Με την Τουρκία να επιδιώκει την αγορά των μαχητικών ευρωπαϊκής συμπαραγωγής Eurofighter και των γαλλικών πυραύλων Meteor, η χώρα μας είχε στο παρελθόν μια μεγάλη ευκαιρία να ελέγξει τέτοιου είδους προμήθειες, συμμετέχοντας ενεργά στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης είχε επιδιώξει η χώρα μας να ενταχθεί στο πρόγραμμα συμπαραγωγής των Eurofighter. Μάλιστα, είχε ζητήσει να συγκροτηθεί μια διευρυμένη επιτροπή, η οποία επεξεργάστηκε ένα σχέδιο σύμβασης σε κάθε λεπτομέρεια επί έξι μήνες. Στο διάστημα αυτό εκλήθησαν χωριστά όλες οι συμπαραγωγές χώρες (Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία, Ισπανία) προκειμένου να ενημερώσουν τα μέλη της επιτροπής για το τι ακριβώς κατασκεύαζε η κάθε μία.
Ενδιαφέρον μόνο για συμπαραγωγή
Η κάθε αντιπροσωπεία ενδιαφερόταν να πουλήσει Eurofighter στη χώρα μας αλλά ο Σημίτης το ξέκοψε σε όλους, ότι η Ελλάδα ενδιαφερόταν μόνο για συμπαραγωγή. Οι πρώτοι που υποχώρησαν ήταν οι Γερμανοί, οι οποίοι πρότειναν σε πρώτη φάση να κατασκευάσει η Ελλάδα βοηθητικά τμήματα για όλα τα Eurofighter που φτιάχνονταν εκείνη την εποχή, που ήταν συνολικά 750.
Αν εμείς συμφωνούσαμε στην αγορά 75 αεροσκαφών, τότε θα μπαίναμε στη συμπαραγωγή με ποσοστό 12%, αλλά επειδή δεν έβγαινε το ποσοστό αυτό μόνο με τα βοηθητικά μέρη, θα μπαίναμε αρχικά με 8% και μετά την αγορά των αεροσκαφών η Γερμανία θα αύξανε κι άλλο το ποσοστό μας δίνοντας στην ελληνική αμυντική βιομηχανία κομμάτια της δικής της παραγωγής.
Δημοσίευμα του «Βήματος», στις 23 Ιανουαρίου του 2001, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «η σύμβαση για το Eurofighter, το ποσοστό της ελληνικής συμμετοχής στην κατασκευή του αεροσκάφους, η τιμή του, τα αντισταθμιστικά οφέλη καθώς και η πιθανότητα δημιουργίας γραμμής συναρμολόγησής του στην Ελλάδα θα αποτελέσουν το αντικείμενο της συνεδρίασης της Κυβερνητικής Επιτροπής, την προσεχή Πέμπτη, υπό την προεδρία του Πρωθυπουργού, Κ. Σημίτη».
Τα ερωτήματα για το τίμημα
Βέβαια, υπήρξαν και προβληματισμοί, κυρίως όσον αφορά το οικονομικό σκέλος της συμφωνίας. Αρθρο του «Βήματος» στις 5 Νοεμβρίου του 2000 με τίτλο «Ερωτήματα για την αγορά των αιώνων» έθετε ερωτήματα για «το τίμημα, τον χρόνο παράδοσης και την ελληνική συμμετοχή στο πρόγραμμα και την κατασκευάστρια κοινοπραξία».
Συγκεκριμένα, το άρθρο ανέφερε πως οι άλλες χώρες που συμμετείχαν στην κοινοπραξία θα προμηθεύονταν τα ίδια αεροσκάφη σε τιμές κατά 20% χαμηλότερες από ό,τι η Ελλάδα.
