Είχαμε συμφωνήσει με τον Ζουλφού Λιβανελί, τον κοσμοπολίτη τούρκο συνθέτη, συγγραφέα, πρώην πολιτευτή και πριν από τρεις δεκαετίες παρ’ ολίγον δήμαρχο Κωνσταντινούπολης (παρότι «φαβορί», τον κέρδισε τελικά, το 1994, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν λόγω της διάσπασης του Σοσιαλδημοκρατικού Λαϊκού Κόμματος που του είχε δώσει το «χρίσμα»), να κάνουμε μια συζήτηση αποκλειστικά για τα ελληνοτουρκικά.
Πολιτικό ον σε κάθε έκφανσή του, ο κορυφαίος συνθέτης δέχθηκε αμέσως, ευγενικά. Αρνήθηκε, παρ’ όλα αυτά – εξίσου ευγενικά –, να σχολιάσει τις προβαλλόμενες τουρκικές αξιώσεις διά της «Γαλάζιας Πατρίδας» και τη σκληρή κριτική του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας Αντώνη Σαμαρά στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για την «υποχωρητική» στάση της έναντι της γενέτειράς του, παρότι παρακολουθεί τα πολιτικά τεκταινόμενα στην Ελλάδα, χώρα με την οποία διατηρεί στενούς δεσμούς από τα χρόνια (δεκαετία του ’70) της πολιτικής εξορίας του.
«Είμαι καλλιτέχνης. Δεν έχω ειδικές γνώσεις για αυτά τα ζητήματα» δικαιολογήθηκε κατά τη συνομιλία μας, παρόλο που διατύπωσε σαφή θέση για την προσφυγή στη Χάγη, αναφορικά με την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών και τη συνεκμετάλλευση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Τα τελευταία, πάντως, χρόνια, παρότι πολύ ενεργός στον χώρο της μουσικής και του πολιτισμού, ο άνθρωπος με τη μεγάλη επιρροή στην τουρκική πολιτική, απέχει από κάθε μορφή δημόσιας πολιτικής παρέμβασης στη γενέτειρά του.
Τι σας ενέπνευσε και εργαστήκατε παθιασμένα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τόσο με τον Μίκη Θεοδωράκη, συνιδρύοντας τον Σύνδεσμο Ελληνοτουρκικής Φιλίας, όσο και με τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Ισμαήλ Τζεμ, όταν υπηρετούσαν ως ΥΠΕΞ των χωρών τους, κ. Λιβανελί;
«Το κίνητρο πήγασε από τη βαθιά εκτίμηση που τρέφω για τους ιστορικούς δεσμούς και τις πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ των δύο χωρών. Το συγκεκριμένο μάλιστα «ταξίδι» διαμόρφωσε την προοπτική μου για την οικοδόμηση της ειρήνης. Συνειδητοποίησα τη σημασία της κατανόησης και της ενσυναίσθησης για την υπέρβαση προηγούμενων συγκρούσεων».
Ποια θεωρείτε τα σημαντικότερα σημεία καμπής στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων κατά τους τελευταίους δύο αιώνες;
«Τη Συνθήκη της Λωζάννης, το 1923, την ειρηνευτική πρωτοβουλία Βενιζέλου – Ατατούρκ και τις συμφωνίες φιλίας των Παπανδρέου – Τζεμ. Αυτά τα γεγονότα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της δυναμικής των ελληνοτουρκικών σχέσεων».
Συνδεθήκατε με τον κ. Παπανδρέου στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής σύγκλισης.
«Η εμπειρία ήταν πολύτιμη! Ο Γιώργος υιοθέτησε μια καινοτόμο προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, η οποία συνέβαλε στην ανάπτυξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το «κλειδί» ήταν η αποτελεσματική επικοινωνία. Και η πολιτιστική αλληλεπίδραση».
Πώς βρίσκετε το επίπεδο των ελληνοτουρκικών σχέσεων σήμερα;
«Οι προσπάθειες του (υπουργού Εξωτερικών) Χακάν Φιντάν είναι ελπιδοφόρες, αλλά χρειάζεται περισσότερος διάλογος. Γιατί οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ιδιαιτέρως περίπλοκες. Περιστασιακά, υπάρχουν περίοδοι που οι εντάσεις αυξάνονται. Είναι θετικό ωστόσο σημάδι η αποφυγή θερμών επεισοδίων τα τελευταία χρόνια.
