστό όσων αξιολογούν τώρα αρνητικά την πορεία της χώρας κινείται στο 56% από το 68% στο οποίο είχε βρεθεί τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου. Βέβαια, όπως έχουμε τονίσει και στο παρελθόν, η δημόσια ατζέντα της χώρας αλλάζει με απρόβλεπτο και ταχύτατο τρόπο.
Τώρα κυριαρχεί στην ειδησεογραφία η υπόθεση Γεωργούλη και η μόνη είδηση σχετικά με την τραγωδία των Τεμπών είναι ότι ολοκληρώθηκε το πόρισμα της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων για τους λόγους που οδήγησαν στην τραγωδία και την περασμένη Πέμπτη δόθηκε στη δημοσιότητα.
Παράλληλα, η χώρα βρίσκεται πλέον και επισήμως σε προεκλογική περίοδο. Οι πολίτες καλούνται να αξιολογήσουν το σύνολο των πεπραγμένων της κυβέρνησης Μητσοτάκη και βέβαια να διερευνήσουν αν και ποιες πολιτικές προτάσεις ανταποκρίνονται στις προσδοκίες, στις αξίες αλλά και στα συμφέροντά τους.
Η κάλπη της 21ης Μαΐου απέχει πλέον λιγότερο από έναν μήνα και το ενδιαφέρον των πολιτών για το εκλογικό αποτέλεσμα που θα προκύψει κινείται σε υψηλά επίπεδα, αφού πάνω από 8 στους 10 (83%) δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται πολύ ή αρκετά για αυτό. Σημειώνουμε ότι λίγο πριν από τις βουλευτικές του Ιουλίου του 2019 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 77% – δηλαδή ξεκινάμε την επίσημη προεκλογική περίοδο με σαφώς υψηλότερο ενδιαφέρον.
Ισως βέβαια ένας λόγος που εξηγεί το αυξημένο ενδιαφέρον τώρα είναι ότι τότε είχαμε ήδη μια πρόσφατη κάλπη σε πανελλαδική κλίμακα (ευρωεκλογές) και καταγεγραμμένους εκλογικούς συσχετισμούς.
Δεδομένων των συνθηκών, η ΝΔ φαίνεται να απορροφά το μεγαλύτερο μέρος της κρίσης στην οποία βρέθηκε. Η θετική αξιολόγηση για τη δουλειά της κυβέρνησης δείχνει σημάδια ανάκαμψης και κινείται στο 36% (από το 32% των αρχών του Μαρτίου), πράγμα που σημαίνει ότι πάνω από ένας στους τρεις ψηφοφόρους την αξιολογούν θετικά.
Εικόνα κομμάτων και πολιτικών αρχηγών
Δεν είναι όμως μόνο η θετική αξιολόγηση της κυβέρνησης που δείχνει να βελτιώνεται. Είναι ότι και το πλειοψηφικό ποσοστό όσων αξιολογούν αρνητικά το έργο της, το οποίο κινείται σήμερα στο 56%, δεν εκφράζεται από ένα αντίπαλον δέος, ικανό να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία της ΝΔ.
Αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στη συγκριτική εικόνα των κομμάτων (αλλά και των πολιτικών αρχηγών) σε μια σειρά από γενικές θεματικές για τις οποίες ζητήσαμε τη γνώμη των ερωτώμενων. Η υψηλότερη επίδοση της ΝΔ σημειώνεται στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, στον οποίο το 45% θεωρεί ότι είναι το κόμμα που μπορεί να χειριστεί καλύτερα τα πράγματα.
Το μόνο θέμα στο οποίο δείχνει να «απειλείται» από τον κομματικό ανταγωνισμό είναι αυτό της προστασίας των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων, στο οποίο σημειώνει ποσοστό 24% έναντι 23% του ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά και στην εικόνα των πολιτικών αρχηγών ο κ. Μητσοτάκης δείχνει να έχει προβάδισμα στους περισσότερους τομείς που εξετάσαμε.
