Στο Υπουργικό Συμβούλιο της Δευτέρας ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εμφανώς επηρεασμένος από τη νίκη Τραμπ, ζήτησε από τους παρακαθημένους του να μην εκθειάζουν διαρκώς τις επιτυχίες της κυβέρνησης στην οικονομία, αλλά να σκύψουν με μεγαλύτερη ευαισθησία πάνω στα προβλήματα των πολιτών. «Κανένας να μη μιλάει αυτάρεσκα για την πορεία της οικονομίας» μεταδίδεται ότι ήταν η οδηγία του προς τους υπουργούς, κάνοντας και εκείνος την εκτίμηση ότι ο Μπάιντεν έχασε όχι επειδή η οικονομία των ΗΠΑ πήρε την κάτω βόλτα, το αντίθετο, αλλά γιατί πολλά νοικοκυριά υπέφεραν από τις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών και δεν είχαν μερίδιο στην επιτυχία. «Ο Τραμπ κέρδισε από την οικονομία» ήταν το συμπέρασμα της συζήτησης.

Ο εφιάλτης του οικογενειακού προϋπολογισμού

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην Ελλάδα. Παρότι η οικονομία μακροσκοπικά πάει καλά, το σουπερμάρκετ εξακολουθεί να είναι ο εφιάλτης του οικογενειακού προϋπολογισμού, και οι όποιες θετικές επιδόσεις στην οικονομία δεν έχουν φτάσει στην πλειονότητα των πολιτών που παραμένουν δυσαρεστημένοι.  Η ακρίβεια είναι σταθερά το πρώτο πρόβλημα, το οποίο προβάλλει σε όλες τις δημοσκοπήσεις.

Ο Πρωθυπουργός φέρεται να επέστησε την προσοχή των υπουργών στον τρόπο με τον οποίο μιλούν για την οικονομία, η οποία μπορεί να έχει επιστρέψει σε θετικούς δείκτες, αλλά οι πολίτες δεν το αισθάνονται στην τσέπη τους. Το συσσωρευμένο κόστος ζωής εξανεμίζει τα εισοδήματα και μαζί την εμπιστοσύνη των πολιτών στην κυβέρνηση και αυτό, σύμφωνα με τον Κ. Μητσοτάκη, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να υπάρχει μεγαλύτερη συναίσθηση, αναγνώριση και αντιμετώπιση των προβλημάτων.

Αυτή δεν είναι απλώς μια αλλαγή στη ρητορική, αποτελεί μια θεμελιακή αλλαγή προσέγγισης. Μια συνειδητοποίηση ότι από την πρόοδο θα πρέπει να ωφεληθούν και όσοι δεν τα καταφέρνουν, που πρόκειται πλέον για πολυπληθή κοινωνικά στρώματα καθώς σε αυτούς που τα φέρνουν βόλτα οριακά περιλαμβάνεται και ένα κομμάτι της μεσαίας τάξης.

Το οικονομικό επιτελείο έλαβε τα πρωθυπουργικά συγχαρητήρια για τη δουλειά που κάνει και τα αποτελέσματα που έχει φέρει σε ό,τι αφορά τη μείωση των φόρων και της ανεργίας και την αύξηση του κατώτατου μισθού. Ωστόσο, ορισμένοι υπουργοί αντιλήφθηκαν μια υποδόρια αιχμή, έστω και σε επίπεδο επικοινωνίας. Είναι φανερό ότι ο Κ. Μητσοτάκης επιθυμεί καθαρές θέσεις από την κυβέρνησή του, την ώρα που αναδιαμορφώνεται το κομματικό τοπίο, τόσο σε ζητήματα πολιτικής όσο και σε θέματα εσωτερικής συνοχής, όπως μαρτυρά και η θέση που πήρε έναντι των δύο πρώην πρωθυπουργών Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά.

Ωστόσο, δύο ημέρες μετά το Υπουργικό Συμβούλιο, σε τηλεοπτική του συνέντευξη, κινήθηκε στην αντίθετη γραμμή από αυτήν που συνέστησε  στους υπουργούς. Ο προϋπολογισμός του 2025, δήλωσε, «επιβεβαιώνει από τη μια πλευρά τη θετική προοπτική της ελληνικής οικονομίας με ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με σταθερά δημόσια οικονομικά, με ένα χρέος που αποκλιμακώνεται». Περιλαμβάνει 12 μειώσεις φόρων, σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις και σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς, επανέλαβε.