Η διεξαγωγή των διερευνητικών διαλόγων είναι αναγκαία για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών και μπορεί να οδηγήσει σε βαθύτερη συνεργασία. Τα «θετικά βήματα» της «θετικής ατζέντας», αρχή της διαδικασίας θεραπείας των διμερών σχέσεων, πρέπει να μεταφραστούν σε απτά αποτελέσματα μέσω της συνεχούς συνεργασίας».
Ποιο θεωρείτε μεγαλύτερο «αγκάθι» των ελληνοτουρκικών σχέσεων;
«Την Κύπρο. Ελπίζω ότι το Κυπριακό θα επιλυθεί, υπό την ομπρέλα της ΕΕ».
Θεωρείτε ότι οι δύο χώρες πρέπει να προσφύγουν στη Χάγη για την επίλυση των διαφορών τους για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ;
«Ναι. Η προσφυγή, εκτιμώ, θα μπορούσε να δώσει μια δίκαιη λύση στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Η Χάγη θα ωφελούσε και τις δύο χώρες».
Είστε υπέρ της συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, επίσης σταθερό πεδίο ελληνοτουρκικών διενέξεων;
«Είμαι υπέρ της. Γιατί θα μπορούσε να ενισχύσει την περιφερειακή σταθερότητα και να οικοδομήσει την εμπιστοσύνη μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας».
Ο Χακάν Φιντάν προαλείφεται πράγματι για διάδοχος του Ταγίπ Ερντογάν;
«Είναι μια πιθανότητα μολονότι τα πάντα, πρόσωπα και πράγματα, όπως γνωρίζετε, είναι απρόβλεπτα στις μέρες μας».
Το «σενάριο» ωστόσο με «διάδοχο» τον Φιντάν θα αποτελούσε θετική ή αρνητική έκβαση για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
«Ο Φιντάν εγείρει ερωτήματα για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μόνον εάν υιοθετήσει μια ανοιχτή προσέγγιση στον διάλογο και τη συνεργασία θα μπορούσε να επηρεάσει θετικά τις διμερείς σχέσεις».
Ποια ακριβώς ερωτήματα θα ήγειρε;
«Δεν γνωρίζω τον υπουργό Εξωτερικών περισσότερο για να μπορέσω να επεκταθώ περαιτέρω».
Είναι η Τουρκία εκ των νικητών των εξελίξεων στη Συρία;
«Σε σχέση με τη Συρία, η θέση της Τουρκίας είναι εξόχως περίπλοκη».
Μπορεί παρ’ όλα αυτά η Αγκυρα να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη μετά Ασαντ εποχή;
«Ναι, μπορεί, αλλά χρειάζεται πολύ προσεκτική εξέταση των επόμενων βημάτων της».
Ποιο είναι το μήνυμα που θα θέλατε να στείλετε προς τους νεότερους στην Ελλάδα, στην Τουρκία, στην Κύπρο, στη Συρία, σε αυτούς τους ταραγμένους καιρούς;
«Να χτίσουν «γέφυρες» βασισμένες στον διάλογο και την κατανόηση. Η εκπαίδευση και οι πολιτιστικές ανταλλαγές είναι ζωτικά εργαλεία σε αυτή τη διαδικασία. Κανείς δεν κερδίζει κάτι από οποιαδήποτε σύγκρουση. Η τέχνη, η επιστήμη, ο πλούτος και οι ζωές με νόημα μπορούν να ανθίσουν μόνο σε καθεστώς ειρήνης. Το μίσος είναι ένα πολύ πρωτόγονο συναίσθημα.
Η ειρήνη και η φιλία που βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και συνεργασία και είναι και η βάση του οράματός μου αναφορικά με το μέλλον των τουρκο-ελληνικών σχέσεων, για να επιτευχθούν προϋποθέτουν την εκπαίδευση, τις πολιτιστικές ανταλλαγές και την οικονομική συνεργασία».