Βγαλμένη από τα συμβατικά εγχειρίδια πολιτικής επικοινωνίας και στρατηγικής μοιάζει να είναι η δεύτερη προεκλογική καμπάνια της ΝΔ έπειτα από την απροσδόκητη επιτυχία στις κάλπες της 21ης Μαΐου.
Η ουσιαστική εξουδετέρωση του ΣΥΡΙΖΑ και η ακύρωση κάθε εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης έχουν προσφέρει στον Κυριάκο Μητσοτάκη ένα ανοιχτό πεδίο στο οποίο μοιάζει να έχει κάθε ευχέρεια και δυνατότητα για την επίτευξη του στρατηγικού του στόχου, τη δεύτερη διαδοχική εκλογική νίκη και την αυτοδυναμία.
Οι επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠαΣοΚ να κινηθούν παράλληλα και με παρόμοια συνθηματολογία, εξαγγέλλοντας τις πολιτικά αυτοκτονικές αυξήσεις της φορολογίας, έχει ουσιαστικά λύσει τα χέρια του επικοινωνιακού επιτελείου της ΝΔ και του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Υπό αυτή την έννοια, το μήνυμα είναι, αναπόφευκτα, σχεδόν απλοϊκό: «Οι αντίπαλοί μας είναι αυτοί που έχουν χάσει τα αβγά και τα πασχάλια και τη μια μέρα μάς λένε ότι θα αυξήσουν ξανά τη φορολόγηση στις εισφορές, τώρα έρχεται και το ΠαΣοΚ και μας λέει ότι περίπου θα αυξήσει τον ΕΝΦΙΑ, θα αυξήσει τη φορολόγηση στα μερίσματα. Κάθε μέρα μάς λένε κάτι διαφορετικό. Ισως έχουν την πολυτέλεια να το κάνουν, ξέρετε, επειδή οι ίδιοι έχουν αποποιηθεί της ευθύνης να κυβερνήσουν τη χώρα» είπε ο πρόεδρος της ΝΔ στα μέσα της εβδομάδας κατά την περιοδεία του στην Κρήτη, στον απόηχο της φορομπηχτικής ομοβροντίας των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠαΣοΚ.
Απλό το μήνυμα, υψηλοί οι στόχοι
Διακηρυγμένος στόχος της ΝΔ στην αναμέτρηση της 25ης Ιουνίου είναι η διατήρηση του ποσοστού στη σφαίρα του 40%, ώστε να διασφαλιστεί η επίτευξη της αυτοδυναμίας σε κάθε περίπτωση. Βάσει του εκλογικού νόμου και του κλιμακωτού μπόνους, ένα τέτοιο ποσοστό ανεβάζει στις 50 τις έδρες με τις οποίες πριμοδοτείται το πρώτο κόμμα και στην ουσία εκμηδενίζει τις πιθανότητες να μην έχει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Παρά ταύτα, η ιδιαιτερότητα της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης διαμορφώνει και έναν συνδυασμό κρίσιμων προϋποθέσεων, προκειμένου να αποφευχθούν οι περιπλοκές, οι οποίες μπορεί να κριθούν σε λεπτομέρειες.
Οι καθοριστικές παράμετροι για τη ΝΔ είναι η διατήρηση ενός υψηλού βαθμού εγρήγορσης στο κομματικό επιτελείο και στους ψηφοφόρους, η αναδιατύπωση του διλήμματος ώστε να διασφαλιστεί μια κατά το δυνατόν υψηλότερη συμμετοχή, η διατήρηση της υψηλής συσπείρωσης και ο κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερος περιορισμός των διαρροών.
Κρίσιμο στοιχείο ως προς την τελευταία παράμετρο είναι η συμπεριφορά του τμήματος εκείνου των ψηφοφόρων οι οποίοι προέρχονται από το Κέντρο (στην πραγματικότητα: το ΠαΣοΚ), ψήφισαν ΝΔ και Κυριάκο Μητσοτάκη το 2019 και στην πρώτη κάλπη του 2023 και που ενδεχομένως θα σκέφτονταν να ενισχύσουν στις 25 Ιουνίου τον Νίκο Ανδρουλάκη, με τη λογική της διαμόρφωσης ενός νέου αντιπολιτευτικού πόλου έναντι του αποσυσπειρωμένου ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επικοινωνιακό επιτελείο, με εμπροσθοφυλακή τον Ακη Σκέρτσο, έχουν στραφεί τις τελευταίες ημέρες κατά μείζονα λόγο στην αποδόμηση του ΠαΣοΚ και παράλληλα μοιάζουν να ασχολούνται πολύ λιγότερο, έως και καθόλου, με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα.
