Η Νέα Δημοκρατία είναι ένα παραδοσιακό κόμμα εξουσίας, όσο και αν θέλει να την εξωραΐσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσθέτοντας διάφορες αποχρώσεις στην επιφάνειά του. Το βαθύ «γαλάζιο» θέλει να μείνει ανόθευτο από άλλες πολιτικές προσμείξεις και όσοι γνωρίζουν τις εσωτερικές συζητήσεις εξηγούν ότι ο Πρωθυπουργός δεν έχει άλλον δρόμο από την επίθεση στον Νίκο Ανδρουλάκη.
Το δίλημμα του Πρωθυπουργού
Οχι μόνο γιατί δεν επιθυμεί και ο ίδιος να μοιραστεί την εξουσία του, εφόσον η ΝΔ αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις εκλογές, και στήνει γι’ αυτό εγκαίρως τα αναχώματά του. Αλλά και επειδή δέχεται μεγάλη πίεση από το εσωτερικό της παράταξής του να προχωρήσει οπωσδήποτε σε δεύτερες εκλογές, ακόμα και αν βγαίνουν τα κουκιά με το ΠαΣοΚ. Το μυστικό κρύβεται στις έδρες. Στις δεύτερες εκλογές, με το μπόνους, η ΝΔ θα βγάλει περισσότερους βουλευτές, ενώ αν σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας από την πρώτη Κυριακή, όσοι είχαν πιθανότητες να εκλεγούν και μείνουν εκτός Βουλής δεν θα κατανοήσουν την εθνική αναγκαιότητα. Θα βάλουν ευθέως κατά του κ. Μητσοτάκη που τους άφησε «απ’ έξω».
Το 2023 δεν είναι όπως το 2019. Ο κ. Μητσοτάκης χρειάζεται να κλείσει πολλά στόματα για να σταματήσει την εσωτερική μουρμούρα στη ΝΔ, και αυτό θα γίνει μόνο με μια μεγάλη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ, την οποία οι δημοσκοπήσεις τη μετρούν στο 6%, και μια αυτοδύναμη κυβέρνηση. Διαφορετικά το ροκάνισμά του δεν θα οφείλεται μόνο στους αντιπάλους του από άλλα κόμματα. Ηδη διατυπώνονται, υπόγεια αλλά ελάχιστα διακριτικά, οι διεκδικήσεις υπουργείων από τα κορυφαία στελέχη του, καθώς έχει ανοίξει ο ίδιος τη συζήτηση για αλλαγές προσώπων και χαρτοφυλακίων στο επόμενο Υπουργικό Συμβούλιό του.
«Ψαρεύουν» σε κινούμενη άμμο
Προκειμένου να μη μετατραπεί η δεύτερη θητεία του σε μια ισορροπία τρόμου, χρειάζεται να σιγουρέψει και την τελευταία ψήφο, και απέναντί του έχει μια θάλασσα μετέωρων και αναποφάσιστων ψηφοφόρων. Τα ποσοστά τους, που κυμαίνονται από 14,5% (Pulse) ως 15,8% (Marc) μία εβδομάδα πριν από τις εκλογές, δεν είναι καθόλου συνηθισμένο φαινόμενο. Οι δημοσκόποι θεωρούν τον χώρο αυτόν κινούμενη άμμο με μια μαύρη τρύπα στο κέντρο του, την οποία συγκροτεί ένα απροσπέλαστο κοινό, το οποίο κανένας δεν ξέρει τι πιστεύει ή πώς θα κινηθεί εκλογικά. Η επόμενη εβδομάδα είναι η τελευταία που έχουν οι πολιτικοί αρχηγοί για να προσεγγίσουν ένα τμήμα αυτών των ψηφοφόρων ώστε να αυξήσουν το ποσοστό τους και να μειώσουν την αποχή.
Η ρευστότητα της ψήφου αποτελεί μεγάλη πρόκληση για όλα τα κομματικά επιτελεία, ειδικά για τη ΝΔ, καθώς σύμφωνα και με τις δικές τους μετρήσεις η πλειονότητα των αναποφάσιστων προέρχεται από το δικό τους κόμμα και από το ΠαΣοΚ. Ο κ. Μητσοτάκης έχει αποδυθεί σε έναν διπλό αγώνα, από τη μια να ξαναφέρει κοντά του με τη «θετική ατζέντα» και την προσδοκία της επενδυτικής βαθμίδας και της ανάπτυξης όσους για διάφορους λόγους απομακρύνθηκαν, κυρίως από τον ίδιο και λιγότερο από τη ΝΔ, καθώς εκτιμάται ότι πρόκειται κυρίως για κεντρώους ψηφοφόρους. Πολλοί από αυτούς όμως αποστασιοποιήθηκαν εξαιτίας κυβερνητικών ολισθημάτων που είχαν να κάνουν με το κράτος δικαίου και με χειρισμούς υποθέσεων όπως οι υποκλοπές.
