Προς το παρόν έχω δύο πρώτα συμπεράσματα από την υπόθεση Ν. Παππά που κατά δήλωση Καλογρίτσα ήταν το «καμάρι» κι ο «λεβέντης» του «αριστερού εργολάβου».

Το πρώτο είναι ότι η μεθοδολογία αλλά και η μεθόδευση είναι πανομοιότυπες με την υπόθεση Παπαγγελόπουλου. Κατά κανόνα πρωταγωνιστούν και τα ίδια πρόσωπα.

Μια μεθόδευση που συνίσταται στη ζεύξη παρακράτους και υποκόσμου ώστε να συγκροτηθεί ένα «σύστημα εξουσίας» πάνω ή πίσω από τα συστήματα εξουσίας που περιέχει η δημοκρατία.

Το δεύτερο είναι πως δεν ξέρω αν έχουμε να κάνουμε με ανίκανους, αμοραλιστές ή τυχοδιώκτες. Το βέβαιο είναι ότι η μοίρα (και η ψήφος του ελληνικού λαού…) έφερε στον δρόμο μας μια παρέα ανθρώπων αποφασισμένων να κάνουν τα πάντα για να υπηρετήσουν τη μανία της εξουσίας τους.

Δεν εξηγείται διαφορετικά η αρρωστημένη εμμονή που είχαν (και ακόμη έχουν…) με τα μέσα ενημέρωσης. Ούτε πιστεύω ότι υπάρχει άλλη πολιτική παράταξη σε ολόκληρη τη δημοκρατική Ευρώπη που να ασχολείται με τόσο ζήλο και τόσο πάθος ποιο κανάλι θα ανοίξει, ποια εφημερίδα θα κλείσει και τι λέει το Twitter.

Προτείνω λοιπόν να μην μπούμε στις λεπτομέρειες, διότι θα ακολουθήσουν και άλλες. Ούτως ή άλλως, η υπόθεση είναι πολιτικά δυσώδης και ενδεχομένως ποινικά κολάσιμη. Ας την προσεγγίσουμε με επιφύλαξη.

Θα σταθώ όμως στο σχέδιο.

Διότι έχουμε όλο και πιο σαφή την εικόνα ενός σχεδίου, στη διεκπεραίωση του οποίου έπαιξαν κεντρικούς ρόλους και ο Παπαγγελόπουλος και ο Παππάς.

Ενα σχέδιο (για να μην κοροϊδευόμαστε…) ελέγχου της χώρας. Μέσω της Δικαιοσύνης, του Τύπου, της επιχειρηματικής δραστηριότητας, των τραπεζών και άλλων μηχανισμών που θα αποκαλυφθούν στη συνέχεια.

Το σχέδιο ευτυχώς απέτυχε. Η σύλληψή του όμως έχει τεράστιο ενδιαφέρον.

Διότι στη βάση της βρίσκεται η πεποίθηση ότι η δημοκρατία είναι από τη φύση της ένα καθεστώς ελεγχόμενο και συνεπώς το ζητούμενο είναι ποιος θα ασκεί τον έλεγχο.

Ακόμη και σήμερα, οι πιο «γραμμητζίδικες» εφημερίδες της χώρας είναι εκείνες της Αριστεράς. Οι οποίες τελούν υπό τον πιο αδυσώπητο έλεγχο που υπάρχει: τον έλεγχο της ιδεολογίας και της πολιτικής τους πεποίθησης. Ο φανατισμός συνήθως πάει μαζί.

Αν λοιπόν πιστεύεις βλακωδώς ότι ο Τύπος εξαγοράζεται από τη «λίστα Πέτσα», ότι οι εφημερίδες ελέγχονται από «ολιγάρχες» και οι τηλεοράσεις από τη «διαπλοκή», τότε αναζητείς τη δική σου λίστα, τους δικούς σου ολιγάρχες και τη δική σου διαπλοκή.

Είναι η βλακεία που προβιβάζεται σε δόγμα.

Αυτή είναι όλη η ουσία της υπόθεσης Παππά. Το σχέδιο απέτυχε επειδή η σύλληψή του ήταν τερατώδης και επειδή η εκτέλεσή του αποδείχθηκε μνημείο επιχειρησιακής ανικανότητας.

Δεν ξέρω πόσο λεβέντης και καμάρι του Καλογρίτσα ήταν ο Παππάς, αλλά στην κανονική ζωή δεν τον στέλνεις ούτε να σου αγοράσει εφημερίδα. Πόσο μάλλον να φτιάξει κανάλι.

Ετσι εξηγείται άλλωστε για ποιον λόγο όλα τα πρόσωπα που αναμείχθηκαν στην προσπάθεια (πολιτικοί, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, εκδότες, δικηγόροι, κρατικοί λειτουργοί…) ήταν κυριολεκτικά από τα πανέρια.