Ο Κώστας Σημίτης, σύμφωνα με ανθρώπους που γνωρίζουν τα παρασκήνια της εποχής, θεώρησε πολύ καλούς τους όρους της μελλοντικής συμφωνίας. Μάλιστα, προώθησε το προσχέδιο και στο ΚΥΣΕΑ, προκειμένου να λάβει την έγκρισή του εκτιμώντας ότι αποτελεί ένα πολύ θετικό βήμα για την αμυντική θωράκιση της Ελλάδας. Για λόγους όμως που αφορούσαν το κόστος της όλης επένδυσης και τον αντίκτυπο που θα είχε στον προϋπολογισμό, ο Σημίτης ζήτησε να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις μετά την ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Η ακύρωση της συμφωνίας
Τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς διενεργήθηκαν εκλογές, η Νέα Δημοκρατία έγινε κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής ακύρωσε τη συμφωνία. Συγκεκριμένα, η τότε κυβέρνηση ακύρωσε την αγορά 60 Eurofighter, συνολικής αξίας 5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αντιθέτως, προχώρησε στην αγορά αμερικανικών F-16 Βlock 50, τα οποία υπάρχουν ακόμα στον στόλο και αυτή την περίοδο η χώρα μας προσπαθεί να τα εκσυγχρονίσει σε Viper.
Σύμφωνα με αναλυτές, εκείνη την περίοδο η Ελλάδα έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να γίνει συμπαραγωγός χώρα των Eurofighter. Αν συνέβαινε αυτό, η Τουρκία δεν θα μπορούσε να διαπραγματεύεται την αγορά των συγκεκριμένων αεροσκαφών και των πυραύλων Meteor χωρίς και την ελληνική συναίνεση και τουλάχιστον οι ελληνικές κυβερνήσεις θα είχαν έναν αποτελεσματικότερο μοχλό πίεσης προς τις μεγάλες κατασκευάστριες χώρες. Επιπλέον, η Τουρκία θα ήταν αναγκασμένη για όσα μέρη θα παράγονταν στη χώρα μας να κλείνει συμφωνίες με την ελληνική αμυντική βιομηχανία.
Γαλλικά αεροσκάφη, αμερικανικός οπλισμός
Η Τουρκία, η οποία διεκδικεί την απόκτηση σαράντα Eurofighter, έχει καταστήσει σαφή τη θέση της πως εάν δεν αποκτήσει παράλληλα και τους Meteor, θα ακυρώσει τη συμφωνία, καθώς θέλει να εξοπλίσει το νέο της μαχητικό αεροσκάφος με το πλέον συμβατό οπλικό σύστημα. Ενα αντίθετο παράδειγμα στην ιστορία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων αποτελεί η αγορά των πολεμικών αεροσκαφών Μιράζ.
Τα πρώτα Μιράζ προσγειώθηκαν στην Τανάγρα στις 5 Αυγούστου 1975, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, και πολύ σύντομα η χώρα μας είχε στη διάθεσή της σαράντα αεροσκάφη τέτοιου τύπου.
Στο μεταξύ, έπειτα από ασφυκτικές αμερικανικές πιέσεις, τα αεροσκάφη αυτά δεν εφοδιάστηκαν ποτέ με γαλλικά όπλα, αλλά με αμερικανικούς πυραύλους. Συγκεκριμένα, η χώρα μας δεν προμηθεύτηκε ποτέ τους γαλλικούς πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς Matra Super 530F, αλλά χρησιμοποίησε τους αμερικανικούς AIM-9P για τον οπλισμό των Μιράζ.
Παρότι έγιναν οι απαραίτητες προσαρμογές έτσι ώστε αυτός ο συνδυασμός να είναι λειτουργικός, εν τούτοις δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που παραλίγο να υπάρξουν ατυχήματα.
Από την άλλη πλευρά, στα 28 χρόνια της «θητείας» τους στην Πολεμική Αεροπορία τα Μιράζ συμπλήρωσαν πάνω από 160.000 ώρες πτήσης, κυρίως αναχαιτίζοντας τουρκικά αεροσκάφη στο Αιγαίο. Την 1η Ιουλίου 2003 τα 40 Mirage F-1 που αγοράστηκαν από τη Γαλλία το 1975 αποσύρθηκαν από την Πολεμική Αεροπορία.
Η «αγορά του αιώνα» και οι αντικαταστάσεις
Το 1985, επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου, η Ελλάδα θα προχωρούσε στη λεγόμενη «αγορά του αιώνα», αγοράζοντας συνολικά 80 μαχητικά αεροσκάφη, 40 F-16 και 40 Μιράζ 2000. Πλέον η Ελλάδα έχει αντικαταστήσει τα Μιράζ με 24 σύγχρονα αεροσκάφη Ραφάλ, ενώ διαθέτει και 36 πυραύλους Μeteor, οι οποίοι αποτελούν την αιχμή του δόρατος της Πολεμικής Αεροπορίας.