Ο Ναπολέων Βοναπάρτης έλεγε «ποτέ μη διακόπτεις τον εχθρό σου όταν κάνει λάθος». Κι οι δικοί μας μάλλον το ακολουθούν πιστά: έχουν εγκαταλείψει τον Ερντογάν στον εαυτό του.

Ο οποίος δεν έχει ανάγκη και από ιδιαίτερη βοήθεια για το συμπούρμπουλο.

Μέσα σε μία εβδομάδα η κυβέρνησή του κατάφερε να τσακωθεί δημοσίως με την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τον πρωθυπουργό της Ιταλίας, τον υπουργό Εξωτερικών του Λουξεμβούργου και τον έλληνα ομόλογό του.

Σε συνέχεια μάλιστα πρόσφατων καβγάδων με τον γάλλο πρόεδρο, τον πρόεδρο και το Κογκρέσο των ΗΠΑ, τον πρόεδρο της Αιγύπτου.

Πολύ καβγάς έχει πέσει. Ενδεχομένως βεβαίως να μη νοιάζει τον Ερντογάν. Αλλά μπορεί να νοιάζει τους άλλους.

Η δημόσια αντιπαράθεση Τσαβούσογλου – Δένδια στην Αγκυρα δεν μας έμαθε κάτι που δεν ξέραμε. Αλλά αποκάλυψε δύο στοιχεία που υποψιαζόμασταν.

Πρώτον, τον αιφνιδιασμό του τούρκου υπουργού Εξωτερικών όταν οι δηλώσεις του απαντήθηκαν και μάλιστα ευγενικά. Προφανώς έχουν συνηθίσει να μιλούν χωρίς αντίλογο.

Δεύτερον, την αίσθηση της Τουρκίας ότι καθορίζει τα πράγματα διότι είναι κυρίαρχη της ατζέντας και του τόνου στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν είναι.

Κυρίως όμως υπογράμμισε το πραγματικό πρόβλημα της τουρκικής πολιτικής: τη δυσκολία να προσαρμοστεί στο μέγεθος που της αναγνωρίζουν οι άλλοι και όχι στο μεγαλομανές μέγεθος που η ίδια έχει φιλοτεχνήσει για τον εαυτό της.

Αυτό είναι το κλειδί της υπόθεσης. Διότι η Τουρκία πλέον δεν είναι χώρα. Είναι πρόβλημα.

Το οποίο δεν αγγίζει μόνο την Ελλάδα ή την Κύπρο αλλά σχεδόν ολόκληρο τον κόσμο και κυρίως τον δυτικό.

Από εκεί και πέρα ο καθένας προσπαθεί να χειριστεί το «πρόβλημα Τουρκία» ανάλογα με τα συμφέροντα, τη νοοτροπία και το ταμπεραμέντο του.

Υποθέτω βεβαίως ότι η διαπίστωση αυτή μπορεί να ενοχλεί τους (λίγους αλλά υπαρκτούς) οπαδούς της «φινλανδοποίησης» ή «της λύσης» στην Ελλάδα.

Είτε μεταμφιέζονται σε «σημιτικούς» αντιπάλους της «καραμανλικής ακινησίας». Λάθος συζήτηση, τη στιγμή μάλιστα που η Ακροδεξιά αναλαμβάνει ενθουσιωδώς την υποστήριξη της καραμανλικής πολιτικής.

Είτε υπονοούν κάποια προσωπική ατζέντα του Δένδια σε μια υπόθεση που καταφανώς βρισκόταν σε συνεννόηση με τον Πρωθυπουργό.

Οταν διαβάζω ότι ο Μητσοτάκης έδωσε οδηγία στον υπουργό Εξωτερικών «αν προκληθεί, να απαντήσει» καταλαβαίνω ότι του είπε «να βρει την ευκαιρία να απαντήσει».

Είτε γκρινιάζουν για το επεισόδιο Δένδια με το επιχείρημα ότι «στην πολιτική σφαίρα έχει μεγάλη σημασία να γνωρίζεις πότε να σιωπάς» (Π. Κ. Ιωακειμίδης, «Τα Νέα», 16/4). Ευτυχώς ο Δένδιας δεν σιώπησε.

Η συνέχεια είναι δύσκολο να προδιαγραφεί. Οι Τούρκοι την πάτησαν αλλά δεν συνέβη και κάτι ανεπανόρθωτο: ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών δεν έθεσε θέματα που δεν ήξεραν ήδη και ο τόνος του ήταν μάλλον μετριοπαθής.

Στο χέρι τους είναι να κάνουν την ανάγκη φιλότιμο και να επιμείνουν στην προοπτική της εξομάλυνσης. Οσο περισσότερα εχέγγυα σοβαρότητας παρέχουν τόσο δυσκολότερο θα είναι να μένουν έξω από το παιχνίδι.