Την υψηλότερη επίδοσή του τη σημειώνει στο χαρακτηριστικό «Εχει διεθνές κύρος» με 51%, ενώ τη χαμηλότερη στο χαρακτηριστικό «Δεν έχει εξαρτήσεις από μεγάλα συμφέροντα», στο οποίο μοιράζεται την πρώτη θέση με τον κ. Κουτσούμπα με 13%.
Η πρόθεση ψήφου
Αποτέλεσμα της μεταπασχαλινής βελτίωσης του κλίματος αλλά και της βελτίωσης της θετικής αξιολόγησης της κυβέρνησης είναι και η βελτίωση που σημειώνει στην πρόθεση ψήφου, η οποία καταγράφεται στο 27,8% από το 26,2% στα μέσα του Μαρτίου.
Ακολουθεί με μικρή άνοδο και ο ΣΥΡΙΖΑ με πρόθεση ψήφου 22,2% (από 21,5%), ενώ το ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ υποχωρεί στο 8,5% (από 9,4%).
Το ΚΚΕ συνεχίζει αργά αλλά σταθερά την ανοδική του πορεία και καταγράφεται στο 6% (από 5,7%), ενώ τόσο η Ελληνική Λύση (με 4%) όσο και το ΜέΡΑ25 (με 4,4%) δείχνουν να σημειώνουν καλύτερες επιδόσεις από αυτές που κατέγραψαν το 2019.
Τέλος, το «κόμμα Κασιδιάρη» φαίνεται να υπερβαίνει σταθερά τον πήχη του 3% και να συγκεντρώνει σοβαρές πιθανότητες εισόδου στη Βουλή σε περίπτωση που καταφέρει να συμμετάσχει στις εκλογές.
Τέλος, στην παράσταση νίκης, η Νέα Δημοκρατία δείχνει να επανέρχεται στην περιοχή του 70%, όπου βρισκόταν και πριν από τα Τέμπη.
Κλείνοντας, σημειώνουμε ότι όσοι επιθυμούν αυτοδύναμη κυβέρνηση γίνονται και πάλι πλειοψηφία με 51%, ενώ όσοι επιθυμούν κυβερνήσεις συνεργασίας αθροίζουν στο 48%.
Αυτό ίσως είναι και το σημαντικότερο πλεονέκτημα του Κ. Μητσοτάκη στην επερχόμενη αναμέτρηση: διεκδικεί μόνο αυτός αυτοδυναμία (άρα κυριαρχεί στο τμήμα εκείνο που επιθυμεί αυτοδύναμες κυβερνήσεις), ενώ οι δυνάμεις που τάσσονται υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας αδυνατούν να περιγράψουν με σαφήνεια μια πιθανή μετεκλογική συνεργασία και έτσι σε εποχές ανασφάλειας όπως η σημερινή μειονεκτούν στην αντιλαμβανόμενη εικόνα «κυβερνησιμότητάς» τους.
Τελευταία παρατήρηση: Τούτων δοθέντων, η πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης από την πρώτη εκλογική αναμέτρηση δείχνει περιορισμένη και μάλλον θα οδηγηθούμε και σε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Ομως θα ήταν λάθος να πιθανολογήσουμε από τώρα σχετικά με τους συσχετισμούς που θα προκύψουν. Κυρίως γιατί το αποτέλεσμα της πρώτης εκλογής θα δημιουργήσει νέους συσχετισμούς και νέο κομματικό τοπίο επί τη βάσει του οποίου θα κληθούν οι ηγεσίες των κομμάτων να ξεδιπλώσουν την πολιτική τακτική τους για την επόμενη ημέρα.
Και ενίοτε, σε τέτοιες περιπτώσεις, καιροφυλακτούν απρόσμενες εξελίξεις ή/και λάθος χειρισμοί.
Ας συμφωνήσουμε λοιπόν στο εξής. Μπορεί ο ημερολογιακός χρόνος μέχρι τις κάλπες να είναι λίγος, αλλά ο πολιτικός χρόνος εξαιρετικά πυκνός.
Ο κ. Στράτος Φαναράς είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis SA.