Κατά προφανή τρόπο, η τακτική αυτή έχει έναν διπλό στόχο: αφενός, να καταστήσει το ΠαΣοΚ εμμέσως κεντρικό παίκτη της πολιτικής αντιπαράθεσης και να ευνοήσει την απορρόφηση ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ και, αφετέρου, την ίδια στιγμή να συσπειρώσει το κεντρώο ακροατήριο στην κοίτη της ΝΔ, να παρουσιάσει εμφατικά τον κίνδυνο της ακυβερνησίας για εκλογοτεχνικούς και όχι για πολιτικούς λόγους και να περιορίσει τις αμφιθυμίες όσων θα σκέφτονταν τον πολιτικό τους επαναπατρισμό στο ΠαΣοΚ.
Θετικός λόγος και προσδοκίες
Κατά την εκτίμηση των συνεργατών του προέδρου της ΝΔ, το έργο σε αυτή τη φάση της προεκλογικής αντιπαράθεσης είναι ευκολότερο απ’ ό,τι αναμενόταν, ωστόσο το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου έχει διαμορφώσει μια συνθήκη αυξημένων απαιτήσεων και προκλήσεων. Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η δημόσια συζήτηση έχει σε μεγάλο βαθμό διευκολύνει τις τακτικές επιλογές, οι περισσότεροι όμως έχουν επίγνωση της κρισιμότητας και των λεπτομερειών, οι οποίες θα καθορίσουν την έκβαση της αναμέτρησης στις τρεις εβδομάδες που απομένουν έως τις εκλογές.
Οπως πάντως διαμηνύεται από την Πειραιώς, οι επιλογές δεν είναι πολλές και το σημαντικότερο είναι να τηρηθούν πιστά οι σχεδιασμοί. Στον πυρήνα τους θα εξακολουθήσει να βρίσκεται και να αναδεικνύεται η διατύπωση θετικού λόγου και η καλλιέργεια προσδοκιών, κατ’ αντιδιαστολή με όσα εκπέμπονται με σπασμωδικό τρόπο από την αντιπολίτευση.
Εκτιμήσεις
«Βλέπουν» είσοδο στη Βουλή για «Νίκη» και Πλεύση Ελευθερίας
Η προσδοκία ενός υψηλού ποσοστού, ανάλογου ή και υψηλότερου από εκείνο της 21ης Μαΐου, θεωρείται ρεαλιστική στο επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη και η επαλήθευσή της προσλαμβάνει ιδιαίτερη κρισιμότητα.
Στην Πειραιώς εκτιμούν – σε βαθμό βεβαιότητας – ότι το ποσοστό των κομμάτων που θα μείνει εκτός Βουλής θα είναι σημαντικά χαμηλότερο από το 16,01% της 21ης Μαΐου.
Κατά τα όσα αναφέρουν συνεργάτες του προέδρου της ΝΔ, οι ενδείξεις ότι η «Νίκη» και η Πλεύση Ελευθερίας θα κατορθώσουν να έχουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση στις 25 Ιουνίου είναι ισχυρές. Σε ό,τι αφορά μάλιστα το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου, αναμένουν ότι το ποσοστό του θα φτάσει ή και θα υπερβεί το 4%.
Υπό αυτό το πρίσμα, υπολογίζεται ότι εκτός Βουλής θα απομείνει ένα συνολικό ποσοστό της τάξης του 8%. Υπό αυτούς τους όρους, η οριακή αυτοδυναμία απαιτεί κατ’ ελάχιστον ένα ποσοστό πάνω από το 38% και οτιδήποτε υψηλότερο από αυτό θα παρέχει μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ασφάλεια.