Κινούμενος στην κόψη του ξυραφιού, μεταξύ φανταστικού και πραγματικού, ο Μίμης Ανδρουλάκης επανέρχεται με όχημα το νέο του μυθιστόρημα υπό τον τίτλο «Νύχτα με πέντε φεγγάρια» των εκδόσεων Πατάκη. Ενα συγγραφικό έργο περιπετειώδες, υπαρξιακό, βαθιά ανθρώπινο, βιωματικό, φιλοσοφικό, ψυχαναλυτικό, πολιτικό, ιστορικό. Ο «αιρετικός» Ανδρουλάκης τραβά από το χέρι τον αναγνώστη και τον εισάγει σε έναν κόσμο πολυδιάστατο, δυναμικό και ζωντανό, γεμάτο συγκλονιστικές ιστορίες, όνειρα, προσδοκίες, αναζητήσεις και διαψεύσεις. Οπως η ζωή της Λίνας «που παίζει με μια ζαριά τη ζωή της, χωρίζει και συγκροτεί – εν μέσω κρίσης – με έμπιστες συμμαθήτριες έναν επιχειρηματικό και ερωτικό κύκλο με επίλεκτους αλλά μακρινούς εραστές». Μια παρέα γυναικών που μέσα στην κρίση παλεύουν και κάνουν κάτι αξιοσημείωτο, πλουτίζουν, όμως τις αναμένει η διάψευση. Στο επίκεντρο ενός πρωτότυπου διαλόγου των γενεών η Ρουμελλήνα, η τουρκόφωνη πόντια προγιαγιά της Λίνας, η χαρισματική Παναγία των ξεριζωμένων, η καλλονή που περιπλανήθηκε με το πλοίο του θανάτου στη Μαύρη Θάλασσα, ρίζωσε στη Μακεδονία, δημιούργησε γυναικείο οικισμό-συνεταιρισμό και αγωνίστηκε περιμένοντας «ένα τίποτα».
Πρόσωπο υπαρκτό που συμπυκνώνει το δράμα του Ποντιακού Ελληνισμού. Μικρά δράματα στον καμβά της Μεγάλης Ιστορίας ρίχνουν – 100 χρόνια μετά τη Γενοκτονία των Ποντίων – ένα διαφορετικό φως στα αινίγματα της Θεσσαλονίκης, της Μακεδονίας και της Θράκης. Αληθινές ιστορίες δοσμένες μυθιστορηματικά, υπαρξιακά διλήμματα πραγματικών ανθρώπων, συμβάντα που συνθέτουν το παζλ με περίτεχνο τρόπο και διαρκείς εναλλαγές, μορφές που διαδραματίζουν έναν ιδιάζοντα ρόλο – από τον θείο Ιωάννη Αλεξάκη, στρατηγό, τον πρώτο έλληνα αξιωματικό που πάτησε το πόδι του στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβρη του ’12, τον άνθρωπο που του διηγήθηκε την οδύσσεια της πόντιας καλλονής, έως τον Πουανκαρέ, τον κορυφαίο γάλλο μαθηματικό και θεωρητικό φυσικό που έχει εμπνεύσει καταλυτικά τον συγγραφέα, και τον ιστορικό ηγέτη του ΚΚΕ Χαρίλαο Φλωράκη, στενός συνεργάτης του οποίου υπήρξε επί σειρά ετών. Τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στη ζωή του πάντα μνημονεύονται και τιμώνται στα βιβλία του Ανδρουλάκη.
Για τον ίδιο, οι μικρές ιστορίες μάς οδηγούν στη Μεγάλη Ιστορία με έναν πιο πειστικό τρόπο, πιο ζωντανό και πιο έντονο. «Οι ιστορίες μάς κυριεύουν με μυστική νοσταλγία, συγχρονίζονται απροσδόκητα και θέτουν το καίριο ερώτημα: Μπορεί να είναι μάταιη μια ζωή φιλτραρισμένη από τόσες διαψεύσεις, ματαιωμένες ελπίδες και προδοσίες;» αναφέρει στο βιβλίο. Η διάψευση είναι διαρκής στο βιβλίο και το «καίριο ερώτημα» που θέτει ο Ανδρουλάκης δεν περιορίζεται στις ηρωίδες του – αφορά τη ζωή την ίδια, τους αγώνες της Αριστεράς. «Ο Μαρξ πάλι το προέβλεψε. «Οταν οι δογματικοί γίνουν εξουσία, παντού και πάντοτε κάνουν το εντελώς αντίθετο απ’ ό,τι πρεσβεύει το δόγμα τους»» αναφέρει, δίνοντας το στίγμα του για το σήμερα: «Το κενό του δόγματος που καταρρέει μπροστά στην πραγματικότητα το καλύπτει, στη χειρότερη εκδοχή, ο κυνισμός της εξουσίας, ένας αδίστακτος κομφορμισμός».
