Ο Αλέξης Τσίπρας, τούτο τον καιρό των καταιγιστικών εξελίξεων στον ΣΥΡΙΖΑ, παλεύει να οργανώσει το νέο του γραφείο επί της Λεωφόρου Αμαλίας, απέναντι από τον Εθνικό Κήπο, να ξαναστήσει τη βιβλιοθήκη του και να προετοιμάσει τη λειτουργία του Ινστιτούτου παραγωγής ιδεών και πολιτικής, έχοντας στο πλευρό του τον Μιχάλη Καλογήρου, άλλοτε υπουργό Δικαιοσύνης και διευθυντή του πολιτικού του γραφείου από το 2019.
Οπως συνηθίζει να λέει στους συνομιλητές του, προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί προσωπικά και να ξεπεράσει το πλήθος των βαρών που τον συνοδεύουν. Ωστόσο οι διαλυτικές συνθήκες οι οποίες επικρατούν στο κόμμα που ηγήθηκε και ανέδειξε σε κυρίαρχο στην ελληνική πολιτική σκηνή την προηγούμενη δεκαετία, κατατρώγουν στην κυριολεξία τα σωθικά του. Αποτυπώνονται στο πρόσωπό του ο πόνος και η θλίψη για όσα συμβαίνουν τελευταίως και ιδιαιτέρως για την επικρατούσα ατμόσφαιρα αποδιάρθρωσης.
«Η ριζοσπαστική Αριστερά θα κατέλθει στις εκλογές με τρία σχήματα και με δεδομένο τον κατακερματισμό δεν φαίνεται πιθανό κάποιο από αυτά να επιτύχει δυναμική επίδοση»
Απογοητευμένος και προβληματισμένος
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι εμφανώς απογοητευμένος και βαθύτατα προβληματισμένος τόσο για τα διαδραματιζόμενα στο κόμμα του, αλλά και για τη συνέχεια, η οποία χωρίς αμφιβολία θα δώσει και άλλα επεισόδια.
Ο ίδιος δεν κρύβει ότι όλα πηγάζουν από τη διπλή μεγάλη ήττα του περασμένου Μαΐου και Ιουνίου, από αυτή τη σοκαριστική εκλογική βύθιση, από το κλείσιμο του ιστορικού 15ετούς κύκλου, που επέβαλε στον ίδιο την παραίτηση και την αποχώρηση, αλλά δεν ανέμενε τις σημερινές συνθήκες ταχείας διάσπασης και σχεδόν πλήρους αποσύνθεσης.
Πίστευε, παρά τη σοκαριστική διπλή ήττα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε ευκαιρίες ανασύνταξης και ανασυγκρότησης. Παρέμενε ηγέτιδα παράταξη της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, είχε ρόλο θεσμικό και θα μπορούσε, υπό όρους και προϋποθέσεις, να αντιπαρέλθει την αναπόφευκτη μετεκλογική κρίση.
Ιδιαιτέρως δεν ανέμενε τις τάσεις μαζικής αποχώρησης των νεότερων στελεχών που ανεδείχθησαν στα χρόνια της διακυβέρνησης. Γι’ αυτό και όταν είδε τα πολλά σημάδια της επερχόμενης διάσπασης επιχείρησε να παρέμβει, προκειμένου να σώσει ό,τι μπορούσε να σωθεί. Ανεπιτυχώς βεβαίως, γιατί τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους.
«Θα μπορούσαν να περιμένουν επτά μήνες»
Η αλήθεια είναι ότι δεν εξεπλάγη από την αποχώρηση της Ομπρέλας, του Τσακαλώτου, του Φίλη και των άλλων, επειδή προ πολλού αντιστρατεύονταν την ιδέα του ανοιχτού και μεγάλου κόμματος και επιδίωκαν τη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα πιο στενό και αυστηρά αριστερό ριζοσπαστικό σχήμα. Αντιθέτως είναι δυσεξήγητη γι’ αυτόν η στάση της κυρίας Αχτσιόγλου, του Αλέξη Χαρίτση, του Νάσου Ηλιόπουλου και άλλων, οι οποίοι δεν έδωσαν χρόνο στον δημοκρατικά εκλεγμένο Στέφανο Κασσελάκη, ούτε είχαν την υπομονή να περιμένουν μέχρι τις ευρωεκλογές, παρά τον αμφισβήτησαν εξαρχής. «Θα μπορούσαν να περιμένουν επτά μήνες και αν η επίδοσή του ήταν χαμηλότερη των προηγούμενων αναμετρήσεων, θα είχαν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν ευθέως την ηγεσία του» λέει χαρακτηριστικά.