Δεύτερη ανάγνωση των δημοσκοπήσεων
Στη δημοσκόπηση της Alco, από το 11,2% των αναποφάσιστων το 22% δηλώνει ότι προέρχεται από τον δεξιό/κεντροδεξιό χώρο και το 31% από τον κεντρώο/κεντροαριστερό. Από την Αριστερά προέρχεται το 4% και το 31% δεν ταυτίζεται με κανένα κόμμα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Pulse σχεδόν οι μισοί (το 5,5% του 12%) από τους αναποφάσιστους, που το ποσοστό τους εμφανίζεται ελαφρά αυξημένο, δεν έχουν καταλήξει ακόμη σε ποιο κόμμα είναι πιο κοντά, ενώ το 11% δηλώνει πιο κοντά στη ΝΔ, το 11% πιο κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ, το 6% στο ΠαΣοΚ, το 4% στο ΚΚΕ και από 3% στην Ελληνική Λύση και στο ΜέΡΑ25, ενώ άλλο απάντησε το 12%. Αντιστοίχως, στη Marc, ένα ποσοστό 36,6% της αδιευκρίνιστης ψήφου δηλώνει ότι δεν ταυτίζεται με κανένα κόμμα, το 27,2% τοποθετείται στο Κέντρο, το 14,1% στην Κεντροαριστερά, το 10% στην Κεντροδεξιά, το 7,1% στην Αριστερά και το 5% στη Δεξιά.
Τα στοιχεία της Pulse δείχνουν ότι με όποιον τρόπο και αν κατανεμηθούν οι αναποφάσιστοι, η ΝΔ και το ΠαΣοΚ μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας είτε 153 είτε 154 εδρών. Η εναλλακτική, δηλαδή η κυβέρνηση συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ – ΠαΣοΚ
– ΜέΡΑ25, χρειάζεται οπωσδήποτε τη στήριξη του ΚΚΕ, το οποίο την έχει αρνηθεί, αλλά και τη συμφωνία των τριών κομμάτων για τη συγκρότησή της, που και αυτή δεν αναζητείται.
Σε αυτούς τους αριθμούς κρύβεται η εξήγηση για τη μετωπική επίθεση του κ. Μητσοτάκη κατά του «ΠαΣοΚ του Νίκου Ανδρουλάκη» και την προσπάθεια να προσεταιριστεί το άλλο ΠαΣοΚ, που ενδεχομένως είναι δυσαρεστημένο με τη σημερινή ηγεσία του. Γι’ αυτό ο Πρωθυπουργός επαναλαμβάνει ότι ψηφίζοντας ΠαΣοΚ θα έρθει ο Τσίπρας, ότι το ΠαΣοΚ συγκλίνει με το ΚΚΕ, ότι αποπνέει κακό συνδικαλισμό της δεκαετίας του ’80, ότι υπάρχουν σοβαρές προγραμματικές αποκλίσεις ανάμεσα στη ΝΔ και στο ΠαΣοΚ.
Η στάση Ανδρουλάκη και οι υποκλοπές
Ο κ. Ανδρουλάκης επιμένει στο «ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας» για τη θέση του Πρωθυπουργού σε ενδεχόμενη κυβέρνηση συνεργασίας και κατηγορεί τον κ. Μητσοτάκη ότι δεν μπορεί να συγκυβερνήσει ούτε με το ίδιο του το κόμμα, στηριζόμενος στην κλειστή ομάδα του Μεγάρου Μαξίμου. Ακόμα και αν θεωρητικά υπήρχαν περιθώρια να βάλει νερό στο κρασί του, η φράση του στο ντιμπέιτ ότι κάποιοι πρέπει να πάνε φυλακή για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, μην αποκλείοντας και πολιτικά πρόσωπα, υψώνει τείχος που δύσκολα θα πέσει ακόμα και αν το εκλογικό αποτέλεσμα ευνοεί άλλες λύσεις.
Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ δεν αρκείται στην παραδοχή του κ. Μητσοτάκη ότι η υπόθεση αποτελεί «σκάνδαλο», αν και έπειτα επιχειρήθηκε να ανασκευαστεί με αναφορές στον «Economist». Θεωρεί ότι θα πρέπει μια νέα Εξεταστική Επιτροπή σε μια Βουλή με άλλους συσχετισμούς δυνάμεων να ερευνήσει εκ νέου το σκάνδαλο που, όπως υποστηρίζει, «κουκουλώθηκε» από το Μέγαρο Μαξίμου. Και, επίσης, να αλλάξει ο νόμος που απαγορεύει την ενημέρωση του ενδιαφερόμενου πολίτη πριν παρέλθει τριετία από την παύση της. Η κακή προσωπική χημεία ανάμεσα σε πολιτικούς αρχηγούς δεν είναι ποτέ καλό υλικό για κυβερνητική συνεργασία.