Ο Μίμης Ανδρουλάκης γράφει ένα βιβλίο κάθε χρόνο. Πάντα το καλοκαίρι. Μόνο που αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Μια εγχείρηση στα μάτια τον περιόρισε δραματικά. Η «Νύχτα με πέντε φεγγάρια» γράφτηκε σε κατάσταση τυφλότητας! Πήρε ένα πάκο χαρτιά και το έγραψε μονορούφι, με στρογγυλά γράμματα μηχανικού, όπως έγραφαν παλιά τις στατικές μελέτες. Δεν μπορούσε ούτε να το διορθώσει. Τώρα, που έχει αποκατασταθεί η όρασή του, προχώρησε στις τελικές διορθώσεις. Από την αρχή του βιβλίου οι ουτοπίες παίζουν έναν καθοριστικό ρόλο. Ο Ανδρουλάκης ανήκει στη γενιά εκείνων των σκεπτόμενων και γεμάτων όνειρα νέων που μπήκαν στο πρώτο έτος των σχολών τους την ακαδημαϊκή χρονιά 1969-70, μέσα στη χούντα. Το βιβλίο διαπνέεται από τις αναζητήσεις τους, τα ερωτήματά τους, τις επιρροές τους, τις αισθητικές τους αντιλήψεις – κινηματογράφος, ζωγραφική, λογοτεχνία, φιλοσοφία, ποίηση και βέβαια έρωτας. Τα πάντα ενυπάρχουν στην ανθρώπινη περιπέτεια της «Νύχτας με πέντε φεγγάρια».

Μικρά δράματα στον καμβά της Μεγάλης Ιστορίας

Στο μυθιστόρημα του Μίμη Ανδρουλάκη «Νύχτα με πέντε φεγγάρια» υπάρχουν διάφορα ιστορικά συμβάντα που καταγράφονται για πρώτη φορά. Οπως το ταξίδι του Χαρίλαου Φλωράκη με το τζετ του Τίτο με προορισμό το Μαυροβούνιο, που όμως κατέληξε στα Σκόπια. Παρών, εκτός από τον συγγραφέα, και ο «Κόκκινος Κάβουρας», το στέλεχος του ΚΚΕ που τη δεκαετία του ‘80 αποκαλύφθηκε ο διπλός σκοτεινός ρόλος του ως πράκτορα! Στο τζετ και ο Κίρο Γκλιγκόροφ…
«Ο Χαρίλαος (Φλωράκης) δίπλα μου βγάζει-βάζει στο στόμα του τη σβηστή πίπα με ανησυχία. Η μικρή βολίδα εκτοξεύεται ανάμεσα στα συννεφάκια κι εμείς στον θαλαμίσκο έχουμε το ύφος της σοβιετικής σκυλίτσας Λάικας στον “Σπούτνικ”, της πρώτης που πέταξε στο Διάστημα. Βρισκόμαστε στο μικροσκοπικό προσωπικό jet του προέδρου Τίτο για τις Δαλματικές ακτές. Μόλις την προηγουμένη έκλεισε το ιστορικό ρήγμα της Ενωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών με το ΚΚΕ. Στο πίσω κάθισμα κάθεται ο Κόκκινος Κάβουρας, κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε. Ξαφνικά ο πιλότος μάς ενημερώνει – εν μέσω καλοκαιρίας – ότι είναι αδύνατη η προσγείωσή μας στην Ποντγκόριτσα (Μαυροβούνιο) λόγω τοπικής καταιγίδας και η μόνη διαθέσιμη κοντινή λύση είναι το αεροδρόμιο των Σκοπίων.
“Να μας πας Θεσσαλονίκη” εξαγριώνεται ο “Καπετάν Γιώτης”.
“Δεν έχουμε καύσιμα μέχρι εκεί”.
