Αν έχω καταλάβει καλά τον ενθουσιασμό του ΣΥΡΙΖΑ και των φίλων του για το οικογενειακό ταξίδι του προέδρου στη Βραζιλία, τελικά ο Λούλα πρέπει να πήγε στην ορκωμοσία του κυρίως για να συναντήσει τον Τσίπρα. Ηταν, φαίνεται, όνειρο ζωής για τον νέο πρόεδρο της Βραζιλίας να δει από κοντά τον άνθρωπο που ήθελε να κάνει την Ελλάδα την Κούβα της Μεσογείου. Γι’ αυτό και το πρώτο πράγμα που είπε ο Τσίπρας για τη συνάντηση ήταν ότι, ενώ ήταν προγραμματισμένη για μισή ώρα, τελικά κράτησε πάνω από μία ώρα. Θα κρατούσε και περισσότερο, είμαι βέβαιος, αν ο Λούλα δεν έπρεπε να ορκιστεί.
Από τις πληροφορίες για τη συνάντηση προκύπτει η υποψία ότι οι φίλοι του Αλέξη στη Νότιο Αμερική έχουν μια μάλλον αφελή και εξωραϊσμένη εικόνα για τον ΣΥΡΙΖΑ και την περιπέτεια στην οποία πήγε να βάλει τη χώρα. Το αποκαλύπτει – εν αγνοία του, φυσικά – ο ίδιος ο πρόεδρος, στη δεύτερη μόλις πρόταση της ανάρτησής του στα social media για τη συνάντηση με τον Λούλα: «Ηθελε να μάθει για τις μάχες που δώσαμε με την Τρόικα». Ποιες μάχες; Εννοεί μάλλον τις υποχωρήσεις, που πάντοτε γίνονταν με πρόσθετο οικονομικό κόστος, λόγω των καθυστερήσεων, με τις οποίες διάφοροι ανόητοι στην κυβέρνησή του νόμιζαν ότι έκαναν «αντίσταση». Γιατί, λοιπόν, να τον ρωτήσει και να τον φέρει σε δύσκολη θέση; Προφανώς δεν ήταν αυτός ο σκοπός του Λούλα! Εδώ ο άνθρωπος αυτός απεργάστηκε την επανεκλογή του στην προεδρία της Βραζιλίας, προκειμένου να καταφέρει να γνωρίσει τον Τσίπρα, δεν υπάρχει περίπτωση να είχε σκοπό να τον κάνει να νιώσει άσχημα. Απλώς, δεν ήξερε. Είχε μια γενική και μάλλον συγκεχυμένη ιδέα.
Μαθαίνουμε, επίσης, από τον ίδιο τον Αλέξη ότι ο Λούλα ενδιαφέρθηκε ιδιαιτέρως «για τη μάχη της ευρωπαϊκής Αριστεράς απέναντι στην άνοδο της Ακροδεξιάς». Αυτό εξηγεί πολλά και, κατ’ αρχάς, γιατί κράτησε τόσο πολύ η συνάντηση: Καϊλή, Παντσέρι, Ταραμπέλα, Κοτσολίνο και ποιος ξέρει ποιοι άλλοι θα ακολουθήσουν. Ναι, τουλάχιστον για τον αγώνα υπέρ του σοσιαλισμού στην Ευρώπη, ο Αλέξης θα είχε πολλά να πει στον Λούλα…
Στη σοβαρή πλευρά του θέματος, έχω να παρατηρήσω ότι η επικοινωνιακή παρουσίαση του ταξιδιού στη Βραζιλία ήταν μια ασυναρτησία, εν σχέσει με τη θρυλούμενη προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να διευρύνει τον ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο του πολιτικού φάσματος. Και Τσαπανίδου και Μοράλες, πώς γίνεται; (Αναφέρω τη διακεκριμένη δημοσιογράφο, επειδή ο διορισμός της στη θέση της εκπροσώπου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ θεωρήθηκε από την αριστερή αντιπολίτευση ως άνοιγμα προς το Κέντρο…) Κάνει τεράστιο λάθος ο Τσίπρας, θέλω να πω, αν πιστεύει ότι η οικειότητα με τον Μοράλες θα έχει θετική απήχηση στην Ελλάδα. Το μεγάλο μάθημα από τη χρεοκοπία και την περιπέτεια που ακολούθησε ήταν ότι, παρά το αποτέλεσμα του γνωστού δημοψηφίσματος, οι Ελληνες μέσα από αυτή τη δοκιμασία συνειδητοποίησαν πόσο σημαντικό είναι εν τέλει να ανήκεις στη Δύση, όπως το έθεσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η Ευρώπη νίκησε, η επανάσταση έχασε – αυτό ήταν το μάθημα.
