«Οι γονείς μου ήταν και οι δύο Μικρασιάτες. Η μητέρα μου, Γεωργία, ήρθε στην Ελλάδα το 1922 και ο πατέρας μου, Γεώργιος, το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών γιατί ήταν φαντάρος και είχε πιαστεί αιχμάλωτος. Αυτό που έχει μείνει περισσότερο από τις αφηγήσεις των γονιών μου είναι ότι ήρθαν κατεστραμμένοι, έχοντας αφήσει πίσω τους μεγάλο πλούτο. Ο πατέρας μου ήταν γιος γαιοκτήμονα με τεράστιες εκτάσεις. Ο παππούς μου είχε δύο αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Τα αγόρια κληρονόμησαν την περιουσία. Ο παππούς μου τους ανέβασε σε ένα ύψωμα, τους έβαλε πλάτη-πλάτη και είπε στον έναν «αυτά που βλέπεις είναι δικά σου» και στον άλλον το ίδιο. Στα κτήματα απασχολούσε γύρω στους πενήντα εργάτες. Η περιοχή λεγόταν Γκριτζαλιά, κάπου 35 χιλιόμετρα έξω από τη Σμύρνη. Επιχείρησα κάποια στιγμή αργότερα να την επισκεφθώ, αλλά μου είπαν «μην πας, γιατί έχει γίνει πια μια μεγάλη πόλη 300.000 κατοίκων».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος