Η ιδιαίτερη πολιτική συνθήκη της τελευταίας πενταετίας διαμορφώνει μια κεντρική παράμετρο της μερικής, έστω, ρευστότητας και αβεβαιότητας εν όψει των ευρωεκλογών. Τις τελευταίες εβδομάδες αναδεικνύεται με εμφατικό τρόπο η ιδιομορφία της περιόδου: Η κυβέρνηση ανοίγει μέτωπα κατ’ επιλογή, περνά μεταρρυθμίσεις τις οποίες η ίδια θεωρεί μείζονες ή τολμηρές, συναντά αντιδράσεις, υφίσταται εσωτερικές αναταράξεις και παρά ταύτα εμφανίζεται κυρίαρχη και σχεδόν άτρωτη στις δημοσκοπήσεις. Το ζητούμενο είναι αν όλα αυτά θα επιβεβαιωθούν τον Ιούνιο ή αν θα προκύψουν στοιχεία κινητικότητας στο πολιτικό σκηνικό.
Είτε πρόκειται για τον σκληρό πυρήνα της εκλογικής βάσης της ΝΔ είτε για όσους έχουν στραφεί ούτως ή άλλως στην άκρα και λαϊκιστική Δεξιά είτε για μεγάλα τμήματα των (πολιτικά οργανωμένων ή μη) φοιτητικών ομάδων είτε για τις διαδηλώσεις της επετείου του δυστυχήματος των Τεμπών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρέθηκε τις τελευταίες εβδομάδες απέναντι σε μια οιονεί κοινωνική αντιπολίτευση, η οποία όμως παραμένει πολιτικά ορφανή και δίχως κομματική αντιστοίχιση.
Με βάση αυτά, το σημείο στο οποίο εστιάζουν την προσοχή τους πολιτικοί παράγοντες και αναλυτές είναι η αποχή από τις κάλπες. Σε ορισμένους κύκλους διατυπώνεται μια εν πολλοίς αυθαίρετη, αλλά όχι αβάσιμη εκτίμηση. Πολιτικοί παράγοντες μιλούν για τη «θεωρία των δύο εκατομμυρίων», στη βάση της οποίας βρίσκεται ο υπολογισμός ότι περίπου αυτό είναι το σύνολο των πολιτών το οποίο ευημερεί πραγματικά ή ωφελείται άμεσα από την οικονομική συγκυρία. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στο γεγονός ότι οι απασχολούμενοι στον κλάδο του τουρισμού, επιχειρηματίες και εργαζόμενοι, πλησιάζουν πλέον, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), τα 1,5 εκατομμύρια και διαμορφώνουν μια πληθυσμιακή ομάδα η οποία βλέπει άμεσα οφέλη από την οικονομική συνθήκη και το κυρίαρχο αναπτυξιακό μοντέλο της περιόδου.
Η κατανομή πλούτου και φτώχειας
Την ίδια στιγμή, πρόσφατα στοιχεία, τα οποία ακτινογραφούν την κατανομή των εισοδημάτων και του παραγόμενου πλούτου στη χώρα, εκτιμάται ότι εξηγούν και την εκλογική συμπεριφορά.
Στην τελευταία σχετική μελέτη της ΕΛΣΤΑΤ, η οποία δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 2023 και είχε τον εύγλωττο τίτλο «Κίνδυνος φτώχειας», διαπιστωνόταν ότι το 26,3% των Ελλήνων ζει κάτω από το όριο της σχετικής φτώχειας, με ετήσιο ατομικό ή οικογενειακό εισόδημα 5.712 και 11.995 ευρώ αντίστοιχα. Αλλη μελέτη της ΕΛΣΤΑΤ της ίδιας περιόδου προσφέρει κάποια επιπλέον συμπεράσματα. Με βάση τον συντελεστή Οικονομικής Ανισότητας S20/S80, ο οποίος μετρά (με βάση τα πραγματικά εισοδήματα) τον λόγο του συνολικού ετήσιου πλούτου που εισπράττει το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού προς τον αντίστοιχο που λαμβάνει το φτωχότερο 20% και έπειτα από τις σχετικές αναγωγές, η μελέτη αυτή δείχνει ότι:
- Το 25% του πληθυσμού με τα χαμηλότερα εισοδήματα (έως 6.533 ευρώ ετησίως) κατέχει το 10,3% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος.
- Το 25% του πληθυσμού με μικρο-μεσαία εισοδήματα (6.533 – 9.520 ευρώ ετησίως) κατέχει το 18,4% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος.
- Το 25% του πληθυσμού με μεσαία εισοδήματα (9.250 – 13.375 ευρώ ετησίως) κατέχει το 26% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος.
- Το 25% με μεσαία και υψηλότερα εισοδήματα (περισσότερα από 13.375 ετησίως) κατέχει το 45,3% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος.
Με βάση αυτά, στην ανισοκατανομή του εθνικού πλούτου εντοπίζονται ίχνη κοινωνικής πόλωσης: Μόλις το ένα τέταρτο του πληθυσμού κατέχει σχεδόν τον μισό εθνικό πλούτο και ένα πολύ μικρότερο τμήμα ζει σε συνθήκες πραγματικής ευημερίας, ενώ ένα αντίστοιχο σύνολο ζει σε συνθήκες ακραίας ή σχετικής φτώχειας.
Οι δεξαμενές της αποχής
Σύμφωνα με αναλυτές, στην υψηλότερη εισοδηματική ομάδα μπορεί να εντοπιστεί ο πυρήνας των κάτι περισσότερων από 2 εκατομμύρια ψηφοφόρων της ΝΔ του Ιουνίου 2023, καθώς και να εξηγηθεί η κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη στον χώρο του Κέντρου, δηλαδή στις ομάδες εκείνες των πολιτών που χαρακτηρίζονται από μια «πολυτελή μετριοπάθεια», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Την ίδια στιγμή, όμως, μια πολυπληθέστερη ομάδα, περίπου το 50% του πληθυσμού, ζει με μηνιαία εισοδήματα χαμηλότερα των 1.000 ευρώ, δίχως προοπτικές και προσδοκίες αισθητής οικονομικής βελτίωσης. Σε αυτό το σύνολο εντοπίζεται με βάση τις αναλύσεις, αφενός, η δεξαμενή από την οποία φαίνεται να αντλεί δημοσκοπικά οφέλη η άκρα και λαϊκιστική Δεξιά και, αφετέρου και κυρίως, η μεγάλη δεξαμενή της πιθανολογούμενης «αποχής της διαμαρτυρίας» στις προσεχείς εκλογές.