Η Ελλάδα από την πλευρά της ούτε βιάζεται ούτε πιέζεται. Αλλά δεν έχει και λόγο να μην επιθυμεί την εξομάλυνση.

Οπως έλεγε και ο προαναφερθείς Βοναπάρτης, «πρέπει πάντα να μεταχειρίζεσαι τους φίλους σου σαν κάποια μέρα να γίνουν εχθροί σου» – προφανώς ισχύει και το αντίστροφο…

Πρωτότυπη
Δεν θα μπω στην κουβέντα για το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Ούτως ή άλλως, η γενική γνώμη για τα προγράμματα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι καλύτερα να μην τα ζήσουμε. Και η παρουσία μεταξύ των συντακτών της Αχτσιόγλου και της Κατσέλη μάλλον την ενισχύει.
Η δεύτερη φέρει το επιτυχημένο προηγούμενο του 2009 που κόστισε μία χρεοκοπία και τρία μνημόνια.
Ενώ η Αχτσιόγλου είναι η δημιουργός του δόγματος «εμείς δεν περιμένουμε την ανάπτυξη για να αυξηθούν οι μισθοί. Με την αύξηση των μισθών έρχεται η ανάπτυξη» (14.9.2019).
Εντάξει, η σκέψη είναι λίγο πρωτότυπη και μάλλον παράτολμη. Αλλά πώς νομίζετε ότι ξεκίνησε και ο Κέινς;

«Καθαρές λύσεις»

Πριν από 25 χρόνια διάφοροι κονκλάβιοι επιχείρησαν στο συνέδριο του ΠαΣοΚ να φορτώσουν στον πρωθυπουργό Κ. Σημίτη τον Α. Τσοχατζόπουλο στην προεδρία του κόμματος.
Αλλος πρωθυπουργός, άλλος πρόεδρος. Η θεωρία της «διαρχίας» ήταν πως «όλοι μαζί θα μπορούμε να κυβερνούμε όλοι από λίγο».
Ο Σημίτης φυσικά το απέρριψε. Επικαλέστηκε τις αυτονόητες «καθαρές λύσεις». Κέρδισε το συνέδριο και στη συνέχεια δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Κυβέρνησε οκτώ χρόνια.
Διότι οι «καθαρές λύσεις» στην πολιτική είναι πάντα καλύτερες.
Πάμε στο ΚΙΝΑΛ. Εκεί κι αν επιβάλλονται καθαρές λύσεις.
Πρώτον, η θητεία της Γεννηματά ολοκληρώνεται τον Νοέμβριο. Θα πρέπει λοιπόν ή να επανεκλεγεί για μια νέα θητεία ή να τη διαδεχθεί κάποιος νέος αρχηγός.
Δεύτερον, η αρχηγία είναι φυσιολογική και θεμιτή φιλοδοξία σε ένα δημοκρατικό κόμμα. Κάθε στέλεχος δικαιούται να τη διεκδικεί χωρίς να εγκαλείται για ιεροσυλία, αναίδεια ή προσβολή. Δεν υπάρχουν περισσότερο ή λιγότερο νόμιμοι υποψήφιοι.
Τρίτον, διαδικασίες εκλογής είναι εκείνες που ίσχυαν και στην προηγούμενη εκλογή. Και οι οποίες στον χώρο του ΠαΣοΚ ισχύουν από το 2004 σε πέντε διαδοχικές αναμετρήσεις (2004, 2007, 2012, 2015, 2017). Οποιος θέλει να τις αλλάξει μάλλον θα πρέπει πρώτα να αλλάξει κόμμα.
Τέταρτον, μια εκλογική διαδικασία με διαφορετικούς (όπως είναι φυσιολογικό) υποψηφίους δεν στρέφεται κατά της υγείας των πολιτών, ούτε κατά της ενότητας του κόμματος.
Πέμπτον, σε ολόκληρη την Ευρώπη και παρά την πανδημία προχωρούν κανονικά οι πολιτικές και κομματικές διαδικασίες. Μόλις πρόσφατα, για παράδειγμα, οι γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες εξέλεξαν νέο αρχηγό και τώρα ψάχνουν υποψήφιο καγκελάριο. Δεν έβαλαν τη δημοκρατία σε καραντίνα.
Από εκεί και πέρα φυσικά θα παίξει ρόλο και η σωφροσύνη των υποψηφίων. Εως τώρα δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι οι υποψήφιοι στο ΚΙΝΑΛ κινούνται ανεύθυνα ή απερίσκεπτα. Το αντίθετο.
Μακάρι λοιπόν να πάμε έτσι έως το τέλος και να κερδίσει εκείνος(-η) που θα επιλέξουν ελεύθερα τα μέλη και οι φίλοι της παράταξης.
Διότι οι καθαρές λύσεις χρειάζονται καθαρές εξηγήσεις.