Μέσα από τις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις που θα διεξαχθούν με διαφορετικά εκλογικά συστήματα οι πολίτες, πέρα από τα κόμματα, θα κληθούν να επιλέξουν και το μοντέλο διακυβέρνησης που επιθυμούν: ισχυρή αυτοδύναμη κυβέρνηση ή κυβερνητικό σχήμα συνεργασίας δύο ή περισσότερων κομμάτων.
Τα χρόνια λίγο πριν την περίοδο των Μνημονίων αλλά και κατά τη διάρκειά τους καταγραφόταν έντονα στο εκλογικό σώμα η προτίμηση για κυβερνήσεις συνεργασίας. Ενα αίτημα που φαινόταν ώριμο μεταξύ των ψηφοφόρων και στο οποίο δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν οι κομματικοί σχηματισμοί.
Η βίαιη προσαρμογή σε συνεργατικά σχήματα, ακριβώς επειδή ήρθε ως αποτέλεσμα εξωτερικών πιέσεων και δεν εδραζόταν σε προγραμματικές συμφωνίες, κατέστησε αυτά τα σχήματα δυσλειτουργικά και ενίσχυσε την άποψη ότι σε περιόδους κρίσεων οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις εξασφαλίζουν τη σταθερότητα και την αποτελεσματική διαχείριση. Η συγκεκριμένη αντίληψη ανιχνευόταν ως πλειοψηφική στην κοινή γνώμη έως και τρεις εβδομάδες πριν.
Τα δεδομένα άλλαξαν
Μετά την τραγωδία των Τεμπών τα δεδομένα φαίνεται να έχουν διαφοροποιηθεί. Παρατηρείται στις πρώτες δημοσκοπικές καταγραφές μια αντιστροφή της τάσης υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας ως απόρροια κυρίως της αμφισβήτησης της αποτελεσματικότητας της σημερινής κυβέρνησης. Κατά τη διάρκεια όλου αυτού του εκλογικού κύκλου ο Κ. Μητσοτάκης είχε καταφέρει να οικοδομήσει την εικόνα ενός ικανού διαχειριστή κρίσεων που είχε τη δυνατότητα να δρα άμεσα, με τεχνοκρατική επάρκεια και αποτελεσματικότητα. Στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά συμπυκνώνεται άλλωστε ο τρόπος λειτουργίας του επιτελικού κράτους, το οποίο μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα βρίσκεται στο μικροσκόπιο και βάλλεται συστηματικά από την αντιπολίτευση.
Αυτό το μοντέλο λειτουργίας προϋποθέτει την ύπαρξη μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης και ενός Πρωθυπουργού που θα μπορεί να παίρνει και να υλοποιεί αποφάσεις χωρίς την ανάγκη διατήρησης εσωτερικών ισορροπιών και περιορισμών που αναπόφευκτα δημιουργούν τα συνεργατικά κυβερνητικά σχήματα.
Αυτό το μοντέλο αμφισβητείται σήμερα από μια μερίδα των πολιτών και αυτή η κριτική είναι που θέτει σε νέες βάσεις τη συζήτηση περί αυτοδυναμίας.
Η κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται ότι μεταξύ των σημερινών κοινοβουλευτικών κομμάτων τα περιθώρια συνεργασίας και πολιτικής σύγκλισης είναι εξόχως περιορισμένα και έως έναν βαθμό μη ρεαλιστικά. Την ίδια στιγμή ωστόσο οι πολίτες δεν φαίνονται διατεθειμένοι να μπουν σε νέες περιπέτειες αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων που θα αποδιοργανώσουν τη χώρα και θα την καταστήσουν έρμαιο μικροπολιτικών αντεγκλήσεων και συναλλαγών.
Τα δεδομένα της GPO
Με βάση, λοιπόν τα τελευταία δεδομένα της GPO και κάνοντας την κατανομή των εδρών με προβολή των δημοσκοπικών ποσοστών στα έγκυρα, με την απλή αναλογική η ΝΔ συγκεντρώνει 115 έδρες, ο ΣΥΡΙΖΑ 100, το ΠαΣοΚ 35, το ΚΚΕ 25, η Ελληνική Λύση 13 και το ΜέΡΑ25 12 έδρες. Στο συγκεκριμένο σενάριο το ποσοστό της μη αντιπροσωπευόμενης ψήφου, των κομμάτων, δηλαδή, που μένουν εκτός Βουλής, ανέρχεται στο 7,5%. Εδώ βέβαια υπεισέρχεται μια σειρά αστάθμητων παραγόντων που σχετίζονται με το ύψος της συμμετοχής στην επερχόμενη εκλογική διαδικασία, την πιθανή αντισυστημική έκφραση του εκλογικού σώματος, ως απάντηση στο συνολικό έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντι στο πολιτικό σύστημα και τη συμπεριφορά των αναποφάσιστων ψηφοφόρων, η δεξαμενή των οποίων έχει αυξηθεί σημαντικά μετά τα Τέμπη.
Παραβλέποντας τους πολιτικούς συσχετισμούς και εξετάζοντας μόνο τα αριθμητικά δεδομένα παρατηρούμε ότι όλα τα πιθανά σενάρια δεν καταλήγουν σε κυβερνητική πλειοψηφία. Το ΠαΣοΚ ακόμη και στην περίπτωση που αποφασίσει να αφήσει πίσω την υπόθεση των υποκλοπών συνεργαζόμενο με τη ΝΔ αθροίζει 150 βουλευτές. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και αν υπαναχωρήσει από την τοποθέτηση του κ. Τσίπρα περί μη σχηματισμού κυβέρνησης των ηττημένων, αθροίζει μαζί με το ΠαΣοΚ και το ΜέΡΑ25 147 κοινοβουλευτικές έδρες.
Το ΚΚΕ έχει αποκλείσει κατηγορηματικά τη συμμετοχή του σε οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας με τα αστικά κόμματα, ενώ την περίπτωση του κ. Βελόπουλου που θα μπορούσε να διαδραματίσει κάποιον ρόλο φαίνεται προσώρας να την αποφεύγουν όλοι οι υπόλοιποι σχηματισμοί.
Ολα τα δεδομένα δείχνουν προς την κατεύθυνση των δεύτερων εκλογών, χωρίς κανείς βέβαια να είναι σε θέση να προβλέψει με ασφάλεια τις δυναμικές και τα διλήμματα που θα αναπτυχθούν μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων.
Ο κ. Αντώνης Παπαργύρης είναι διευθυντής Ερευνών της GPO.