Αναγνώρισε το πρόβλημα της συσσωρευμένης ακρίβειας, ξαναείπε ότι η ακρίβεια δεν είναι μόνο ελληνική, ότι τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζουν όλες οι οικονομίες λόγω COVID-19 και πολέμων, στη δική μας περίπτωση όμως επικάθισε σε εισοδήματα τραυματισμένα από τη δεκαετή οικονομική κρίση. Ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται, πρόσθεσε, αλλά από την άλλη δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι έχουμε άνοδο των τιμών. «Το ερώτημα», συνέχισε, «δεν είναι αν μπορέσαμε να αντιμετωπίσουμε πλήρως την ακρίβεια. Είναι αν υπάρχει κάποια άλλη εναλλακτική, κάποιο άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής», απορρίπτοντας τις προτάσεις της αντιπολίτευσης και ειδικά την πρόταση του ΠαΣοΚ για μείωση του ΦΠΑ κατά 2%.

Το ζήτημα της μείωσης του ΦΠΑ τροφοδότησε μεγάλη ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και στο ΠαΣοΚ. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης εξομοίωσε πάλι το ΠαΣοΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας για ακοστολόγητες προτάσεις, και ο εκπρόσωπος Τύπου της Χαριλάου Τρικούπη Κώστας Τσουκαλάς απάντησε ότι αν η κυβέρνηση δεν επέμενε να ασχολείται με ψέματα και συκοφαντίες κατά του ΠαΣοΚ, η χώρα θα βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση.

Το πρόβλημα της κυβέρνησης δεν είναι αν οι προτάσεις του ΠαΣοΚ είναι κοστολογημένες στον πόντο. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην αχίλλειο πτέρνα της, που είναι η ακρίβεια, και σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις πάει να κακοφορμίσει. Στο βαρόμετρο της Metron Analysis, η δυσαρέσκεια των πολιτών για το συγκεκριμένο πρόβλημα αυξήθηκε από 38% στο 41%, και για την οικονομία από το 24% στο 26%. Το πρωτογενές πλεόνασμα στο πρώτο δεκάμηνο έφτασε στα 13,5 δισ. ευρώ και προέρχεται κυρίως από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, το οποίο σημαίνει αφαίρεση εισοδημάτων, που θα συνεχιστεί μέχρι το 2026 -2027, οπότε ξεκινά η προεκλογική περίοδος. Αρα, η κριτική του ΠαΣοΚ δεν είναι τόσο εκτός πραγματικότητας όσο την παρουσιάζει η κυβέρνηση.

Ο πληθωρισμός και ο ενθουσιασμός των υπουργών

Το θέμα της ακρίβειας δεν συζητείται για πρώτη φορά στο Υπουργικό Συμβούλιο. Πριν από περίπου έναν μήνα ο υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος ανέλυσε τα στοιχεία μείωσης του πληθωρισμού, επισημαίνοντας ότι είχε φτάσει σχεδόν στα επίπεδα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών. Τότε επικράτησε μεγάλος ενθουσιασμός, ακούστηκαν μέχρι και προτάσεις να βγει επίσημη ανακοίνωση του τύπου «νικήσαμε τον πληθωρισμό».

Ηταν ακόμη η εποχή της «στροφής στην καθημερινότητα», που ούτως ή άλλως χώλαινε. Υπήρξαν όμως και πιο σώφρονες υπουργοί, οι οποίοι παρατήρησαν ότι αυτή η λογική συνιστά από μόνη της ένα πολιτικό πρόβλημα και ότι υπάρχουν νοικοκυριά που υποφέρουν από την ακρίβεια και εξοργίζονται με τις θριαμβολογίες.

Ο Πρωθυπουργός εκείνη τη στιγμή δεν πήρε σαφή θέση. Συγκράτησε ωστόσο το κύμα ενθουσιασμού εντός της αίθουσας του Υπουργικού Συμβουλίου και έτσι αυτά δεν βγήκαν προς τα έξω ούτε ως ατμόσφαιρα. Στην πρόσφατη συνεδρίαση, έχοντας στο μεταξύ κατά νου και το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, φαίνεται ότι διαμόρφωσε την άποψή του να φύγει από τις μακροοικονομικές επιτυχίες και να στοχεύσει προς την κοινωνία, και μάλιστα σε όσους πλήττονται περισσότερο από τις αυξήσεις στα τρόφιμα και στην ενέργεια και το στεγαστικό, το οποίο ανήγαγε σε μείζονα προτεραιότητα.

Ο υποκειμενικός πληθωρισμός και το ενοίκιο αποτελούν τους δύο νέους στόχους δίπλα στο δίπτυχο «περισσότερες δουλειές – λιγότεροι φόροι». Ωστόσο το 2026 και το 2027 είναι ακόμη πολύ μακριά σύμφωνα με το χρονόμετρο της πολιτικής και ορισμένοι υπουργοί απέχουν από την καθημερινότητα των πολιτών όσο η «αυτάρεσκη» αισιοδοξία του Υπουργικού Συμβουλίου από τον λογαριασμό του σουπερμάρκετ και του ηλεκτρικού ρεύματος των νοικοκυριών. Αυτή η απόσταση δεν καλύπτεται μόνο με λόγια.