“Τους πούστηδες, δεν θα βάλουν ποτέ μυαλό” ξεφύσηξε ο Χαρίλαος. Εμείς επιμέναμε στο Βελιγράδι ότι θέλουμε να επισκεφθούμε το Μαυροβούνιο, τη Βοσνία και την Κροατία, αυτοί ήθελαν να προσθέσουν, σώνει και καλά, στο πρόγραμμα τη “Μακεδονία”.
“Μα, σύντροφε Χαρίλαε, ο κόσμος έχει ξεσηκωθεί στα Σκόπια και στο Μοναστήρι να σας υποδεχτεί. Θα δείτε δικούς σας, συναγωνιστές φίλους και πολλές φίλες, της δικής σου μεραρχίας” πίεζε ο εκ των αντιπροέδρων της Ομοσπονδίας Κίρο Γκλιγκόροφ, άγνωστος τότε στην Ελλάδα.
“Δεν είναι ακόμη ώρα, άσε μην τα μπλέξουμε”. Ο Χαρίλαος υπερέβαλε σε θυμωμένες αντιδράσεις στο αεροταξί επειδή ήταν εξοργισμένος κι από τον ίδιο τον εαυτό του για ένα μικρό “λαθάκι” του στις εμπιστευτικές συνομιλίες με την ηγεσία της Ενωσης – οι περισσότεροι, παλαιοί συμπολεμιστές του στην Αντίσταση κατά των Γερμανών εισβολέων. Εκ των υστέρων, μερικά χρόνια αργότερα, η οργή του θα μεγαλώσει όταν αποκαλύφθηκε ότι ο τρίτος της αποστολής μας, ο εκλεκτός των “ορθόδοξων” κομμουνιστών – με προοπτική ακόμα και Γραμματέα του Κόμματος –, ήταν ο Κόκκινος Κάβουρας, που κατέγραψε για την ΚΥΠ και τη CIA κι αυτή τη σκηνή με το μικρό “λαθάκι” του Χαρίλαου.
Οταν προσγειωθήκαμε στα Σκόπια, συνέβη κάτι μοναδικό. Ο κόσμος, οι παλαιοί αντάρτες του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού, έριξαν τα κιγκλιδώματα, απώθησαν τους αστυνομικούς και εισέβαλαν στην πίστα του αεροδρομίου. Αγκαλιές, συγκίνηση, δάκρυα, τσίπουρα. Αυτοσχέδιο γλέντι – καθένας έφερνε απ’ το σπίτι του ό,τι μεζέ είχε.
“Με θυμάσαι, Καπετάνιο;” ο ένας μετά τον άλλο. Είχαν περάσει τριάντα χρόνια χωρίς να ιδωθούν. Ανάμεσά τους η θεά Αρτεμις της μεραρχίας του Χαρίλαου, ο πλατωνικός έρωτάς του στο βουνό. Του χάρισε τις τρεις φωτογραφίες του με τα κορίτσια της μεραρχίας του. Τις κράτησε στον κόρφο της στις τελευταίες μάχες και στην οπισθοχώρηση. Μαζί της, στενή οικογενειακή φίλη, μια σπάνιας ομορφιάς κυρία γύρω στα σαράντα οκτώ, όμως φαινόταν πολύ μικρότερη.
“Κάντε κάτι για μας, Καπετάνιο. Δεν μου έδωσαν άδεια εισόδου ούτε για την κηδεία του πατέρα μου. Κι είμαστε δίπλα. Και να σκεφτείτε ότι είμαι Πόντια και με στάμπαραν Σλαβομακεδόνισσα”. “Πόντια;” εκπλήσσεται ο Χαρίλαος. “Τραπεζούντιος ο μπαμπάς αλλά είχε φούρνο στο Βατούμ”. Μας πλησίασε κι ο σύζυγός της: “Καπετάνιο, απέρριψαν και την τελευταία αίτηση επαναπατρισμού μας. Η Δημοκρατική Ελλάδα! Εγώ είμαι γηγενής από τη Φλώρινα, αλλά πήγα στο ελληνικό σχολείο, στον ελληνικό στρατό, πολέμησα για την Ελλάδα στην Αλβανία και στην Αντίσταση, παντρεύτηκα Ελληνίδα πρόσφυγα, Πόντια, κι όμως δεν μας θεωρούν Ελληνες πολίτες. Εμένα, επειδή έφυγα το ‘49, μου φόρτωσαν όλες σχεδόν τις εκτελέσεις των δωσίλογων στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ στη δυτική Μακεδονία”. Κάποια στιγμή η “Αρτεμις” και η Πόντια φίλη της ψιθυρίζουν εμπιστευτικά στον Χαρίλαο: “Προσέξτε αυτούς τους τρεις που σας πλεύρισαν πριν από λίγο. Είναι βαλτοί του εδώ συστήματος στο αλυτρωτικό κίνημα”.
