«Εγκαταλελειμμένος από τους υπουργούς του, αποκηρυγμένος από τους υποψηφίους του, ακατανόητος για τους ψηφοφόρους του». Με ένα τέτοιο πρελούδιο, ο τίτλος που επέλεξε στο φύλλο της περασμένης Παρασκευής μια γαλλική εφημερίδα μοιάζει κάτι περισσότερο από ταιριαστός: «Εμανουέλ ποιος;». Ακόμη και ένας γάλλος πρόεδρος, όταν δείχνει πια τόσο περιθωριοποιημένος και η ισχύς του τόσο απονομιμοποιημένη, δεν μπορεί παρά να εξορίζεται στην επικράτεια της ανωνυμίας.
Θα μιλούσαμε ενδεχομένως για ένα γαλλικό δράμα, από εκείνα που οι Γάλλοι καταναλώνουν τόνους μελάνι και φαιά ουσία, εάν και άλλες δυτικές δημοκρατίες, των οποίων τα εγχώρια βάσανα παράγουν παγκόσμιες επιπτώσεις, δεν αναμετρούνταν με μια ανάλογη κρίση ηγεσίας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν αρκετή η τηλεοπτική έκθεση ενός ντιμπέιτ για να περιβληθεί ο πρόεδρος της χώρας από το ίδιο του το κόμμα με έναν μανδύα αμφισβήτησης. Τέσσερις μήνες πριν από τις αμερικανικές εκλογές, ο «Τζο ποιος» δείχνει εξίσου εγκαταλελειμμένος, αποκηρυγμένος και ακατανόητος. Οσο αδύναμος, ανίσχυρος και παραδομένος στη μοίρα εμφανίζεται στην καγκελαρία της Γερμανίας ο «Ολαφ ποιος».
Πολύ γαλλικά και γκονταρικά, θα υπέθετε κανείς ότι ο υπόλοιπος κόσμος θα παρακολουθούσε αυτή την τριπλή κρίση με κομμένη την ανάσα. Οτι η κήρυξη ενός «πολιτισμικού πολέμου» στη Γαλλία από μια Ακρα Δεξιά που θα έχει καταλάβει την Εθνοσυνέλευση, το φάντασμα της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» και – κυρίως – η προοπτική μιας νέας θητείας Τραμπ στον Λευκό Οίκο, για την οποία ένα πλήθος ανήσυχων αναλυτών προβλέπει πως θα είναι χειρότερη από την προηγούμενη, θα σήμανε ένα είδος συναγερμού. Οτι οι σειρήνες θα ηχούσαν προτού η κυοφορούμενη απειλή πάρει τις διαστάσεις ενός ανεξέλεγκτου κινδύνου.
Οπως όμως έχει δείξει το παρελθόν, υπάρχει ένα σημείο στη διαδρομή έπειτα από το οποίο ο κόσμος οδηγείται σχεδόν υπνωτικά στην καταστροφή. Οι αντιστάσεις καταλύονται – εκτός εάν θεωρηθεί αντίσταση η καρικατούρα κάποιου «Λαϊκού Μετώπου», όπως στη Γαλλία, όπου τα συμβαλλόμενα μέρη σπαράσσονται μεταξύ τους ήδη από τα σπάργανα της συγκρότησής του. Γιατί εκείνος και όχι εγώ;
Μοιάζει οξύμωρο, αλλά σε αυτή την κρίση ηγεσίας περισσεύουν οι υποψήφιοι ηγέτες. Αυτή η κρίση διαβάζεται σαν ευκαιρία, κάποιος είδε το φως και μπήκε σε ένα πολιτικό σύστημα που έχει χάσει τα στεγανά του και λειτουργεί πλέον χωρίς τις καταστατικές του σταθερές. Ετσι συμβαίνει, χωρίς πλέον τον διπολικό του χαρακτήρα, να κατακερματίζεται σε μεσαίους, μικρούς και μικρότερους, σε υπερφίαλους σχηματισμούς και ασύμμετρες φιλοδοξίες, σε προσωποπαγή κόμματα και αρχηγοκεντρικά φέουδα. Ο καθένας μπορεί πια να βρει το (μικρό) κοινό του.
Είναι το δράμα της ελληνικής Κεντροαριστεράς που έως τα αποκαλυπτήρια της καρικατούρας εμπνεύστηκε από τη γαλλική και τώρα ετοιμάζεται να παραδοθεί σε ένα ριάλιτι ψηφοφοριών για να αναδειχθεί ο «εκλεκτός» που θα απαντήσει στο ερώτημα «απέναντι στον Μητσοτάκη, ποιος». Δεν θα μάθουμε εάν δεν ψηφίσουν κάνα δυο φορές στο ΠαΣοΚ και μπορεί και άλλες τόσες στον ΣΥΡΙΖΑ ή σε ό,τι θα έχει απομείνει από αυτόν ή σε ό,τι θα έχει προκύψει από τις διασπάσεις του και τα σπασμένα κομμάτια του και μετά όλοι μαζί στο όνομα κάποιας φανταστικής ενότητας.
Αλήθεια, όμως, υπάρχει κανείς που θα παρακολουθούσε αυτό το ριάλιτι των πολλαπλών γύρων με κομμένη την ανάσα; Ή, λιγότερο γαλλικά, βρίσκει το θέαμα το κοινό του πέρα από τον στενό του κύκλο; Δεν χρειάζεται να περιμένει κανείς την απάντηση, ο κίνδυνος αναδεικνύεται ήδη από το ερώτημα. Η Κεντροαριστερά κινδυνεύει να πορευθεί έτσι, πνιγμένη από τους πολλούς υποψηφίους της αλλά εντελώς ακατανόητη για τους εναπομείναντες ψηφοφόρους της. Ακόμη χειρότερα, να βρει τον υποτιθέμενο ηγέτη της και – πολύ ελληνικά – ένα ερώτημα να πλανηθεί στον αέρα: «Ποιος Θανάσης;».