Οσοι διατηρούν στενή επαφή με την εγχώρια αγορά εργασίας διαπιστώνουν ότι εμφανίζεται και εδώ το μεταπανδημικό φαινόμενο της «μεγάλης παραίτησης», όπως σχεδόν κατεγράφη στις ΗΠΑ και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο.
Οι επιφορτισμένοι με τις προσλήψεις και την αναζήτηση εργαζομένων στις ισχυρές ελληνικές επιχειρήσεις και τράπεζες δεν κρύβουν πλέον ότι δυσκολεύονται στην προσέλκυση είτε εξειδικευμένου είτε ανειδίκευτου προσωπικού.
«Ψάχνεις ειδικότητες και δεν βρίσκεις» έλεγε τις προάλλες αρμόδιο στέλεχος ισχυρής τράπεζας και συμπλήρωνε ότι «και αυτοί που αποδέχονται την όποια θέση δεν έλκονται κατ’ ανάγκην από το ύψος της καλύτερης αμοιβής, παρά από την ευελιξία και τη διάρκεια του ωραρίου απασχόλησης». Για να μη μιλήσουμε για κλάδους χαμηλής ειδίκευσης, όπως ο τουριστικός. Τα ξενοδοχεία, η εστίαση και πολλές άλλες δραστηριότητες δεν βρίσκουν, δεν προσελκύουν εργαζομένους, παρά τα διατηρούμενα υψηλά ακόμη επίπεδα ανεργίας.
Η αίσθηση που υπάρχει διεθνώς και εδώ εσχάτως είναι ότι οι άνθρωποι μετά την υγειονομική κρίση αντιμετωπίζουν πολύ διαφορετικά την εργασία. Η παραμονή στο σπίτι και η τηλεργασία στη μακρά περίοδο του εγκλεισμού ανέδειξαν την αξία της ατομικής διαχείρισης του χρόνου και βαθμηδόν στη βάση αυτών των νέων εμπειριών αναπτύχθηκαν διαφορετικές τάσεις. Μια τάση που διακρίνεται ήδη είναι αυτή που λέει ότι μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα με λιγότερα και δεν χρειάζεται να εξαρτάται κατ’ απόλυτο βαθμό η ζωή μας από την εργασία. Διαχεριζόμενοι επιπλέον ατομικά τον χρόνο μας μπορούμε να τον κατανείμουμε πολύ πιο διαφορετικά από τον τρόπο που αυστηρά και επιτακτικά ορίζει η προσέλευση στην εργασία. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει πια διάθεση για μεγάλα ωράρια ή εντατική απασχόληση μακράς διαρκείας.
Επεκτείνοντας τον προβληματισμό, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η πανδημία επέδρασε στην υπονόμευση, για να μην πούμε την απαξίωση, του προηγούμενου μοντέλου που ήθελε τον εργασιακό και κοινωνικό βίο σχεδόν κοινό ή σε μεγάλο βαθμό αλληλεξαρτώμενο.
Τα φαινόμενο των «μπαμπάδων του Σαββατοκύριακου» ή των «αγχωμένων μανάδων» που τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ υπήρξε τραυματικό για πολλές από τις προηγούμενες γενιές και πλέον δεν είναι ελκυστικό, για να μην πούμε ότι αμφισβητείται ευθέως μετά την εμπειρία της υγειονομικής κρίσης.
Γενικώς μπορεί να πει κανείς ότι η ιδέα του «αμερικανικού ονείρου», που ήθελε τους εργαζομένους να σκοτώνονται στη δουλειά με την προσδοκία ότι θα έχουν την ευκαιρία να πλουτίσουν, έχει προ πολλού καμφθεί. Πολύ περισσότερο όταν οι καθηλωμένες, επί σχεδόν δέκα έτη, αμοιβές δεν το επιτρέπουν.
Κακά τα ψέματα, κάτι άλλο πολύ διαφορετικό συμβαίνει εκεί έξω, που δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί, ούτε καταγραφεί με ακρίβεια.
Οπως και να έχει πάντως, με τούτα και με τα άλλα, το πρόβλημα της προσέλκυσης εργαζομένων τείνει να καταστεί δομικό των προηγμένων δυτικών κοινωνιών και της δικής μας βεβαίως. Και προφανέστατα δεν θα λυθεί εύκολα, ούτε αυτόματα. Θα απαιτήσει χρόνο, συντονισμένα μέτρα, αξιοποίηση των ψηφιακών δυνατοτήτων και μαζί μια άλλη πολιτική αμοιβών, πιο δυναμική και πιο ευέλικτη.