Στη λίστα για επαναπατρισμό που παρέδωσε ο Χαρίλαος στον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου της Νέας Δημοκρατίας και στον Γιάννη Χαραλαμπόπουλο του ΠΑΣΟΚ υπήρχε το όνομα του γαμπρού και της κόρης του φούρναρη. Τελικά επαναπατρίστηκαν με τα παιδιά τους το ‘85 κι έζησαν στη Θεσσαλονίκη, καθώς στη Φλώρινα υπήρχαν ακόμα ανοιχτές οι πληγές από τον Εμφύλιο. Η κόρη του ζεύγους είναι η μητέρα της εξωτικής Εύας. Τώρα ξέρουμε την οδύσσεια του φούρναρη. Αγνοούμε όμως μέχρι στιγμής αν ο γαμπρός του μετείχε στον λόχο του ΕΛΑΣ που έσυρε στα χωράφια και σκότωσε σαν σκυλί τον δίγαμο σύζυγο της αδελφής του φούρναρη, της Ρουμελλήνας, ως συνεργάτη των δυνάμεων κατοχής».

Πλωτή ουτοπία

Το μυθιστόρημα κορυφώνεται με μια υπερβατική φιλοσοφική έξαρση στο κατάστρωμα ενός κρουαζιερόπλοιου περιμένοντας την ανατολή της 3ης Ιουνίου 2029 να προβάλλει από τις ακτές της Ιωνίας.
«“Μπορεί να είναι αθώα η ουτοπία;”. “Ούτε αθώα ούτε ένοχη. Η ουτοπία ούτε διαψεύδεται ούτε επιβεβαιώνεται. Είναι άλλης τάξης σε σχέση με την αλήθεια της επιστήμης. Είναι στη φύση της ανθρώπινης κατάστασης. Είμαι άνθρωπος σημαίνει ονειροπολώ, κάνω αφαιρέσεις, πλάθω στη φαντασία μου ιδεατούς κόσμους, ουτοπίες. Ξεφεύγω από τη σκληρή πραγματικότητα. Θα ήμουν όμως τρελός αν τις συγχέω με την πραγματικότητα ή χιμαιρικός να θέλω να τις επιβάλω σαν δόγμα πάνω σ’ αυτήν. Στην περίπτωση αυτή η ουτοπία γίνεται εφιάλτης”. “Τότε τι τις κάνουμε τις ουτοπίες, τις πετάμε;”. “Οχι, δεν τις πετάμε, είναι ο ηθικός, αξιακός μας ορίζοντας. Ο πολικός μας αστέρας. Τις πραγματώνουμε σε δόσεις – εντός των ορίων της εποχής μας – στα έργα μας, στην πολιτική μας, στην προσωπική μας ζωή, σαν να επρόκειτο μετά βεβαιότητας το ανέφικτο της ουτοπίας να γίνει εφικτό μέσα σε πέντε, δέκα, είκοσι… γενιές. Εννοείται με απόλυτο σεβασμό των οικουμενικών αξιών και των θεμελιωδών ελευθεριών. Τις γειώνουμε, τις κάνουμε πηγή έμπνευσης ενός ανανεωμένου, ριζοσπαστικού μεταρρυθμισμού. Ο ίδιος ο Μαρξ το φώναζε: Δεν φτιάχνω συνταγές για τις κουζίνες του μέλλοντος!”. “Η ανθρωπότητα πρέπει να θέτει στην ημερήσια διάταξη μόνο εκείνα τα προβλήματα που μπορεί να επιλύσει”. Το μέλλον της Ουτοπίας ανήκει στους ρεαλιστές. Αντιστρέφουμε, δηλαδή, την ποίηση του Μάη του ‘68, το “Είμαστε ρεαλιστές, ζητούμε το αδύνατο”. Η ουτοπία, η γειωμένη, είναι το αντίδοτο στη μιζέρια και στον πεσιμισμό της σύγχρονης πολιτικής ζωής. Ο άνεμος μιας νέας σκέψης. Αυτή θα ξαναζωντανέψει τη φαντασία και τον ενθουσιασμό της νέας γενιάς για τα κοινά».