Η αλήθεια ωστόσο είναι πως ούτε αυτός είναι ενθουσιασμένος με τον κ. Κασσελάκη και με τον τρόπο που πολιτεύεται. Αναγνωρίζει ότι αγνοεί την ελληνική πραγματικότητα και κινείται ανορθόδοξα, αλλά τα παραπάνω, εξηγεί, δεν συνιστούν ισχυρό πολιτικό λόγο, ικανό για να δικαιολογήσει την εξελισσόμενη διάσπαση. Υπενθυμίζει χαρακτηριστικά ότι οι προηγούμενες ιστορικές διασπάσεις της Αριστεράς συνέβησαν στο μεταίχμιο μεγάλων γεγονότων και στη βάση ισχυρών πολιτικών διαφορών.
«Το 1968 η διάσπαση του ΚΚΕ ορίστηκε από την αντίθεση του ρεύματος του ευρωκομμουνισμού με το σοβιετικό καθεστώς και αργότερα η διάσπαση του 1991 με την απόσχιση του Συνασπισμού από το ΚΚΕ για αμιγώς πολιτικούς λόγους κόντρα στην περιχαράκωση, όπως και η πιο πρόσφατη του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015 είχε ως μεγάλο επίδικο την παραμονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ» επισημαίνει ο κ. Τσίπρας για να διερωτηθεί αμέσως μετά «ποιο είναι τώρα το μεγάλο πολιτικό επίδικο που οδηγεί στη διάσπαση;».
«Εγώ είμαι λαϊκιστής ή ο Μητσοτάκης;»
Επιπλέον επισημαίνει ότι η διάσπαση επιτρέπει στον κ. Μητσοτάκη να κυριαρχεί άκοπα στην πολιτική σκηνή. Μάλιστα πιστεύει ότι, δεδομένων των τρεχουσών πολιτικών συνθηκών, ο Πρωθυπουργός δεν θα συναντήσει πολλά εμπόδια στην εφαρμογή της πολιτικής του. Η δεύτερη τετραετία, κατά τα φαινόμενα, θα κυλήσει σχετικά άνετα χωρίς πολλά προβλήματα, εκτός και αν οι πολιτικές της εξοργίσουν τον ελληνικό λαό και προκαλέσουν ανάπτυξη αυθόρμητων κυμάτων κοινωνικής αντιπολίτευσης, των μόνων που μπορούν να κλονίσουν τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη.
Για τον Πρωθυπουργό ο κ. Τσίπρας λέει ότι «είναι πολύ τυχερός». «Καβάλησε πάνω στα επιτεύγματα της δικής μας διακυβέρνησης, βρήκε το χρέος ρυθμισμένο, τα μνημόνια τελειωμένα, τα δημόσια οικονομικά τακτοποιημένα, την οικονομία έτοιμη για το αναμενόμενο αναπτυξιακό άλμα μετά το πέρας της μακρόχρονης κρίσης, του ήλθε και η πανδημία αμέσως μετά που τον αποδέσμευσε από το ασφυκτικό πλαίσιο του συμφώνου σταθερότητας και άρχισε να μοιράζει αφειδώς λεφτά, κερδίζοντας την εύνοια των ψηφοφόρων» για να προσθέσει με πίκρα ότι «εγώ μάζεψα 40 δισ. ευρώ και εκείνος μοίρασε 60 δισ. ευρώ». Προσθέτει επίσης με παράπονο ότι «εγώ πέρασα με κόστος τη Συμφωνία των Πρεσπών, έλυσα ένα εθνικό θέμα τριών δεκαετιών και ο Μητσοτάκης που πίστευε τα ίδια κατέβασε ένα εκατομμύριο στους δρόμους για καθαρά εκλογικούς σκοπούς και έφθασαν όλοι να κατηγορούν εμένα για λαϊκισμό». «Εγώ είμαι λαϊκιστής ή ο Μητσοτάκης;» διερωτάται με ένταση.
