Οταν ήμουν έφηβος και ξεκίνησα να βγαίνω μόνος, από το σπίτι μου έλεγαν να προσέχω πάντα μήπως μου ρίξουν κάτι στο ποτό. Για να είμαι ειλικρινής, το προσπάθησα αρκετά, πλην όμως κανένας δεν μου έκανε τη χάρη. Αφηνα το ποτό στο τραπέζι, κοιτούσα αλλού ή πήγαινα καμιά βόλτα, ωστόσο ποτέ κανείς δεν έκανε την κίνηση. Και έτσι έμεινα με την απορία. Τι θα σου συμβεί αν σου ρίξουν κάτι στο ποτό;
Μεγαλώνοντας, διαβάζοντας περί Φάουστ και βλέποντας το «Αλίμονο στους νέους», έθεσα τη ψυχή μου διαθέσιμη προς τον διάβολο. Ευχαρίστως θα την πουλούσα αν ήταν να αποκτήσω αιώνια νιότη και δύναμη. Εναλλακτικά θα μπορούσα να γίνω βρικόλακας, αλλά δεν επρόκειτο για την πλέον συμφέρουσα επιλογή καθώς χάνεις όλη τη μέρα στο φέρετρο.
Δυστυχώς, παρά τη διαθεσιμότητα της ψυχής μου και τα ξενύχτια με το βλέμμα καρφωμένο στο παράθυρο, δεν παρατήρησα καμία περίεργη λάμψη, ούτε δέχθηκα επισκέψεις. Δεν ξέρω για τις δικές σας ψυχές, τη σωτηρία των οποίων επιμελείστε καθημερινά, αλλά για αυτή που κατοικεί μέσα σε μένα δεν ενδιαφέρθηκε κανείς, ούτε καν ψυχίατρος. Η άποψή μου για τους βρικόλακες παραμένει ίδια και συνεπώς δεν διερευνώ επιλογές προς εκείνη την κατεύθυνση. Εκτός των άλλων, ο λαιμός μου έχει μαζέψει λίπος και το αίμα που προσφέρω είναι κοκτέιλ χοληστερίνης και τριγλυκεριδίων. Ενας λογικός βρικόλακας θα πάει αλλού για φαγητό.
Στα 33 χρόνια της επαγγελματικής μου διαδρομής δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να με εξαγοράσει ή έστω να προσπαθήσει για αυτό. Εβλεπα και άκουγα διάφορα, αλλά δεν είδα χέρια να μπαίνουν σε τσέπες για την πάρτη μου. Προφανώς επειδή ποτέ δεν κατάφερα να γίνω τόσο σημαντικός ώστε να αξίζω έστω και ένα ευρώ πάνω από τον μισθό μου. Προς Θεού, δεν λέω ότι οπωσδήποτε θα έβαζα αμέσως το δάχτυλο στο μέλι. Θα περίμενα να ακούσω το ποσό. Ολοι έχουν την τιμή τους, σωστά;
Αυτές τις μέρες σκέφτομαι τι θα έκανα αν κάποιος μού προσέφερε μια βαλίτσα με εξακόσια λαχταριστά χιλιάρικα. Λένε διάφορα, ας πούμε για βρώμικο ή μαύρο χρήμα. Δεν συμφωνώ. Προσωπικά δεν έχω δει πενηντάρικο με άλλο χρώμα. Μια χαρά είναι τα χρήματα, δεν λεκιάζουν ποτέ.
Ομως, αλήθεια, τι αισθάνεσαι όταν έχεις μπροστά σου μια βαλίτσα με εξακόσια χιλιάρικα; Θα μου πείτε ότι αν είσαι χορτάτος, αυτά τα λεφτά δεν σου λένε απολύτως τίποτα. Για αυτό και δεν μπορούμε να μετρήσουμε με τον ίδιο τρόπο την ηθική συγκρότηση του καθενός. Ας υποθέσουμε ότι είσαι λαίμαργος, βουλιμικός, αχόρταγος, λες και έχεις επιχείρηση εκκένωσης βόθρων – καμιά φορά αυτή η δουλειά μοιάζει με τη δική μας. Τι κάνεις, λοιπόν, αν σου πετάξουν στα πόδια μια βαλίτσα με εξακόσια χιλιάρικα; Την επιστρέφεις ή τη βάζεις κάτω από το κρεβάτι;
Πιστέψτε με, δεν μπορώ να απαντήσω τώρα. Ισως και να μη θέλω. Σίγουρα θα έβαζα τα χέρια μου, μέχρι τους καρπούς, ίσως και πιο πάνω, μέσα στα χαρτονομίσματα. Ισως και να πέταγα μερικά στον αέρα, έτσι για τη φάση. Θα σκεφτόμουν κάτι εξωτικό. Είμαι στα Φίτζι σε μια αιώρα με ένα καλό malt στο χέρι και ένα Cohiba στο στόμα – μία αγάπη που με συνδέει με τον Αλέξη. Ισως ερχόταν στον νου, για λίγο, το παιδί μου, αλλά αυτές οι στιγμές είναι προσωπικές, θα το έδιωχνα αμέσως. Το βλέμμα θα ήταν στα λεφτά και το μυαλό στο αποχαιρετιστήριο mail προς τη διεύθυνση της εφημερίδας. Ναι, ξέρω, υπεκφεύγω, δεν σας αποκαλύπτω τι θα έκανα στο τέλος. Θέλω να μείνω λίγο μόνος να το σκεφτώ. Κλείνω την πόρτα, βάζω τα χέρια στη μέση και στέκομαι όρθιος μπροστά στη βαλίτσα μου.