Ο Αλέξης είναι βέβαιο ότι δεν το έχει καταλάβει ακόμη. Για τον λόγο αυτόν, όπως φαίνεται, αδυνατεί να καταλάβει ότι το φλερτ με τον τριτοκοσμικό σοσιαλισμό του Μοράλες δεν προκαλεί τον παραμικρό θαυμασμό στην Ελλάδα. Το μόνο που κάνει είναι να αναξέει παλιές πληγές και να επαναφέρει οδυνηρές μνήμες. Με τέτοιες δημόσιες σχέσεις διώχνει εκείνους τους ψηφοφόρους που υποτίθεται ότι θέλει να προσελκύσει. Προφανώς, όμως, δεν τον ενδιαφέρει. Ισως επειδή ξέρει ότι αυτή η μάχη, των διπλών εκλογών, είναι χαμένη και προετοιμάζεται για την επόμενη που θα έχει να δώσει…
ΤΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΚΟΚΑΛΑ ΤΟΥ ΦΟΝ ΣΑΡΝΧΟΡΣΤ
Φαντασθείτε έναν υπουργό Αμυνας ευρωπαϊκής χώρας, ο οποίος μαζί με τις πρωτοχρονιάτικες ευχές στους ψηφοφόρους του έχει το θράσος να ευχαριστεί τον πόλεμο στην Ουκρανία. Υπάρχει και βρίσκεται στη Γερμανία. Πρόκειται για την κυρία Κριστίν Λάμπρεχτ, η οποία, με φόντο τα βεγγαλικά της Πρωτοχρονιάς στον ουρανό του Βερολίνου, στήθηκε μπροστά από την κάμερα ενός κινητού και είπε το εξής ανεπανάληπτο: «Υπάρχει σε εξέλιξη ένας πόλεμος στην καρδιά της Ευρώπης και, σε σχέση με αυτό, κέρδισα πολλές εμπειρίες, πάρα πολλές συναντήσεις με ενδιαφέροντες και υπέροχους ανθρώπους. Και γι’ αυτό λέω ένα ειλικρινές ευχαριστώ». Για την ειλικρίνειά της αυτή την κοροϊδεύουν οι πάντες στη Γερμανία και ζητούν την παραίτησή της λόγω προφανούς αναισθησίας, που την καθιστά ανεπαρκή για τα καθήκοντά της.
Είναι αστείο ένα τόσο επιπόλαιο και σαχλό πρόσωπο να έχει τη θέση του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων της Γερμανίας, την ώρα μάλιστα που γεωπολιτικές επενδύσεις δεκαετιών της Γερμανίας στην Ανατολή καταρρέουν και η χώρα υποχρεώνεται να αυξήσει δραματικά τις δαπάνες της για εξοπλισμούς. Τον περασμένο Φεβρουάριο ήταν, θυμίζω, που ο καγκελάριος Σολτς ανακοίνωσε στη Βουλή ότι η κυβέρνησή του θα διέθετε 100 δισεκατομμύρια για την άμυνα μέσα στο 2022 και επανέλαβε τη δέσμευσή του η Γερμανία να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της στο 2% του ΑΕΠ, όπως ζητεί εδώ και χρόνια το ΝΑΤΟ από τις γερμανικές κυβερνήσεις.
Πώς, σε μία τέτοια κατάσταση, δικαιολογείται να κατέχει την κρίσιμη θέση της υπουργού Αμύνης ένα νούμερο, που βλέπει τον πόλεμο σαν επαγγελματική πρόκληση και ευκαιρία, μέσα από την οποία γνωρίζει «υπέροχους ανθρώπους»; Υποτίθεται ότι οι Γερμανοί θέτουν πολύ ψηλά το μέτρο της σοβαρότητας. Σίγουρα θα σημειώθηκε μια σεισμική δόνηση στο Βερολίνο την ώρα που η υπουργός εκστόμιζε το μήνυμά της προς τη μεριά του στρατιωτικού νεκροταφείου (Invalidenfriedhof) στα ανατολικά. Θα ήταν ο Φον Σάρνχορστ που στριφογύριζε στον τάφο του, κάτω από τον κοιμώμενο λέοντα, στο μνημείο που σχεδίασε για τον μεγάλο μεταρρυθμιστή του πρωσικού στρατού ο Σίνκελ.