Αντιπαραθέτοντας απλά τους αριθμούς των μονάδων (πλοίων, αεροσκαφών, αρμάτων κ.λπ.) που κατέχουν Ελλάδα και Τουρκία θα μπορούσε κάποιος να πει πως υπάρχει μια σχετική ισορροπία. Εν τούτοις, η αντιπαράθεση αριθμών είναι μεν ένας εύχρηστος τρόπος σύγκρισης αλλά ελάχιστα χρήσιμος. Αυτό, γιατί οι μεγάλες μονάδες είναι κατά βάσει πλατφόρμες των οποίων η μαχητική αξία συναρτάται από πολλούς «ποιοτικούς» παράγοντες όπως τα οπλικά και ηλεκτρονικά συστήματα που φέρουν, η ηλικία, η διαθεσιμότητα και η ύπαρξη εγχώριας τεχνολογικής βάσης που να τις υποστηρίζει.
Ολα τα παραπάνω θα πρέπει να τα σταθμίσουμε και στη βάση των συμπερασμάτων των σύγχρονων ένοπλων συγκρούσεων. Πράγματι, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αναδείξει τη σημασία κρίσιμων παραγόντων, αφανών και άυλων, όπως η ποιότητα Διοίκησης, η εμπειρία μάχης, η εκπαίδευση, το ηθικό, η Διοικητική Μέριμνα, οι πληροφορίες, ο ηλεκτρονικός πόλεμος, ο κυβερνοπόλεμος κ.ά. Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε και τα μέσα διοικήσεως και ελέγχου, τις επικοινωνίες, τα μη επανδρωμένα σκάφη, ακόμα και τα βοηθητικά. Δυστυχώς η Ελλάδα έχει μείνει πίσω από τις εξελίξεις τόσο σε συστήματα drones και anti drones όσο και στον ηλεκτρονικό πόλεμο. Τελικά θα ήταν καλύτερα να κάνουμε σύγκριση δυνατοτήτων και όχι απλά μονάδων. Αυτό που μετράει στο τέλος της ημέρας είναι κατά πόσο το σύνολο των δυνάμεων που διαθέτει η κάθε χώρα επαρκεί ποσοτικά και ποιοτικά για το έργο και την αποστολή που τους ανατίθεται.
Επιπροσθέτως, μια ένοπλη σύγκρουση δύο χωρών δεν είναι μόνο μεταξύ στρατιωτικών δυνατοτήτων αλλά μια σύγκρουση συνολικής ισχύος. Η Στρατιωτική Δύναμη είναι μεν ένας σημαντικός παράγοντας ισχύος – ο σημαντικότερος – αλλά δεν είναι ο μοναδικός. Η ισχύς ενός κράτους απορρέει από το σύνολο των δυνατοτήτων του και εδώ υπεισέρχονται παράγοντες όπως η Οικονομία, η Διπλωματία, η ήπια ισχύς, οι πλουτοπαραγωγικοί του πόροι, η βιομηχανική και τεχνολογική του βάση, η ανθεκτικότητα (resilience), η Υπηρεσίες Πληροφοριών, η Αμυντική Βιομηχανία, η Δημόσια Διοίκηση και οργάνωση, ο πληθυσμός και η μέση ηλικία αυτού, κ.ά. Θα πρέπει, τέλος, να λάβουμε υπόψη και τον πολύ σημαντικό παράγοντα της Γεωγραφίας. Δηλαδή στην περίπτωσή μας, τον αριθμό, τη διασπορά, το μέγεθος των νησιών και την εγγύτητά τους στις τουρκικές ακτές. Δυστυχώς σε αρκετούς από τους παράγοντες που προαναφέρθηκαν, η Ελλάδα υστερεί είτε από αντικειμενικούς λόγους, είτε από χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κράτους.
Κοντολογίς είναι άλλο πράγμα το χτίσιμο της ισχύος το οποίο απαιτεί μεθοδική, συστηματική και επίπονη προσπάθεια και άλλο πράγμα το να «αγοράζεις δύναμη» μέσω εξοπλιστικών. Το δεύτερο, η αγορά δηλαδή οπλικών συστημάτων, αν δεν συνδυαστεί με μεταφορά τεχνογνωσίας και ελληνική προστιθέμενη αξία, προσφέρει πρόσκαιρη αναλώσιμη δύναμη αλλά συνεισφέρει ελάχιστα στην πραγματική ισχύ σε βάθος χρόνου. Θα μπορούσαμε να πούμε μάλιστα πως λειτουργεί και αντίστροφα γιατί γίνεται εις βάρος ενός άλλου πολύ σημαντικού παράγοντα της συνολικής ισχύος που είναι η οικονομία.
Ο κ. Αλέξανδρος Διακόπουλος είναι Αντιναύαρχος ε.α Π.Ν, πρώην συμβουλοσ Εθνικής ασφαλείας και Ειδικός Σύμβουλος ΕΛΙΑΜΕΠ.