Υπό αυτή την έννοια το «σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ» ήταν εικόνα και ομοίωση της «διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ». Μια προσπάθεια εγκαθίδρυσης καθεστώτος με τα υλικά μαθητικού 15μελούς. Με καμάρια και λεβέντες.

Ευλόγως απέτυχαν. Και ευλόγως θα χρειαστεί τώρα να δώσουν εξηγήσεις.

Ονόματα;
Η Γραμματέας της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ είπε ότι η ΝΔ «δεν διστάζει να προωθήσει συμφέροντα ακόμη και στον ευαίσθητο τομέα του οικογενειακού δικαίου» (19/5).
«Ποιοι είναι αυτοί που διαθέτουν χρήμα και επιβάλλουν νομοθετήματα σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα;» αναρωτήθηκε ο Αλ. Τσίπρας παραπέμποντας σε «κατηγορίες της κυρίας Γιαννάκου». Η οποία είναι αλήθεια ότι είχε διατυπώσει σχετικούς υπαινιγμούς δύο μέρες νωρίτερα. Αλλά χωρίς ούτε ένα όνομα.
Ποια είναι λοιπόν τα «συμφέροντα» και εκείνοι «που διαθέτουν χρήμα και επιβάλλουν νομοθετήματα»;
Υποθέτω ότι οι δύο κυρίες κι ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ θα πουν κάποιο όνομα αφού ξέρουν. Ωστε να καταλάβουμε και πόσο σοβαρές είναι οι καταγγελίες!

«Η Τουρκία πρώτη!»

Η σύγκρουση στην Παλαιστίνη δεν αποτελεί είδηση. Οπως δεν αποτελούσε η προηγούμενη και δεν θα αποτελέσει η επόμενη.
Είδηση αποτελεί (σε κάποιο μέτρο) η απροκάλυπτη στήριξη της Τουρκίας στη Χαμάς.
Ολοι ήξεραν ότι διατηρούν προνομιακές σχέσεις. Εχουν καταγραφεί συναντήσεις σε τουρκικό έδαφος, συναλλαγές, ροές χρημάτων και (πιθανότατα) εξοπλισμών.
Αυτή τη φορά όμως η στήριξη της Τουρκίας ήταν επιπροσθέτως στεντόρεια, εκκωφαντική και σχεδόν προκλητική – μιλώντας μάλιστα για μια οργάνωση την οποία ο δυτικός κόσμος θεωρεί «τρομοκρατική»…
Μετά τη Συρία και τη Λιβύη είναι η τρίτη σύγκρουση στην ευρύτερη περιοχή στην οποία συμμετέχει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η Τουρκία. Χωρίς να υπολογίσουμε πιο απομακρυσμένα θέατρα πολέμου όπως ο Καύκασος ή το Κέρας της Αφρικής.
«Οπου γάμος και χαρά, η Τουρκία πρώτη!».
Δεν ξέρω αν η γειτονική χώρα έχει τα μέσα των φιλοδοξιών της. Οι οποίες (προς το παρόν, τουλάχιστον) δεν φαίνεται να της εξασφαλίζουν τα οφέλη που προσδοκά.
Το βέβαιο είναι ότι διαρκώς ταλαντεύεται ανάμεσα στην κωλοτούμπα και στο σάλτο μορτάλε. Κι όσο ταλαντεύεται, τόσο καθιστά δυσχερέστερη και επαχθέστερη την προσαρμογή της.
Διότι η Τουρκία είναι προφανές ότι αργά ή γρήγορα θα πρέπει να αναπροσαρμόσει τα κυβικά και τη ρητορική της. Εκτός κι αν θεωρεί ότι θα τους (μας) κερδίσει όλους.
Αν όχι, όσο το καθυστερεί το κάνει χειρότερο.
Περιμένουμε τώρα τον Μ. Τσαβούσογλου στην Αθήνα και ενδεχομένως να ακολουθήσει μια συνάντηση Ερντογάν – Μητσοτάκη, στις 14 Ιουνίου στις Βρυξέλλες. Αυτά μπορούν να μας εξασφαλίσουν τουλάχιστον ένα ήσυχο καλοκαίρι.
Αλλά έως εκεί. Το παραπάνω θέλει παραπάνω από την πλευρά της Τουρκίας, παρόλο που η εσωτερική της κατάσταση δεν το διευκολύνει.
Δεν ξέρω αν το έχουν καταλάβει. Ούτε αν είναι διατεθειμένοι να το υπηρετήσουν.
Αν ναι, μακάρι. Αν όχι, κακό του κεφαλιού τους. Εμείς παρακολουθούμε ζωηρά.