Η εποχή του μνημονίου και το βιβλίο της Μέρκελ
Στις πολλές ενστάσεις που κατά καιρούς έχουν εγερθεί για το απολύτως προβληματικό πρώτο εξάμηνο του 2015 απαντά ότι «το μνημόνιο δεν έβγαινε χωρίς σύγκρουση με τους Ευρωπαίους, ο λαός δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με τα άδικα μέτρα της εσωτερικής υποτίμησης, όπως ομολόγησαν αργότερα οι περισσότεροι των εταίρων μας και από ό,τι μαθαίνω θα αναγνωρίσει και η Ανγκελα Μέρκελ στο βιβλίο της που πρόκειται να κυκλοφορήσει στις αρχές του 2024».
Επιμένει δε ότι «το σοκ της σύγκρουσης εκείνου του καλοκαιριού επέτρεψε την εφαρμογή των απαιτούμενων πολιτικών και την έξοδο από τα μνημόνια που απόλαυσε αργότερα ο κ. Μητσοτάκης».
Επανερχόμενος στη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ δεν κρύβει τον προβληματισμό του. «Η ριζοσπαστική Αριστερά θα κατέλθει στις εκλογές με τρία σχήματα και με δεδομένο τον κατακερματισμό δεν φαίνεται πιθανό κάποιο από αυτά να επιτύχει δυναμική επίδοση» σημειώνει για να προσθέτει πως «αν και το ΠαΣοΚ του κ. Ανδρουλάκη μείνει σε χαμηλά ποσοστά, σε απόσταση από το 20% και η Νέα Δημοκρατία κινηθεί πάνω από το 30%, θα αποκαλυφθεί πλήρως μεγάλο πολιτικό κενό». «Και τότε κάτι θα πρέπει να γίνει» δηλώνει χωρίς επιφυλάξεις.
Από το Ινστιτούτο στη δημοκρατική συνάντηση
Οταν ερωτάται τι θα κάνει ο ίδιος λέει ότι όταν υπέβαλε την παραίτησή του δεν είχε κανέναν κρυφό πόθο επανόδου. Αλλά επίσης δεν είχε και σκοπό να μείνει απαθής παρατηρητής όπως ο Καραμανλής. Γι’ αυτό και συντομεύει την ίδρυση και λειτουργία του Ινστιτούτου, με σκοπό να προβεί σε επεξεργασίες μεγάλων θεμάτων που απασχολούν και θα απασχολήσουν την ελληνική κοινωνία στο μέλλον. Για παράδειγμα, αναφέρει τη διασφάλιση του εύρους του κοινωνικού κράτους στον χρόνο ή ακόμη πώς θα ασφαλιστεί η αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
Πιστεύει ακράδαντα πως αν οι ευρωεκλογές αναδείξουν μεγάλο πολιτικό κενό, οι επεξεργασίες του Ινστιτούτου θα μπορούσαν να αποτελέσουν το πρόπλασμα και να προσφέρουν τη βάση, τις κοινές θέσεις και τις ιδέες μιας μεγάλης δημοκρατικής συνάντησης και αναζήτησης, η οποία με τη σειρά της θα μπορούσε να οδηγήσει στη συγκρότηση ενός νέου δυναμικού ενιαίου δημοκρατικού πολιτικού σχήματος, ικανού να αντιπαρατεθεί επί ίσοις όροις τη Νέα Δημοκρατία.
Οσοι έχουν την ευκαιρία να συναντήσουν τον κ. Τσίπρα διαπιστώνουν σχεδόν εξαρχής ότι δεν του ταιριάζει ο ρόλος του πολιτικού αναχωρητή. Προετοιμάζεται κατά τα φαινόμενα για την επόμενη φάση, η οποία μάλλον δεν θα βραδύνει. Επτά μήνες άλλωστε είναι πολύ λίγος χρόνος στην πολιτική… και δη στην ελληνική.